Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δευτέρα 7 Μαΐου 2012

ΕΠΟ33 (Δημιουργία και Εξέλιξη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) - 3/2011


ΜΑΡΤΙΟΣ 2011

ΘΕΜΑ
 «Βασιζόμενοι στη λειτουργία των βασικών οργάνων της ΕΕ, εξηγήστε πού εδράζεται το δημοκρατικό έλλειμμα»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                         
◦ Το δημοκρατικό έλλειμμα ως έννοια                                                                                             
◦ Ο ρόλος των ευρωπαϊκών οργάνων στη διαμόρφωση του δημοκρατικού ελλείμματος     
◦ Ο νομιμοποιητικός χαρακτήρας των ευρωπαϊκών οργάνων                    
◦ Η αντιμετώπιση του δημοκρατικού ελλείμματος μέσα από τις Συνθήκες της ΕΕ 
                ◦ Ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων μέσα από τις Συνθήκες                   
                ◦ Οι κρίσεις νομιμοποίησης σε εθνικό επίπεδο                                             
◦ Μια διαφορετική προσέγγιση στο ζήτημα του δημοκρατικού ελλείμματος           
                ◦ Ο μύθος του δημοκρατικού ελλείμματος                                                     
                ◦ Έλλειμμα δημοκρατίας ή απλά έλλειμμα πληροφόρησης ?                     
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Απάντηση στα περί μύθου με μέτρα για μια πιο δημοκρατική ΕΕ         
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                                                                                                                

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
                Το θέμα που αναλύεται παρακάτω, πραγματεύεται την διαπίστωση ύπαρξης δημοκρατικού ελλείμματος στους κόλπους της ΕΕ με επίκεντρο τη θεσμική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών οργάνων και των αποφάσεών τους. Βασικός στόχος της εργασίας είναι να ερμηνεύσει αυτό το φαινόμενο, τον τρόπο με τον οποίο εκφέρεται, τις διαφορετικές παραμέτρους του και κυρίως τις συνέπειες που έχει τόσο για τους ευρωπαίους πολίτες όσο και για την ΕΕ ως πολιτική οντότητα. Για να γίνει αυτό θα διατυπωθεί καταρχάς η γενική έννοια του φαινομένου όπως καταγράφεται στη σχετική βιβλιογραφία και θα αναλυθεί σε λεπτομερέστερη βάση ο τρόπος που το φαινόμενο εμφανίζεται κατά τη λειτουργία των τριών βασικών οργάνων της ΕΕ (Επιτροπή, Συμβούλιο, Κοινοβούλιο) με γνώμονα πάντα τον αντίκτυπο που έχει για τους ευρωπαίους πολίτες.
                Ακολούθως θα γίνει προσέγγιση των προσπαθειών εξάλειψης του φαινομένου μέσα από τις κατά καιρούς Συνθήκες της ΕΕ    και θα εκφραστούν εκτιμήσεις για το βαθμό επιτυχίας της προσπάθειας εκδημοκρατισμού και νομιμοποίησης των ευρωπαϊκών θεσμών, μέσα από συγκεκριμένες παρεμβάσεις και ενέργειες. Προκειμένου να παρουσιαστούν πλήρως όλες οι παράμετροι του προς εξέταση φαινομένου θα παρουσιαστούν οι διατυπωμένες ενστάσεις περί της ύπαρξης του εντοπίζοντας τη σχετική διαφοροποίηση στον τρόπο θεώρησης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης συνολικά.
                Εν κατακλείδι, και προκειμένου να οριοθετηθεί η θέση του συγγραφέα, θα διατυπωθεί συνοπτικά το βασικό συμπέρασμα που άσχετα από τις διαστάσεις που θέτει το θέμα της εργασίας στο φαινόμενο, κατευθύνει τον προβληματισμό στην διαπιστωμένη ούτως ή άλλως ανάγκη για μεγαλύτερη διαφάνεια, νομιμοποίηση και εκδημοκρατισμό του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, με απώτερο στόχο την επίτευξη κοινής, ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας και συνείδησης των πολιτών.

ΤΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΕΛΛΕΙΜΜΑ ΩΣ ΕΝΝΟΙΑ
                Η εφαρμογή της λαϊκής θέλησης που εδραιώνει τη λαϊκή κυριαρχία εντός του πλαισίου της δημοκρατίας, αποτελεί κυρίαρχο κριτήριο αξιολόγησης των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων. Υπό αυτή την έννοια η ανεπαρκής εκπροσώπηση και επιρροή των ευρωπαίων στα όργανα της ΕΕ και η έλλειψη δημοκρατικών πρακτικών στη χάραξη στρατηγικών και τη λήψη αποφάσεων, δημιουργεί μια δυσαρμονία ανάμεσα στις δημοκρατικές προδιαγραφές και στον τρόπο που λειτουργεί η ΕΕ σήμερα, εδραιώνοντας το επιχείρημα περί δημοκρατικού ελλείμματος. Το έλλειμμα αυτό προσλαμβάνει έτσι δύο διαστάσεις, την καθαρά θεσμική που αφορά την νομιμότητα και τη λογοδοσία των θεσμών προς τους πολίτες, αλλά και την κοινωνική που αναφέρεται στο ‘ποιον’ εκπροσωπεί η ΕΕ, δηλαδή στο κατά πόσο υπάρχει κοινό πεδίο αναφοράς, μια κοινή ταυτότητα για όλους τους ευρωπαίους και η δυνατότητα των πολιτών να συμμετέχουν στην παραγωγή της κοινοτικής πολιτικής (Λεοντίδου κ.α., 2008, σ170).
                Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και  μετά ένα σημαντικό κομμάτι της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης αμφισβητεί το δικαίωμα των ευρωπαϊκών οργάνων να λαμβάνουν και να εφαρμόζουν αποφάσεις που επηρεάζουν τη ζωή των πολιτών χωρίς την έγκρισή τους, αποξενώνοντας τους από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (Μούσης, 2008, κεφ9.5). Αυτό πρακτικά επικυρώθηκε κατά καιρούς μέσα από αρνητικά δημοψηφίσματα σε διάφορα κράτη πχ. Γαλλία, Δανία, Ολλανδία (Μαντά κλπ, 2005, κεφ2) αλλά και μέσα από την αδιαφορία και τη σταθερά μεγάλη αποχή των πολιτών κατά τη διενέργεια των ευρωεκλογών (Majone, 2006, σ6). Διαμορφώθηκε έτσι έντονα και εντός των κόλπων της ΕΕ η διαπίστωση αυτού του ελλείμματος (Παπάζογλου, 2010, σ.4) και η πεποίθηση ότι μόνο μέσα από μια δημοκρατική ανασύνθεση της λειτουργίας της θα μπορούσε να ανακτηθεί η στήριξη και η εμπιστοσύνη των ευρωπαίων πολιτών. Γι’ αυτό το σκοπό απαιτούνται ρυθμίσεις που να ενισχύουν τη διαφάνεια στη λήψη αποφάσεων, τη δημοκρατικότητα των θεσμών και τον εκδημοκρατισμό των δομών λειτουργίας των ευρωπαϊκών οργάνων (Μαντά κ.α., 2005, κεφ2).
                Για τους περισσότερους αναλυτές το δημοκρατικό έλλειμμα αναφέρεται στον ανομοιογενή συνδυασμό διακυβερνητικών και υπερεθνικών τρόπων λειτουργίας της ΕΕ, την απουσία πολιτικής και κομματικής διελκυστίνδας για τα αμιγώς ευρωπαϊκά ζητήματα (εκπρόσωποι εθνικών κομμάτων και πολιτικών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο), την πολλαπλότητα των επιπέδων εκπροσώπησης και εν τέλει την έλλειψη λογοδοσίας και την αοριστία απόδοσης ευθυνών (Παπάζογλου, 2010, σ4). Ειδικότερα ως προς τη λειτουργία των ευρωπαϊκών οργάνων, το ‘δημοκρατικό έλλειμμα’, αναφέρεται στη διαπίστωση ότι τα θεμελιώδη όργανα της ΕΕ ήτοι το Συμβούλιο Υπουργών, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πάσχουν ως προς τη δημοκρατική τους νομιμοποίηση, πρωτίστως λόγω ανεπαρκούς σύνδεσης με τη βούληση των ευρωπαίων πολιτών (Παπαδοπούλου, 2008, σ2).
 
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ
                Ο διακυβερνητικός χαρακτήρας των κύριων οργάνων της ΕΕ (Συμβούλιο & Επιτροπή) επιβάλλει την έμμεση αντιπροσώπευση των προτιμήσεων των πολιτών μέσα από τα εθνικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις. Προκειμένου να διατηρήσουν την πολιτική τους ανεξαρτησία, επιλέγονται τεχνοκρατικές προσεγγίσεις στη διαμόρφωση των πολιτικών και όχι ανοιχτές πολιτικοποιημένες διαδικασίες με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις και οι ελίτ να διαμορφώνουν τις τελικές στρατηγικές. Αυτό δημιουργεί έλλειμμα κοινωνικής νομιμοποίησης, αφού τα ζητήματα δεν περνούν από κοινωνικό διάλογο και ενημέρωση των πολιτών (Παπάζογλου, 2010, σ5).
                Επ’ αυτού ο Katz, υπενθυμίζει ότι η έννοια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης αποτελεί μια σύλληψη των ελίτ που αρχικώς τουλάχιστον στηρίχθηκε στην ‘ανεκτική συναίνεση’ των κυβερνήσεων και είχε ιδιαιτέρως τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά. Η συναίνεση αυτή μάλιστα ήρθε αναπόφευκτα όπως και οι ιστορικές εξελίξεις που επέβαλαν την ολοκλήρωση και όχι ως αποτέλεσμα της επιθυμίας των λαών για εφαρμογή των σχετικών πολιτικών. Πολύ απλά η ολοκλήρωση θα μπορούσε να λάβει χώρα χωρίς να ερωτηθεί ο λαός ή ακόμα και οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί του. Το δε κατεξοχήν αντιπροσωπευτικό όργανο (Κοινοβούλιο) δεν είχε ποτέ την δύναμη να ισοσκελίσει την αυθαιρεσία της Επιτροπής και του Συμβουλίου (Katz, 2000, σ3-4 και Λάβδας, 2002, σ140 και Majone, 2006, σ7).

Ο νομιμοποιητικός χαρακτήρας των ευρωπαϊκών οργάνων
                Όπως τονίζει ο Katz η εξουσία στην ΕΕ επικεντρώνεται σε όργανα όπως το Συμβούλιο Υπουργών που δεν εκλέγονται από το λαό και άρα δεν είναι υπόλογα σε αυτόν. Πράγματι το Συμβούλιο Υπουργών συνεδριάζει με κλειστές πόρτες και οι διαδικασίες με τις οποίες φτάνει σε συγκεκριμένες αποφάσεις μένουν μακριά από την γνώση των πολιτών επιτείνοντας το δημοκρατικό έλλειμμα (Katz, 2000, σ6&8 και Λεοντίδου κ.α., 2008, σ171).
                Η Επιτροπή αποτελεί εκτελεστικό όργανο που τα μέλη της δεν εκλέγονται από τους πολίτες αλλά διορίζονται από τις κυβερνήσεις. Στόχος της δεν είναι να εκφράσει αντιπροσωπευτικά τους λαούς αλλά να πετύχει απτά μετρήσιμα αποτελέσματα για την ΕΕ. Παίρνοντας πρωτοβουλίες και αποφάσεις που άπτονται ουσιαστικά των τεχνοκρατικών ελίτ, λειτουργεί μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες και διεργασίες που ο απλός πολίτης σπάνια αντιλαμβάνεται. Σχετικό παράδειγμα αποτελεί η ΕΚΤ που χαράσσει την νομισματική πολιτική μέσα από μυστικές συναντήσεις και αδιαφανείς διαβουλεύσεις χωρίς την εμπλοκή του Κοινοβουλίου. Αποφάσεις λοιπόν που επηρεάζουν τη ζωή των πολιτών και σχετικές πολιτικές παράγονται μέσα από αντιδημοκρατικές πρακτικές μιας οντότητας που θεωρεί εαυτόν αυτονόητα δημοκρατικό (Λεοντίδου κ.α., 2008, σ171-172 και Majone, 2006, σ8).
                Το σημερινό Κοινοβούλιο λόγω της άμεσης εκλογής των μελών του από τους πολίτες και έχοντας δεχθεί σταδιακές αναβαθμίσεις του ρόλου του ως πόλος νομοθετικής εξουσίας με δικαίωμα συναπόφασης, φαντάζει ως το κατεξοχήν δημοκρατικό όργανο της ΕΕ. Όμως η αύξηση αρμοδιοτήτων και νομιμοποίησής του δεν αρκούν για να θεωρηθεί ότι εκφράζει τη συλλογική βούληση των λαών με επάρκεια και αντιπροσωπευτικότητα, σε βαθμό που να αναιρούνται οι ισχυρισμοί περί δημοκρατικού ελλείμματος (Παπαδοπούλου, 2008, σ2-3). Ο Katz μάλιστα στοχοποιεί το δημοκρατικό έλλειμμα στην αδυναμία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να καταστήσει τα υπόλοιπα όργανα ικανά να λογοδοτήσουν για τις αποφάσεις τους, όπως συμβαίνει με τις εθνικές κυβερνήσεις και τα κοινοβούλια στα κράτη-μέλη (Katz, 2000, σ4). Η ενίσχυση των μηχανισμών λογοδοσίας γίνεται δυσκολότερη όταν η γνώση των πολιτών για το ρόλο του Κοινοβουλίου είναι ελάχιστη και απουσιάζει η λαϊκή εντολή για ανάληψη δράσης από αυτό (Λεοντίδου κ.α., 2008, σ173).
                Η απουσία πραγματικών ευρωπαϊκών κομμάτων με συγκεκριμένες πολιτικές και στρατηγικές στους κόλπους του Κοινοβουλίου επιτείνει το πρόβλημα. Οι πολίτες-ψηφοφόροι αντιμετωπίζουν τις ευρωεκλογές ως δευτερευούσης σημασίας ως προς τις εθνικές. Πως άλλωστε να μην το κάνουν όταν τα κόμματα που διαγκωνίζονται είναι τα εθνικά κόμματα και όχι οι αντίστοιχοι ευρωπαϊκοί πολιτικοί σχηματισμοί, οι προεκλογικές καμπάνιες αφορούν εθνικά θέματα και όχι τις προτάσεις για το μέλλον της ΕΕ, οι υποψήφιοι με λίστα ή σειρά προτεραιότητας είναι πρόσωπα μικρού πολιτικού βεληνεκούς χωρίς δυνατότητα επιλογής από μια πανευρωπαϊκή γκάμα υποψηφίων και ο χαρακτήρας που τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δίνουν στις εκλογές αυτές είναι έκφραση διαμαρτυρίας για την άσκηση της εθνικής εξουσίας (Λεοντίδου κ.α., 2008, σ172 και Follesdal & Hix, 2006, σ535-536&552).
                Το χάσμα λοιπόν μεταξύ των πολιτών και του Κοινοβουλίου μεγαλώνει αφού οι ευρωβουλευτές δεν έχουν ενσωματωθεί στη συνείδηση του κόσμου ως εκπρόσωποι του. Σε κάθε περίπτωση δεν έχει καταφέρει να αναλάβει το ρόλο που έχουν τα αντίστοιχα εθνικά κοινοβούλια ως εργαλεία αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που συνδέουν το λαό με τα εκτελεστικά όργανα και προωθούν τα αιτήματά του. Παραμένει έτσι ένα απόμακρο και αναξιοποίητο όργανο που πασχίζει να ισχυροποιήσει την παρουσία του (Λεοντίδου κ.α., 2008, σ173 και Majone, 2006, σ7).

Η ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΤΗΣ ΕΕ
                Η Συνθήκη του Μάαστριχτ προσπάθησε να αμβλύνει το δημοκρατικό έλλειμμα μέσα από την παραχώρηση εξουσιών στο Κοινοβούλιο. Επέκτεινε το θεσμό της ‘συνεργασίας’ Κοινοβουλίου και Συμβουλίου ενώ με το θεσμό της ‘συναπόφασης’ για την από κοινού λήψη αποφάσεων, προσέλαβε μια ισότιμη θέση (όχι όμως σε θέματα ΚΕΠΠΑ). Επίσης δόθηκε στο Κοινοβούλιο η εξουσία να εγκρίνει τη σύνθεση της Επιτροπής (Λεοντίδου κ.α., 2008, σ175 και Majone, 2006, σ6).
                Με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ δόθηκε στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα απόρριψης του Προέδρου της Επιτροπής και επεκτάθηκε ο θεσμός της συναπόφασης. Κατοχύρωσε παράλληλα το δικαίωμα ελεύθερης πρόσβασης των πολιτών σε πολλές κατηγορίες εγγράφων της ΕΕ. Συνολικά πάντως η πολυπλοκότητα στη νομοθετική διαδικασία και στη λήψη αποφάσεων όπως καταγράφηκε σε αυτή τη Συνθήκη λειτούργησαν μάλλον αποτρεπτικά για την ενσωμάτωση των πολιτών και τη μείωση του δημοκρατικού ελλείμματος (Λεοντίδου κ.α., 2008, σ175).
                Η Συνθήκη της Νίκαιας ομοίως θεωρήθηκε ότι δεν συνέβαλε στον εκδημοκρατισμό καθώς τα εθνικά συμφέροντα απέτρεψαν την προώθηση ενοποιητικών πρωτοβουλιών. Επικράτησε μια λογική πολιτικής διαχείρισης της ολοκλήρωσης με τρόπο που να μην ενισχύει το όραμα μιας δημοκρατικής ευρωπαϊκής πολιτείας. Οι λειτουργικοί συμβιβασμοί και η επίτευξη αποτελεσματικότητας των πολιτικών για την άσκηση των κοινοτικών αρμοδιοτήτων επικράτησαν σαν λογική περισσότερο από την ενοποιητική νομιμοποίηση της ευρωπαϊκής οντότητας (ο.π., σ176).
                Η Συνταγματική Συνθήκη και η μορφή που προσέλαβε στη Λισσαβόνα, έθεσε το θέμα της διαφάνειας με τρόπο σαφή (δημόσιες συνεδριάσεις του Συμβουλίου), διευκολύνοντας τη συμμετοχή των πολιτών με την αβίαστη πρόσβασή τους στα κοινοτικά έγγραφα. Διατάξεις για τις διαβουλεύσεις με την κοινωνία των πολιτών (συμμετοχική δημοκρατία) και το άνοιγμα της διαδικασίας λήψης αποφάσεων μέσω του δικαιώματος συλλογής 1 εκ. υπογραφών για νομοθετική πρόταση καθώς και η δυνατότητα των εθνικών κοινοβουλίων να αξιολογούν τις προτάσεις της Επιτροπής (κίτρινη κάρτα), θεωρούνται ενισχυτικές της δημοκρατικότητας των θεσμών (ο.π., σ131-133&176). Ο Χάρτης Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αποτελεί επίσης βήμα για μια πιο κοινωνική Ευρώπη των λαών ενώ η αυξημένη χρήση της διαδικασίας συναπόφασης κατά την άσκηση της πολιτικής διασφαλίζει την ισότιμη θέση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου με το Συμβούλιο και ενισχύει τις νομοθετικές και δημοσιονομικές αρμοδιότητες του  (ο.π., σ137).

Ο ρόλος των εθνικών κοινοβουλίων μέσα από τις Συνθήκες
                Τα εθνικά κοινοβούλια είναι εξ’ ορισμού δημοκρατικά νομιμοποιημένα εντός των κρατών-μελών της ΕΕ. Στα πλαίσια της ενίσχυσης της διαφάνειας και της προσέγγισης των πολιτών, αναγνωρίστηκε από το 1992 και μετά η ανάγκη ενίσχυσης και αναβάθμισης του ρόλου των εθνικών κοινοβουλίων (Παπαδοπούλου, 2008, σ3-4). Από το Μάαστριχτ και το Άμστερνταμ όπου τονιζόταν η ανάγκη συμμετοχής των εθνικών κοινοβουλίων στις δράσεις της ΕΕ, φτάσαμε στη Νίκαια και το Λάακεν όπου τονιζόταν η συμβολή τους στην ευρωπαϊκή νομιμότητα και κατόπιν στη Λισσαβώνα όπου τους ανατίθεται ρητά η αποστολή δημοκρατικού ελέγχου του τρόπου άσκησης των αρμοδιοτήτων της ΕΕ (ο.π., σ4-6). Στη Συνταγματική Συνθήκη τα εθνικά κοινοβούλια αναγνωρίζονται ως  έμμεσοι παράγοντες δημοκρατικής νομιμοποίησης που ανάγονται σε θεσμικά μέσα ελέγχου των νομοθετικών δράσεων της ΕΕ. Έτσι τα κοινοβούλια ενημερώνονται πλέον για τις κατατιθέμενες προτάσεις αλλά και για την μελλοντική στρατηγική της ΕΕ, έχοντας δικαίωμα να παρεμβαίνουν στη διαμόρφωση των εξελίξεων (ο.π., σ7-8). Εξάλλου η Συνθήκη της Λισσαβόνας με άξονα τα εθνικά κοινοβούλια ορίζει ένα μηχανισμό προληπτικού ελέγχου, δηλαδή ένα στάδιο εθνικής αξιολόγησης της νομοθετικής διαδικασίας με νομικές δεσμεύσεις και συνέπειες (ο.π., σ12).

Οι κρίσεις νομιμοποίησης σε εθνικό επίπεδο
                Ένα άλλο ζήτημα θεσμικής νομιμοποίησης με πολιτικές προεκτάσεις για τις διαδικασίες εξευρωπαϊσμού, για το οποίο δυστυχώς οι Συνθήκες δεν προσφέρουν προληπτικές λύσεις, τίθεται όταν το κοινοτικό δίκαιο αποτελεί αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και ΕΕ. Αυτό συμβαίνει συνήθως όταν το αξιακό περιεχόμενο της Συνθήκης δυσκολεύει τις κυβερνήσεις να συμβιβάσουν την δημοκρατική εντολή που έλαβαν στη βάση προεκλογικών δεσμεύσεων, με τις δεσμεύσεις των ευρωπαϊκών πολιτικών. Παρατηρούνται περιπτώσεις όπου η εθνική κυβέρνηση επικαλείται το κοινοτικό κεκτημένο για να εξυπηρετήσει τα συμφέροντά της και άλλες όπου αδιαφορεί και κωλυσιεργεί στην εφαρμογή του κατά το δοκούν (Παπάζογλου, 2010, σ5-6&10 και Λεοντίδου κ.α., 2008, σ173). Χαρακτηριστικά ελληνικά παραδείγματα αποτελούν η οδηγία για τα επαγγελματικά προσόντα (ιδιωτικά πανεπιστήμια), ο βασικός μέτοχος και η αναγραφή θρησκεύματος στις ταυτότητες (Παπάζογλου, 2010, σ7-8). Τέτοιες κρίσεις νομιμοποίησης που κωλυσιεργούν την εφαρμογή των ευρωπαϊκών πολιτικών εμποδίζουν τον εξευρωπαϊσμό οδηγώντας κι αυτές σε δημοκρατικό έλλειμμα (ο.π., σ9-10).

ΜΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΕΛΛΕΙΜΜΑΤΟΣ

Ο ‘μύθος’ του δημοκρατικού ελλείμματος
                Σχετικά με το δημοκρατικό έλλειμμα υπάρχει και η άποψη ότι αποτελεί μύθο που εκπορεύεται από ευρωσκεπτικιστικούς κύκλους. Από τη στιγμή που πλέον οι νομοθετικές εξουσίες του Ευρωκοινοβουλίου (που αντιπροσωπεύει τους πολίτες άμεσα) είναι διευρυμένες και μετά τη Λισσαβόνα οι αποφάσεις λαμβάνονται από κοινού με το Συμβούλιο (που αντιπροσωπεύει τις εκλεγμένες κυβερνήσεις), αυτό το έλλειμμα δεν δικαιολογείται όπως παλιότερα. Σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λισσαβόνας, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία και η συμμετοχική δημοκρατία αποτελούν θεμέλια της ΕΕ. Οι πολίτες εκπροσωπούνται άμεσα με την εκλογή των Ευρωβουλευτών αλλά και έμμεσα μέσω της ευρύτερης κοινωνίας των πολιτών και των ενώσεών τους που μπορούν με τη συλλογή ενός εκατομμυρίου υπογραφών να υποβάλλουν προτάσεις και να καλούν την Επιτροπή σε αξιολόγησή τους. Επιπλέον η προσάρτηση του πρωτοκόλλου για τις αρχές ‘επικουρικότητας’ και ‘αναλογικότητας’ αφήνει σαφή περιθώρια επανεξέτασης των νομοσχεδίων (Μούσης, 2008, κεφ9.5 και Λεοντίδου κ.α., 2008, σ177-178 και Follesdal & Hix, 2006, σ539).
                Βάσει των παραπάνω διατυπώνεται το επιχείρημα ότι ο άκρατος εκδημοκρατισμός της ΕΕ αποτελεί μια παγίδα που θα θέσει σε κίνδυνο την ευέλικτη λειτουργία και αποτελεσματικότητά της (Follesdal & Hix, 2006, σ541). Κεντρικό παράδειγμα αυτού του επιχειρήματος αποτελεί η διενέργεια δημοψηφισμάτων για την επικύρωση των Ευρωπαϊκών Συνθηκών. Ο ισχυρισμός λέει ότι το σύνηθες είναι οι κυβερνήσεις να διαπραγματεύονται και να επικυρώνουν τις Συνθήκες. Παρόλα αυτά στις περιπτώσεις δημοψηφισμάτων, η πολυπλοκότητα των Συνθηκών δεν γίνεται κατανοητή από τον μέσο πολίτη όσο κι αν ενημερωθεί άρα είναι παράλογο να τους ζητείται να εγκρίνουν κάτι που δεν αντιλαμβάνονται. Επίσης το ερώτημα που τίθεται (ναι ή όχι) είναι δημαγωγικό γιατί αφήνει περιθώριο αυτονόητης γενικότερης αποδοκιμασίας των αδυναμιών της ΕΕ. Για τις αδυναμίες όμως αυτές υπό άλλες συνθήκες (ερώτημα περί αποχώρησης από την ΕΕ) δεν θα διατυπώνονταν ανάλογα ακραίες απόψεις. Ουσιαστικά δηλαδή οι πολίτες είναι θύματα ακραίας προπαγάνδας που τους κατευθύνει σε εύκολες γενικές αποδοκιμασίες. Επιπρόσθετα είναι ομοίως αντιδημοκρατικό να εκφράζονται με δημοψήφισμα κάποιοι λαοί και κάποιοι άλλοι να αρκούνται στην ‘κανονική’ και προβλεπόμενη διαδικασία επικύρωσης των Συνθηκών από τα εθνικά κοινοβούλια (Μούσης, 2008, κεφ9.5).

Έλλειμμα δημοκρατίας ή απλά έλλειμμα πληροφόρησης ?
                Το δημοκρατικό έλλειμμα από όσα αναλύθηκαν έως τώρα εκδηλώνεται ως έλλειμμα πληροφόρησης των πολιτών της ΕΕ για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις και την ολοκλήρωση εν γένει. Μήπως όμως τελικά είναι μόνο αυτό και τίποτα περισσότερο ? Δυστυχώς η ενημέρωσή των πολιτών εξαντλείται στις προσωπικές τους διαπιστώσεις μέσα από την καθημερινότητα για τις αλλαγές που βιώνουν στη ζωή τους (κοινό νόμισμα, ταξίδια χωρίς διαβατήριο, αίσθημα ασφάλειας και ειρήνης κλπ.). Όσο αυτές οι αλλαγές γίνονται πιο έντονες και παύουν να είναι μόνο θετικές, τόσο οι πολίτες δυσανασχετούν που οι ηγέτες και τα όργανα της ΕΕ δεν τους ενημερώνουν για τους μελλοντικούς στόχους και τις πολιτικές και εκφράζουν δυσφορία στις Ευρωεκλογές, τις δημοσκοπήσεις και τα δημοψηφίσματα. Αν οι πολίτες παραπληροφορηθούν και πιστέψουν ότι τα πλεονεκτήματα υστερούν έναντι των μειονεκτημάτων της ολοκλήρωσης, τότε η αποδοκιμασία τους θα ναρκοθετήσει την ευρωπαϊκή ενοποίηση ουσιαστικά δημιουργώντας εκ του μη όντος ένα δημοκρατικό έλλειμμα (Μούσης, 2008, κεφ1.5.1 και Majone, 2006, σ10).
                Διαπιστώνεται όμως πρακτικά ότι ενώ υπάρχει μια ογκώδης ροή πληροφορίας εκ μέρους της ΕΕ και ειδικότερα της Επιτροπής, στις δημοσκοπήσεις του Ευρωβαρόμετρου η απαίτηση των πολιτών αφορά περισσότερη πληροφόρηση για τους θεσμούς και τις πολιτικές. Μήπως τελικά το ζητούμενο είναι να έρθει η υπάρχουσα πληροφόρηση κατάλληλα μορφοποιημένη, σε επαφή με τον μέσο καθημερινό πολίτη και όχι μόνο με τον εξειδικευμένο τεχνοκράτη (ερευνητή, ειδικό κλπ) που μπορεί να την αναζητά από μόνος του και να την κατανοεί ? Η αδυναμία πρόσβασης και κατανόησης σε συνδυασμό με την αρνητικά διακείμενη προς την ΕΕ παραπληροφόρηση, διογκώνει τη δυσαρέσκεια του μέσου πολίτη που επεκτείνεται στην απόδοση ευθυνών για αμιγώς εθνικά προβλήματα. Δημιουργείται έτσι μια εικονική αναντιστοιχία προσδοκιών και αποτελεσμάτων που οδηγεί τους πολίτες στην αδιαφορία, την εναντίωση και τη διαμαρτυρία περί έλλειψης δημοκρατικότητας (Μούσης 2008, κεφ10.1.2 και Follesdal & Hix, 2006, σ540).
 
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΣΤΑ ΠΕΡΙ ΜΥΘΟΥ ΜΕ ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΙΟ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ Ε.Ε.
                Όπως κατέστη εμφανές η ύπαρξη ή μη του δημοκρατικού ελλείμματος εν πολλοίς εδράζει στον τρόπο που θεωρεί κανείς την ευρωπαϊκή πολιτική συνολικά. Ο δημοκρατικός έλεγχος και η διαφανής συμμετοχή στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, μπορεί να προσδώσει κοινωνική νομιμοποίηση μόνο εφόσον αποτελέσει αμφίδρομη διαδικασία που θα συνταιριάζει το πλέγμα των ευρωπαϊκών στόχων με τις κοινωνικές ιδιαιτερότητες. Για να γίνει αυτό απαιτείται η ενεργοποίηση των πολιτών στην κατανόηση των στόχων των διαρθρωτικών αλλαγών και στην διατύπωση εμπεριστατωμένης άποψης επί αυτών. Η άποψη αυτή όμως θα πρέπει να προσλαμβάνεται αυτούσια από την ΕΕ είτε απευθείας είτε μέσω της εθνικής κυβέρνησης χωρίς να διαμεσολαβείται και να αλλοιώνεται από ενδιάμεσους φορείς, ελίτ και ομάδες τεχνοκρατικού χαρακτήρα (Παπάζογλου, 2010, σ10-11).
                Όσον αφορά την εμπλοκή των εθνικών κοινοβουλίων στη διαδικασία νομοθεσίας και στην αξιολόγηση και αναθεώρηση των Συνθηκών, οι ίδιες οι Συνθήκες τα καθιστούν παράγοντες ενίσχυσης του δημοκρατικού στοιχείου στο βαθμό που θα δρουν σαν όργανα τρόπον τινά της ΕΕ πέρα από τον εθνικό τους ρόλο. Αν παραμείνουν δηλαδή εγκλωβισμένα σε μια εθνικού συμφέροντος επιλεκτική κριτική τότε μάλλον η συμβολή τους θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα για τη δημοκρατική νομιμοποίηση και πρακτικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος μόνιμης εμπλοκής της διαδικασίας νομοπαρασκευής (Παπαδοπούλου, 2008, σ18).
                Οι αντικρουόμενες απόψεις περί της ύπαρξης ή μη του δημοκρατικού ελλείμματος συμφωνούν στα εξής κοινά στοιχεία: α/ είναι κοινή η πεποίθηση ότι υπάρχει περιθώριο βελτίωσης του επιπέδου νομιμοποίησης των θεσμών και των οργάνων της ΕΕ με τρόπο που να διευκολύνεται η συμμετοχή των πολιτών στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι β/ το Ευρωκοινοβούλιο μπορεί μέσα από συγκεκριμένες παρεμβάσεις να καταστεί συνειδητοποιημένα για όλους τους ευρωπαίους το βασικό μέσο έκφρασης των αιτημάτων τους. Να αποτελέσει δηλαδή τον βραχίονα που θα καθιστά την αντιπροσωπευτική και τη συμμετοχική δημοκρατία σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το ίδιο σημαντική με την εκπροσώπηση των πολιτών στο εθνικό πολιτικό σύστημα.
                Με την παρούσα κατάσταση, αν θεωρήσουμε σχηματικά την Επιτροπή ως το όργανο έκφρασης της ευρωπαϊκής ιδέας και προοπτικής, το Συμβούλιο ως την έκφραση των εθνικών κρατών και κυβερνήσεων και το Κοινοβούλιο ως το όργανο έκφρασης των ευρωπαϊκών λαών, τότε η έννοια του δημοκρατικού ελλείμματος πρέπει πρωτίστως να επικεντρωθεί στο τελευταίο. Οι συμμαχίες που λαμβάνουν χώρα στο Κοινοβούλιο όχι σε επίπεδο ιδεολογικό ως προς την ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά σε επίπεδο εθνικό προκειμένου να προωθηθούν τα συμφέροντα συγκεκριμένων κρατών ή ομάδων κρατών στη σύνταξη σχεδίων και κανονισμών, απομακρύνει το όργανο αυτό από τον θεσμικό του ρόλο. Ο σημερινός Πρόεδρος της Επιτροπής για παράδειγμα, ψηφίστηκε αν και προερχόμενος από τη συντηρητική παράταξη και από Βρετανούς σοσιαλιστές ακριβώς επειδή ως ευρωσκεπτικιστές (εθνική ιδιαιτερότητα) δεν ήθελαν κάποιον περισσότερο Ευρωπαϊστή για Πρόεδρο.
                Οι ευρωπαίοι πολίτες αδιαφορούν και απέχουν από τις ευρωεκλογές γιατί πρακτικά έως τώρα και παρά την ενίσχυση του ρόλου του Κοινοβουλίου, δεν έχουν δει να αντιστοιχίζονται οι εκλεγμένοι εκπρόσωποι τους με τη φιλοσοφία των αποφάσεων σε ιδεολογικό επίπεδο αλλά πρωτίστως σε εθνικό. Αυτό είναι κάτι που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές όταν επέρχονται πολιτικοί συμβιβασμοί των παρατάξεων προς μια κεντρώα συνισταμένη χωρίς ιδιαίτερη ιδεολογική αντιπαράθεση. Εν ολίγοις δεν μεταφράζεται η πολιτική βούληση του μέσου ευρωπαίου εντός του Κοινοβουλίου γιατί διαμεσολαβείται μέσα από διεργασίες που αφαιρούν την καθαρή ιδεολογική εκπροσώπηση. Έτσι ο απλός πολίτης μαθαίνει για ρυθμίσεις και αποφάσεις ερήμην του χωρίς να μπορεί να συγκεκριμενοποιήσει ποιος και γιατί τις ψήφισε ώστε να έχει τη δυνατότητα επιβράβευσης ή τιμωρίας (Follesdal & Hix, 2006, σ553).
                Άρα συμπερασματικά τα έθνη παίζουν ακόμα το σημαντικότερο ρόλο στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, τόσο ώστε να μην υπάρχει ομογενοποιημένη ευρωπαϊκή συνείδηση που να υποσκελίζει τις εθνικές ιδιαιτερότητες προς όφελος της καθαρής πολιτικής ιδεολογίας. Ίσως η σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση που δημιουργεί διεθνώς ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς για τους εργαζόμενους να αποτελεί μια ευκαιρία για την δημιουργία μιας κοινής ιδεολογικής πλατφόρμας που να εκφράζει τους πολίτες πέρα από τις εθνικές τους καταβολές και ιδιαιτερότητες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


© ΙΖ 2011