Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΕΠΟ 42 (Ειδικά Θέματα Ευρ. Πολιτισμού) - 5/2012


ΜΑΙΟΣ 2012

ΘΕΜΑ
Χρησιμοποιώντας ως εφαλτήριο τα κείμενα των Μ. Αλεξάκη, Κ. Τσουκαλά και Ρ. Παναγιωτοπούλου, να περιγράψετε, να αναλύσετε και να σχολιάσετε την κοινωνικο-πολιτική εμπειρία στην Ελλάδα ξεκινώντας από τη μεταπολίτευση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                         
◦ Οι θέσεις των Αλεξάκη, Τσουκαλά και Παναγιωτοπούλου για την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα             
◦ Μια συγκριτική ανάλυση των επιχειρημάτων των τριών Συγγραφέων              
◦ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: Αγγίζοντας το … ‘point of no return
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                                         

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Η παρούσα εργασία διαπραγματεύεται την τραγικά επίκαιρη αδυναμία του ελληνικού κράτους να προβεί στις απαραίτητες μεταρρυθμιστικές διαδικασίες που θα το καταστήσουν αληθινά ευνομούμενο και απρόσωπα λειτουργό, έτσι ώστε να συγκλίνει στους βασικούς άξονες με τα υπόλοιπα κράτη της ευρωπαϊκής οικογένειας. Συγκεκριμένα προσπαθεί να εντοπίσει μέσα από το έργο τριών συγγραφέων, τα κύρια αίτια που οδηγούν σε επανειλημμένα αποτυχημένες ή καχεκτικές εκσυγχρονιστικές προσπάθειες και τα εμπόδια που δυσχεραίνουν το έργο της εκάστοτε κυβέρνησης.
            Αρχικά θα γίνει μια ενδελεχής παρουσίαση των βασικών θέσεων του κάθε συγγραφέα για να αποτυπωθούν οι παράμετροι του ζητήματος. Ακολούθως θα γίνει συγκριτική ανάλυση των θέσεών τους προκειμένου να εντοπιστεί αν συμπίπτουν και που αλλά και αν σε κάτι διαφέρει η συλλογιστική τους. Συμπερασματικά και λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω θα γίνει ένας προσωπικός σχολιασμός της υφιστάμενης κατάστασης και θα εκφραστεί η άποψη του γράφοντος για την ανάγκη ενός ισχυρού σοκ που θα κινητοποιήσει το αποχαυνωμένο θυμικό του Έλληνα πολίτη.

ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΩΝ ΑΛΕΞΑΚΗ, ΤΣΟΥΚΑΛΑ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
            Ανταποκρινόμενοι στις ‘φωνές’ εντός και εκτός επικράτειας που τονίζουν την ανεπάρκεια του ελληνικού κράτους στο να πετύχει μια ουσιαστική λειτουργική μεταρρύθμιση, οι τρείς υπό εξέταση συγγραφείς εντοπίζουν τις στρεβλώσεις και τους παραλογισμούς της ελληνικής πραγματικότητας, προσπαθώντας να δώσουν μια εξήγηση στα αναπάντητα ‘γιατί’ αλλά και να προτείνουν τα πιθανά ‘πως’ μιας δυνατής αναστροφής.

Ο Μ. Αλεξάκης και το μετέωρο βήμα της Ελλάδας
            Η πρώτη διαπίστωση του Αλεξάκη στην ιστορική του θεώρηση είναι ότι το ελληνικό κοινοβουλευτικό σύστημα δεν εμφανίστηκε ως προϊόν κοινωνικών αγώνων, ούτε ως άνοιγμα του πολιτικού συστήματος στις ανερχόμενες βιομηχανικές και εργατικές τάξεις όπως στη Δύση (συντελέστηκε σε προβιομηχανικές συνθήκες και όχι μετά από καπιταλιστική ανάπτυξη). Εμφανίστηκε και εδραιώθηκε ως ένα μέσο επιβολής των τοπικών ελίτ, για να λύσει την αντιπαράθεση τοπικής και κεντρικής εξουσίας. Γι’ αυτό και δεν πλαισιώθηκε από ένα ‘κοινωνικό συμβόλαιο' αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά αποτέλεσε μηχανισμό μονόπλευρης κρατικής κυριαρχίας, που κατέστησε την δημοκρατία τυπική παρά ουσιαστική και τον κρατισμό κύριο χαρακτηριστικό της. Αποτέλεσμα ήταν να αναπτυχθεί ένας ισχυρός ατομικισμός στη βάση πελατειακών σχέσεων, με άξονα τον αγώνα για πρόσβαση στην πηγή των προνομίων και της ‘ημέτερης’ μεταχείρισης του πάτρωνα, πράγμα που εκμηδενίζει την κοινωνική αλληλεγγύη (Αλεξάκης, 2008, σ.95-96).
            Χωρίς συμβολαιακή κατοχύρωση της κοινωνικής συναίνεσης αλλά αντίθετα με επικράτηση άτυπων διαπροσωπικών πελατειακών σχέσεων, τα ηθικά ελλείμματα και ο διογκούμενος κρατισμός, συγκροτούν ένα φορμαλιστικό πολιτικό σύστημα (ο.π., σ.121). Σε αυτό ενυπάρχουν μεν διατυπωμένα αστικά δικαιώματα, αλλά επειδή δεν προήλθαν μέσα από κοινωνικό αγώνα, κατέληξαν ανενεργά και περιθωριακά (ο.π., σ.97). Επιπλέον, ποτέ δεν διευκρινίστηκε συμβατικά η σχέση ατομικού-συλλογικού στη βάση ενός σετ ξεκάθαρων κανόνων, με αποτέλεσμα ένα άναρχο (οικογενειακά επιδοτούμενο) ατομικισμό και μια διογκούμενη διαφθορά (ο.π., σ.116&118&120).
            Μεταπολεμικά και λόγω του εμφυλίου, οι πελατειακές-λαϊκιστικές πρακτικές συνοδεύονται από κύμα πολιτικού καταναγκασμού και αποκλεισμού των ηττημένων, που εδραιώνει ένα αυταρχικό και αστυνομοκρατικό σύστημα καταπίεσης. που αναδεικνύει την αντικομουνιστική υστερία σε βασικό συστατικό και τον στρατό σε πυλώνα και τοποτηρητή του συστήματος (με τις γνωστές ολέθριες συνέπειες το ’67) (ο.π., σ.98-101). Τα κόμματα λειτουργούν μέσω πελατειακών σχέσεων και δικτύων προσωπικής επιρροής των τοπικών βουλευτών (τζάκια) που δρουν σχετικά αυτόνομα. Σχηματοποιείται αυτό που ονομάζουμε ‘παλαιοκομματισμός’ και χαρακτηρίζεται από προσωπική σχέση βουλευτή/πάτρωνα-ψηφοφόρου, την ανυπαρξία γραφειοκρατικής δομής, την κληροδοσία της έδρας και τη συναλλακτική λογική (ρουσφέτι). Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μιας πολιτικής κουλτούρας που ωθεί τον πολίτη στην πολιτική όχι ως αυτόνομο ον, αλλά μαζικά, κάθετα και εξαρτημένα μέσα από συμπαγή δίκτυα πελατειακών σχέσεων (ο.π., σ.102-103).
            Περνώντας στη Μεταπολίτευση, ο Αλεξάκης επισημαίνει ότι η μετάβαση στη δημοκρατία δεν προήλθε από ένα λαϊκό ξεσηκωμό. Η φιλελευθεροποίηση και το άνοιγμα του συστήματος, η νομιμοποίηση του ΚΚΕ, ο περιορισμός του στρατού και η αποπομπή της μοναρχίας αποτέλεσαν κομβικά σημεία εκσυγχρονισμού. Όμως το νέο Σύνταγμα διαμορφώνει κανόνες που ενισχύουν την προσωποκεντρική εξουσία, με τρόπο βέβαια σαφώς πιο ανοιχτό, επιτρέποντας την εναλλαγή κομμάτων σε αυτήν. Η πρόκληση ήταν η διαμόρφωση ενός απρόσωπου συστήματος χωρίς λαϊκιστικές πελατειακές πρακτικές, με οριζόντια και ανεξάρτητη ένταξη των πολιτών (ο.π., σ.104-107). Τα κόμματα εξουσίας δεν έδειξαν ικανά να ανταποκριθούν σε ικανοποιητικό βαθμό. Έτσι η πατροπαράδοτη πατρωνία διανέμει ακόμα εύνοιες και εξουσία, με εργαλείο την εξασφάλιση θέσης στο δημόσιο. Ταυτόχρονα, η ανάπτυξη μιας πρώιμης μορφής κοινωνίας των πολιτών με θεσμοποιημένους μηχανισμούς πολιτικής συμμετοχής, προσκρούει στην φιλοσοφία της ψηφοθηρικής δημοκρατίας και την υπερτροφία του κράτους (ο.π., σ.108-110).
            Αρχίζει να διαφαίνεται από τα παραπάνω, ότι τα ζητήματα του εκσυγχρονισμού είναι πρωτίστως ζητήματα κουλτούρας και παγιωμένων αντιλήψεων. Την τελευταία δεκαετία οι μεταπολιτευτικοί ιδεαλισμοί έχουν γίνει περισσότερο πραγματιστικοί και η συμμετοχή μας στην ΕΕ βοήθησε στην επίταση των μεταρρυθμιστικών προσπαθειών. Στην Ελλάδα όμως τελικά διαμορφώνεται ένας ιδιότυπος δυισμός. Υπάρχει από τη μια η πολιτισμική παράδοση και κουλτούρα, που αντιστοιχεί στην ορθόδοξη χριστιανική θεώρηση της εθνικής κληρονομιάς. Αυτή μεταφράζεται σε σκεπτικισμό και αντίθεση σε κάθε τι ξενόφερτο, σε κρατισμό και πατερναλισμό, σε μια αμυντική στάση έναντι των μεταρρυθμίσεων. Υπάρχει από την άλλη, η αναδυόμενη κουλτούρα του δυτικού φιλελευθερισμού και των καπιταλιστικών αγορών, κοσμική και εξωστρεφής, στηρίζει τον εξορθολογισμό και τον ανταγωνισμό, ευνοεί τους διεθνείς δεσμούς και τις καινοτομίες. Ο μετεωρισμός μας έναντι αυτού του δυισμού, εμποδίζει την οριστική ρήξη με το παρελθόν (ο.π., σ.111-112).
            Εν τέλει, ο Αλεξάκης θεωρεί ότι η πορεία προς τον εκσυγχρονισμό περνά μέσα από την ανάδειξη των μεταρρυθμιστικών δυνάμεων σε ηγετικές θέσεις ώστε καταρτίζοντας ένα κοινωνικό συμβόλαιο να αναμορφώσουν με ορθολογικούς κανόνες και απρόσωπες σχέσεις το πολιτικό σκηνικό, ‘σπάζοντας’ τον επικρατούντα δυισμό. Στο εύρος και την ταχύτητα εφαρμογής των παραπάνω, σημαντικό ρόλο θα παίξουν οι πιέσεις του διεθνούς περιβάλλοντος και της ΕΕ για ισότιμη συμμετοχή μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση (ο.π., σ.122).

 Ο Κ. Τσουκαλάς και το φαινόμενο των Free-Riders
            Ο Τσουκαλάς αναγνωρίζει την ανάγκη συμβάδισης της Ελλάδας με την ΕΕ και τη δύση ως μια ομόθυμη εθνική προτεραιότητα, παρόλο που τα ισχύοντα πρότυπα οικονομικής συμπεριφοράς εμποδίζουν τις εκσυγχρονιστικές επιλογές. Οι δομές εμφανίζουν αντίσταση στις μεταρρυθμίσεις, παρά την πολιτική βούληση και παρά την αποδεδειγμένη στατιστικά επιτυχία των Ελλήνων στην επιδίωξη των ατομικών τους στόχων. Η κοινωνική οργάνωση όμως στην Ελλάδα δεν είναι συμβολαιακή και δεν προϋποθέτει διαχωρισμό ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας με εσωτερίκευση ορθολογικών κανόνων, που υποτάσσουν το ατομικό στο συλλογικό συμφέρον. Αντίθετα εμφανίζει φαινόμενα συμπεριφοράς free-rider, όπου τα άτομα παραβαίνουν ή ‘λυγίζουν’ τους κανόνες της αγοράς που αποτελούν αυτονόητη πολιτισμική προϋπόθεση ορθολογικής συμπεριφοράς για την προστασία από την αναρχία (Τσουκαλάς, 2008, σ218-220).
            Τα πρότυπα λογικής και κανόνων που τίθενται πρέπει επίσης να ελέγχονται διαρκώς από μια κοινωνία πολιτών που λειτουργεί σαν διαιτητής ή διαμεσολαβητής ανάμεσα στα ατομικά και συλλογικά συμφέροντα, αναπαράγοντας τις αναγκαίες ρυθμίσεις. Προϋπόθεση βέβαια είναι να υπάρχει μια απρόσωπη κοινωνική ενσωμάτωση, που να εσωτερικεύει την ανάγκη πειθαρχίας περιορίζοντας την ανομική συμπεριφορά. Στην Ελλάδα η απουσία της εσωτερικευμένης δυτικής φιλελεύθερης ηθικής, ενεργοποιεί την ατομοκεντρική ορθολογικότητα εις βάρος της συλλογικής και σε ένα περιβάλλον χωρίς ισχυρή εποπτική δομή, υποθάλπει τα free-rider φαινόμενα. Η δυνατότητα να ξεγελάσεις το νόμο, ακόμα και αν υπάρχει στη δύση, σταματά στον εσωτερικευμένο έλεγχο της συμπεριφοράς που έχει παγιωθεί συνειδησιακά ως ηθικό σύστημα αξιών (ο.π., σ.221-223).
            Η επιβολή εκ των άνω των νέων προτύπων συμπεριφοράς είναι ιδιαίτερα δύσκολη και στην Ελλάδα υπάρχει μια παράδοση που στηρίζεται στην οικογενειακή και συγγενική αλληλεγγύη και τα πελατειακά δίκτυα προσωπικής αμοιβαιότητας κατ’ αναλογία με το πολιτικό σύστημα. Στην Ελλάδα η έννοια του καθήκοντος δεν απορρέει από κανονιστικούς κώδικες ή ένα εσωτερικό σύστημα ηθικής που συναρτάται με το συμβολαιακό λόγο. Έτσι δεν υπήρξε ποτέ πριν από μια κανονιστική διευθέτηση η ιδεολογική ζύμωση που να αμβλύνει την αντίσταση των δομών στις δυτικού τύπου προσαρμογές (ο.π., σ.224-225).
            Ο πολιτικός λόγος υπήρξε πάντα λαϊκιστικός και η παγιωμένη νοοτροπία ταύτιζε την ελευθερία με ανευθυνότητα έναντι του συνόλου και των νόμων. Τα κριτήρια της φιλελεύθερης ορθολογικότητας δεν βρήκαν  ποτέ ανταπόκριση σε ένα τόπο όπου το κοινωνικό σύνολο αποτελεί πεδίο επιδίωξης του ατομικού συμφέροντος. Εργασιακό ήθος, αγοραία εντιμότητα, αξιοπιστία και συμμόρφωση σε κανόνες, ποτέ δεν παγιώθηκαν ως αξίες και μάλιστα χλευάστηκαν ως ξενόφερτες επιλογές. Όλα αυτά καθιστούν τη χώρα μετέωρη καταμεσής των διαφόρων ιδεών, μηχανισμών και αποφάσεων (ο.π., σ.226-229).
            Ο Τσουκαλάς παραθέτει παραδείγματα από την αγορά εργασίας που καταδεικνύουν την Ελλάδα ως χώρα-θαύμα που αναπτύσσεται χωρίς να παράγει και μάλιστα με παραδοσιακές προνεωτερικές δομές. Η πολυσθένεια, ο συνδυασμός δημόσιας εργασίας και αυτοαπασχόλησης και η ύπαρξη αδήλωτων μορφών αφανούς εισοδήματος, καθιστούν τους Έλληνες προσοδούχους και την αμοιβή δικαίωμα και όχι συμβολαιακή ανταπόδοση της εργασίας. Οι κώδικες ηθικής είναι συμβατοί με τις free-rider πρακτικές και τον καιροσκοπισμό. Εν συνεχεία ο Τσουκαλάς χρησιμοποιεί το παράδειγμα της εκπαίδευσης, για να καταδείξει πως μέσα από αυτήν παγιώνεται στη νέα γενιά αυτό το στρεβλό εργασιακό ήθος, που καθιστά δύσκολο το εγχείρημα της εσωτερίκευσης του πειθαρχικού ελέγχου και αναπαράγει τους free-riders (ο.π., σ.230&232&234&236-237&246).
            Εν τέλει, εμείς οι Έλληνες προβάλουμε σθεναρή αντίσταση στις εκσυγχρονιστικές προσπάθειες. Τα οικογενειοκεντρικά δίκτυα αξιών και σχέσεων αναιρούν τους αφηρημένους δυτικότροπους κώδικες κανόνων, η πολυσθένεια δραστηριοτήτων με πυλώνα τη δημόσια απασχόληση εντείνει την κρατολατρεία, ο εκδημοκρατισμός λειτούργησε προσχηματικά για την επιλεκτική αναδιανομή προσόδου, η εκπαίδευση επέλεξε την απόκτηση του τυπικού προσόντος (πτυχίο = εισιτήριο διορισμού) έναντι της γνωσιακής επίτευξης και όλα αυτά έχουν καταστεί στη συνείδηση μας εθνικό κοινωνικό κεκτημένο. Η προσέγγιση του τέλους της πλάνης λόγω του ανταγωνισμού και της συμφόρησης υπό μηδενική ανάπτυξη, θα καταρρίψει την οφθαλμαπάτη και ίσως οδηγήσει σε επαναπροσδιορισμό του αξιακού υπόβαθρου. Σε συνδυασμό με την πολιτική συναίνεση για την αναγκαιότητα γόνιμων μεταρρυθμίσεων, ίσως είναι πιο ανεκτή πλέον μια διαφορετική προσέγγιση, ακόμα και αν δεν έχει ακόμα μειωθεί ο φόβος για αναδιανομή εισοδήματος και επέκταση ανισοτήτων και φτώχειας (ο.π., σ.242&245-248).
 
Η Ρ. Παναγιωτοπούλου και η συλλογική ανορθολογικότητα
            Η Παναγιωτοπούλου εκκινεί από τη διαπίστωση ότι μεταπολιτευτικά ξεκίνησε μια περίοδος δημοκρατικής σταθερότητας που σε συνδυασμό με την ευρωπαϊκή ένταξη, δημιοήργησαν προϋποθέσεις για διαδικασίες εκσυγχρονισμού των δομών. Υπό αυτή την έννοια υπήρξαν κάποιες θεσμικές μεταβολές, που όμως δεν καταπολέμησαν την ρευστότητα των κοινωνικών σχέσεων και της κοινωνικής ενσωμάτωσης των πολιτών. Η κοινωνική συνοχή υπήρξε ευκαιριακή και πρόχειρη, με γνώμονα την οικογενειακή και ατομική ανέλιξη, χωρίς ηθικές δεσμεύσεις και κανόνες για το συλλογικό συμφέρον (Παναγιωτοπούλου, 2008, σ.249-250).
            Στην οι κοινοτικές ενισχύσεις κατευθύνθηκαν σε επιδοτήσεις και απαλλαγές που ενίσχυσαν την εργασία έναντι του κεφαλαίου. Η μείωση των ανισοτήτων και η βελτίωση του τρόπου ζωής συμβάδισαν με την παραοικονομία και την αναδιανομή κρατικών πόρων, έτσι ώστε η κοινωνική πόλωση να μεταφερθεί  από τη σχέση κράτους-πολίτη στη σχέση των κοινωνικών ομάδων μεταξύ τους. Η ενίσχυση των πελατειακών σχέσεων των κομμάτων εξουσίας νομιμοποίησε στις συνειδήσεις των πολιτών την εξυπηρέτηση των ‘ημετέρων’ ως αυτονόητη ανταμοιβή για την πολιτική συμμετοχή τους (ο.π., σ.251-253).
            Η αυταρχική κρατική παρέμβαση κυριάρχησε στην ενσωμάτωση των μεσαίων στρωμάτων μέσω της επιλεκτικής επιχορήγησης με κομματικά κριτήρια, καθιστώντας τις ορθολογικές διεκδικήσεις ανέφικτες. Οι συγκεντρωτικές κομματικές δομές ενίσχυσαν περεταίρω τη δημιουργία πελατειακών σχέσεων. Η πολυαπασχόληση των νοικοκυριών εδραιώνεται ως στρατηγική, συνδυάζοντας την μισθωτή εργασία και την αυτοαπασχόληση με αδήλωτες μορφές παραοικονομίας, προκειμένου να βελτιωθεί το επίπεδο διαβίωσης. Οι παραπάνω στρατηγικές καθίστανται τμήματα μιας καθιερωμένης νοοτροπίας που αναπαράγεται από γενεά σε γενεά (ο.π., σ.254).
            Το εκσυγχρονιστικό αίτημα εντάθηκε μετά την ένταξη στην ΕΟΚ. Η σύνταξη ενός κοινωνικού συμβολαίου με απρόσωπες ορθολογικές σχέσεις πολίτη και εξουσίας, κατέστη σιγά σιγά επιτακτική. Όμως τα οικονομικά προβλήματα και τα δημοσιονομικά ελλείμματα οδήγησαν σε απογοητεύσεις και δυσπιστία, με αποτέλεσμα την αμυντική αναμονή των Ελλήνων. Το γεγονός ότι οι πελατειακές σχέσεις έφτασαν στα όρια της αποδοτικότητάς τους, επιτείνει τη δυσαρέσκεια έναντι του συστήματος και την κυνική αδιαφορία των πολιτών. Η εκσυγχρονιστική ανάπτυξη ευρωπαϊκού τύπου απαιτεί συλλογική πειθαρχία και ορθολογική απώλεια κεκτημένων, απαιτεί θυσίες συλλογικές που δεν είναι εφικτές όσο αμφισβητείται η αποτελεσματικότητά τους και κυρίως όσο αμφισβητείται η επιμεριστική δικαιοσύνη του κράτους (ο.π., σ.256-257).
            Οι Έλληνες λοιπόν επιδεικνύουν σχετική αντίσταση γιατί το κράτος δε διαχώρισε ποτέ επαρκώς τη δημόσια από την ιδιωτική σφαίρα. Η υπαγωγή του ατομικού συμφέροντος στο συλλογικό δεν καθίσταται αναγκαιότητα, γιατί οι κρατικές δομές δεν δημιούργησαν πραγματικές ηθικές και πολιτικές δεσμεύσεις όπως στη δύση. Στην Ελλάδα η οικογένεια και η συγγένεια διαμορφώνουν το πλαίσιο δεσμεύσεων και το ανεξάρτητο άτομο δεν εκλαμβάνεται ως φορέας κατακτημένων δικαιωμάτων αλλά ως οργανικό τμήμα της οικογένειας. Δημιουργείται έτσι μια διχοτομική αντίληψη περί των ‘δικών μας’ και των ‘άλλων’ που διαπερνά τη σφαίρα κοινωνικής δράσης, καθιστώντας την οικογένεια θεμέλιο λίθο της κοινωνίας και πρότυπο αναπαραγωγής των κοινωνικών αξιών της μεσαίας τάξης (ο.π., σ.258-259).
            Η περιορισμένη ανάπτυξη του κράτους πρόνοιας, αντισταθμίστηκε από την ανάπτυξη κλειστών κοινωνικών σχέσεων και από ένα οικογενειακό ηθικό κώδικα με στοιχεία άναρχου ατομικισμού και ενστικτώδους εγωισμού για το τι σημαίνει ελευθερία. Η συλλογική ευθύνη μετατρέπεται σε εγωιστική άρνηση και η συνεχής ανορθολογική λειτουργία που έχει παγιωθεί, οδηγεί τους πολίτες σε μια αυθόρμητη εξοικείωση. Έτσι παρατηρείται συνδυασμός ορθολογικών (σε ατομικό επίπεδο) και ανορθολογικών (σε επίπεδο συμμετοχής σε συλλογικά υποκείμενα) συμπεριφορών, με στόχο την υπέρβαση ή παράκαμψη των κανονιστικών ρυθμίσεων (ο.π., σ.260-261)
            Η υποχρέωση αλληλεγγύης περιορίζεται στο οικογενειακό περιβάλλον, πραγματώνοντας ένα ‘ατομοκεντρικό σχετικισμό’ και μια συγκυριακή και αντιφατική τήρηση κανόνων, πράγμα που οδηγεί σε αποτυχία τις μεταρρυθμίσεις που από τη φύση τους απαιτούν ως προϋπόθεση την ηθική αμοιβαιότητα. Ο Έλληνας καταφεύγει στο κυνήγι του εφήμερου στο βαθμό που δεν θίγεται το οικογενειακό συμφέρον, αποφεύγοντας τη μακροχρόνια δέσμευση σε κανόνες. Αυτό τορπιλίζει την εμπιστοσύνη στον οποιοδήποτε μακροχρόνιο προγραμματισμό που απαιτεί τήρηση κανόνων, σκιαγραφώντας μια διχασμένη ταυτότητα: από τη μια το οικογενειακό συμφέρον γεννά ορθολογικές ατομικές επιλογές κοινωνικής ανέλιξης και από την άλλη η έλλειψη αμοιβαιότητας στην τήρηση κανόνων επιτείνει τον αμοραλισμό. Σε συνδυασμό με το ομιχλώδες κανονιστικό πνεύμα της δημόσιας διοίκησης, τη ρευστότητα αξιών και το γενικό φορμαλισμό του συστήματος, η Παναγιωτοπούλου θεωρεί δύσκολη την αναστροφή των ατομοκεντρικών πρακτικών (ο.π., σ.262-263).

ΜΙΑ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
            Από την παράθεση των βασικών στοιχείων των τριών κειμένων μπορούμε να πούμε ότι οι συγγραφείς κάνουν όλοι μια βασική παραδοχή που αποτελεί ταυτόχρονα κομβικό αίτιο αποτυχίας των εκσυγχρονιστικών μεταρρυθμίσεων. Στην Ελλάδα δεν οικοδομήθηκε ποτέ ένα κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ του κράτους και των πολιτών που να διαχωρίζει την ιδιωτική από τη δημόσια σφαίρα, καθορίζοντας με τρόπο απρόσωπο ένα σύνολο ορθολογικών κανόνων και ηθικών επιταγών. Χωρίς αυτό το συμβόλαιο και τους κανόνες, δεν κατέστη δυνατό να εσωτερικευτεί το αξιακό πλαίσιο φιλελεύθερης ηθικής, που ρυθμίζει την προτεραιότητα του συλλογικού συμφέροντος έναντι της ατομικιστικής επιδίωξης (ανάγοντας την προσωπική ‘θυσία’ σε μελλοντική επένδυση ώστε μέσα από το κοινό καλό να επιτευχθεί και το ατομικό). Χωρίς αυτό το πλαίσιο δεν μπορεί να καταστεί βιώσιμο ένα μακροχρόνιο μεταρρυθμιστικό σχέδιο που απαιτεί από τον καθένα μια μορφή απώλειας (προνομίων ή εισοδήματος) χωρίς άμεσο αντιστάθμισμα.
            Επίσης οι συγγραφείς συμφωνούν ότι η ανυπαρξία συμβολαίου συνεπικουρείται από τα κομματικά δίκτυα πελατειακών σχέσεων που κατέστησαν την πολιτική συμμετοχή ως μια μορφή συναλλαγής. Στα δίκτυα αυτά οι σχέσεις δεν είναι απρόσωπες και καθίστανται πατρωνικές εντάσσοντας τους πολίτες στο σύστημα με τρόπο κάθετο και λαϊκίστικο. Το αποτέλεσμα είναι να λησμονείται η ανάγκη αλληλεγγύης και να αναπτύσσεται ο άκρατος ατομικισμός, που εκφράζεται με τον αγώνα για αποτελεσματικότερη πρόσβαση στο κομματικό σύστημα διανομής προνομίων. Ειδικότερα ο Τσουκαλάς αναλύει την περιγραφή μιας free-rider συμπεριφοράς, που εκφράζει την κατ’ εξοχήν εγωιστική παράκαμψη των θεσμοθετημένων κανόνων για ατομικό όφελος.
            Και οι τρεις επίσης αναφέρονται στην ανάγκη της ύπαρξης μιας κοινωνίας των πολιτών που θα λειτουργεί σαν ενοποιητική ύλη στο σύστημα πολίτη-κράτους, διαμεσολαβώντας το συλλογικό συμφέρον πριν την τελική κανονιστική ρύθμιση. Στην Ελλάδα η κοινωνία των πολιτών ήταν πάντα ισχνή ή συντεχνιακή και εξαρτώμενη από κρατικές επιχορηγήσεις. Μόνο τα τελευταία χρόνια η ανάπτυξη των ΜΚΟ κατάφερε να αντισταθμίσει την ανυπαρξία του κράτους πρόνοιας και αυτό για όσο η οικονομική κρίση το επέτρεπε.
            Η πολυσθένεια είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό που Τσουκαλάς και Παναγιωτοπούλου τονίζουν ως εγγενές της ελληνικής περίπτωσης, δηλαδή ο κατακερματισμός της εργασίας και η ύπαρξη αφανών εσόδων που τονίζουν τον καιροσκοπισμό αποτελώντας παγιωμένη νοοτροπία. Οι ίδιοι επίσης συγγραφείς δίνουν έμφαση στο συνδυασμό ατομοκεντρικού σχεδιασμού και ανυπαρξίας αξιακού πλαισίου σε σχέση με τη θέση της οικογένειας. Η οικογένεια αποτελεί το μοναδικό πλαίσιο δεσμεύσεων, που μέσα από τις κλειστές κοινωνικές σχέσεις της ρυθμίζει τις ατομικές επιλογές και μια κατά το δοκούν αλληλεγγύη. Ο Αλεξάκης είναι περισσότερο επικεντρωμένος στα ιστορικά στοιχεία που καθιέρωσαν μια στρεβλή πραγματικότητα όπως η νομή εξουσίας από τις ελίτ, ο διογκούμενος κρατισμός και παλαιοκομματισμός, ο αποκλεισμός των αντιφρονούντων από το αστυνομικό κράτος.
            Αλεξάκης και Παναγιωτοπούλου πρωτίστως και λιγότερο ο Τσουκαλάς, μιλούν για ένα ανυπέρβλητο δίλλημα που αντιμετωπίζει ο Έλληνας αμφιταλαντευόμενος μεταξύ δύο πορειών. Μιλούν για τον δυισμό ανάμεσα στον εκσυγχρονισμό και την παραδοσιοκρατία και τη διχασμένη ταυτότητα μεταξύ των ατομικών επιλογών και των συλλογικών κανόνων. Αλεξάκης και Τσουκαλάς χρησιμοποιούν τον όρο ‘μετεωρισμός’ για να δείξουν την τραγική αμφιταλάντευση. Ο Τσουκαλάς όμως προχωρά σε μια πιο εμπεριστατωμένη ανάλυση των δεικτών για να δείξει ότι η Ελλάδα αποτελεί ένα πρωτόγνωρο παράδειγμα μηδαμινής παραγωγικότητας και βιοτικής ανάπτυξης, που όμως πλέον ‘σκάει’ σαν φούσκα απελευθερώνοντας τις αγκυλώσεις και την αμετροέπεια μιας εφήμερης πλάνης.
            Τελικά το σύνηθες αποτέλεσμα όλων των προσπαθειών είναι η υποχώρηση έναντι της αντίστασης που επιδεικνύουν οι δομές αλλά και οι πολίτες στις μεταρρυθμίσεις, παρά την πολιτική βούληση των κυβερνώντων. Ο ελλιπής διαχωρισμός ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας στη βάση συναλλακτικών σχέσεων κράτους-πολίτη ενισχύει τη δυνατότητα αντίστασης και τις αμφίδρομες μορφές εξάρτησης. Ο Αλεξάκης θεωρεί ότι η εγκαθίδρυση μεταρρυθμιστικών δυνάμεων στην εξουσία υπό την πίεση της ΕΕ, μπορεί να οδηγήσει σε σύνταξη κοινωνικού συμβολαίου ορθολογικών κανόνων. Η πρακτική έχει δείξει ότι αυτό δεν ήταν αρκετό στο πρόσφατο παρελθόν. Ο Τσουκαλάς θεωρεί ότι το τέλος της πλάνης και η γενική δυσαρέσκεια είναι περισσότερο πιθανό να δημιουργήσουν ανοχή απαραίτητη για επαναπροσδιορισμό του αξιακού υπόβαθρου. Ίσως έχει δίκιο στο βαθμό που η ένταση της αγανάκτησης θα είναι αρκετή να υπερκεράσει την υπεραξία που προσφέρουν οι συναλλακτικές σχέσεις πολίτη-κράτους και το κόστος των θυσιών. Τέλος η Παναγιωτοπούλου εμφανίζεται απαισιόδοξη για το μέλλον των μεταρρυθμίσεων θεωρώντας ότι η δύναμη της ατομοκεντρικής κουλτούρας είναι τόσο παγιωμένη που δεν μπορεί να αντικατασταθεί από μια συμβολαιακού τύπου ορθολογική πρακτική.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ: ΠΡΟΣΕΓΓΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ …. ‘POINT OF NO RETURN
             Διανύουμε τη μετανεωτερική εποχή της παγκοσμιοποίησης και της (φαινομενικής) προσπάθειας σύγκλισης των λαών και των κοινωνιών σε ένα μοντέλο συνολικής ρύθμισης της προόδου και της ανάπτυξης βάσει κοινών κανόνων και παραδοχών. Η χώρα μας τυπικά αποτελεί ενεργό μέλος αυτής της προσπάθειας με όχημα την ΕΕ και πρέπει να λειτουργεί και να συνδράμει βάσει των συμπεφωνημένων, σαν ένα σύγχρονο και ευνομούμενο κράτος (τουλάχιστον έτσι ισχυριζόμαστε δημοσίως). Παρατηρείται όμως μια ανοιχτή και εξόφθαλμη αντίθεση εσωτερικά, ανάμεσα σε ότι τυπικά ισχυριζόμαστε ως κράτος και σε ότι εκφράζουν και βιώνουν καθημερινά οι πολίτες σε ατομικό επίπεδο.
            Οι φωνές αγανάκτησης και αρνητικής σύγκρισης των ελληνικών υπερδομών με τις αντίστοιχες των εταίρων μας και με την εν γένει επικρατούσα κοινωνικο-πολιτική κατάσταση, υποδεικνύουν ότι η λειτουργία του συστήματος είναι προβληματική. Ειδικότερα σήμερα που οι φωνές αυτές ξεφεύγουν από την εύκολη και αυτονόητη στοχοποίηση του ‘κράτους’ και ανάγονται στην εγγενή φιλοσοφία, σκέψη και δράση των επιμέρους κοινωνικών ομάδων και ατόμων που το απαρτίζουν (τελικά ‘μαζί τα φάγαμε’ ?). Το πεδίο δηλαδή του σχολιασμού έχει μεταφερθεί από την κακοφτιαγμένη δημόσια διοίκηση στην κακώς ‘φτιαγμένη’ εγγενή τάση του εγώ μας να προβάλει αντίσταση σε κάθε τι ξενόφερτα νέο, ακόμα και αν είναι πιστοποιημένα απαραίτητο.
            Το παραπάνω υποδηλώνει ότι έχουμε να κάνουμε με μια προβληματική εκ βάθρων οικοδόμηση του ελληνικού κοινωνικο-πολιτικού συστήματος, πράγμα που αν τελικά ισχύει θα απαιτήσει μια πλήρη αναπροσαρμογή ρόλων και κανόνων αλλά και (πράγμα δυσκολότερο) μια θεωρητική αναθεώρηση του τρόπου με τον οποίου οι ίδιοι ως άτομα θεσμίζουμε και αντιλαμβανόμαστε τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις μας εντός του κοινωνικού συνόλου. Θα πρέπει δηλαδή να δράσουμε θεμελιακά γκρεμίζοντας το παθογόνο κατασκεύασμα και ξαναφτιάχνοντας τη σχέση μας με το κράτος με νέα ‘συμφωνημένα’ καθαρά υλικά.
            Η έως τώρα εκ των άνω προσπάθεια επιβολής μιας εκ βάθρων μετάλλαξης έχει αποτύχει για λόγους που προαναφέρθηκαν από τους τρεις συγγραφείς. Όσο και αν θεωρητικά υπάρχει συναινετική παραδοχή της υφιστάμενης ανάγκης για μεταβολή, η θυμική αντίσταση μας υποδηλώνει ότι μόνο μια ακραία και σοκαριστική δόση συνειδητοποίησης του απώτερου σημείου χωρίς επιστροφή, μπορεί να μας ταρακουνήσει. Το πρόβλημα είναι ότι με ιδιαίτερα νωπή την αδυσώπητη οικονομική κρίση και τις παραφυάδες της, καθώς και την εκλογική αναμέτρηση που προσφέρει πρωτόγνωρα μηνύματα, ο χρόνος και οι δυνατότητες μας για επιλογές από ένα ‘α λα καρτ’ μενού λύσεων μειώνονται συνεχώς.
            Το point of no return είναι εκεί μπροστά μας σε κοινή θέα και δυστυχώς έχοντας απολέσει προ πολλού τη δυνατότητα ποιοτικής και ιδεολογικής ανάλυσης και αξιολόγησης του μίγματος καπιταλιστικών και διαρθρωτικών αλλαγών, είμαστε αναγκασμένοι να εφαρμόσουμε ‘πακέτο’ κάποιες από αυτές ανεξάρτητα από τις επιπτώσεις τους. Αν γίνει το πρώτο βήμα και α-προσωποποιήσουμε το κράτος στη βάση καθολικών συμβολαιακών κανόνων, ίσως να είμαστε σε θέση μετά την πρώτη (αιματηρή μεν αλλά αναγκαία) εξισορρόπηση, να διαπραγματευτούμε στη βάση μιας ιδεολογικής και συναινετικής προσπάθειας, τον τρόπο και τον χρόνο της τελικής μας προσαρμογής.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • ΑΛΕΞΑΚΗΣ, Μ., (2008), «Καθένας για το Εαυτό του και Όλοι  Εναντίων Όλων: Θέσμιση του Δημόσιου Χώρου, Πολιτική Κουλτούρα και Κοινωνικές Συγκρούσεις στην Ελλάδα», στο Μ. Αλεξάκης, Α. Αφουξενίδης και λοιποί, Ειδικά Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού – Ανθολόγιο, Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, κεφ. 4, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
  • ΤΣΟΥΚΑΛΑΣ, Κ., (2008), «‘Τζαμπατζήδες’ στη Χώρα των Θαυμάτων: Περί Ελλήνων στην Ελλάδα», στο Μ. Αλεξάκης, Α. Αφουξενίδης και λοιποί, Ειδικά Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού – Ανθολόγιο, Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, Παράρτημα Ι, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
  • ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ, Ρ., (2008), «Ορθολογικές Ατομοκεντρικές Πρακτικές στα Πλαίσια ενός ‘Ανορθολογικού’ Πολιτικού Συστήματος», στο Μ. Αλεξάκης, Α. Αφουξενίδης και λοιποί, Ειδικά Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού – Ανθολόγιο, Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, Παράρτημα ΙΙ, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
 

© ΙΖ 2012

 

ΕΠΟ 42 (Ειδικά Θέματα Ευρ. Πολιτισμού) - 3/2012


ΜΑΡΤΙΟΣ 2012

ΘΕΜΑ
Ποιά από τις δύο έννοιες ερμηνεύει καλύτερα τις μεταβολές στη σύγχρονη κοινωνία; Η κοινωνική τάξη ή το κοινωνικό φύλο; Να δείξετε με ποιο τρόπο οι δύο αυτές έννοιες συσχετίζονται

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                 
◦ Κοινωνικός διαχωρισμός και τύποι κοινωνικής στρωμάτωσης 
◦ Η συμβατική ταξική θεωρία και η σημασία της μελέτης του φύλου
◦ Η εκπαίδευση ως πεδίο μελέτης ταξικών & έμφυλων διαφορών           
◦ Η ενσωμάτωση του φύλου στην παραδοσιακή ταξική θεώρηση
◦ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ                             
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Το παρόν θέμα πραγματεύεται την εισαγωγή του φύλου ως παράγοντα διαμόρφωσης των διαδικασιών κοινωνικής ιεράρχησης και ταξινόμησης στη σύγχρονη κοινωνία. Συγκεκριμένα τον τρόπο που μεταβάλλονται οι παραδοσιακές θεωρίες κοινωνικής στρωμάτωσης προκειμένου να λάβουν υπόψη ή να ενσωματώσουν τη διάσταση του φύλου στον καθορισμό των κοινωνικών σχέσεων.
            Αρχικά θα γίνει μια σύντομη τοποθέτηση των βασικών εννοιών (τάξη, στρώμα, φύλο) και του τρόπου που διαμορφώνουν τις παραδοσιακές προσεγγίσεις κοινωνικού διαχωρισμού. Με την εισαγωγή της έννοιας του φύλου θα περιγραφούν οι παράγοντες που επιβάλουν τον συνυπολογισμό της έμφυλης διάστασης στις σύγχρονες κοινωνικές αναλύσεις. Ακολούθως θα παρουσιαστούν συνοπτικά οι βασικές θέσεις των κύριων θεωρητικών της παραδοσιακής ταξικής προσέγγισης, οι σπουδαιότερες κριτικές που διατυπώθηκαν σε αυτές και εν τέλει οι θέσεις των υποστηρικτών της ανάδειξης του φύλου ως καθοριστικού παράγοντα διαμόρφωσης των κοινωνικών σχέσεων.
            Στη συνέχεια θα γίνει μια παραδειγματική ανάλυση της έμφυλης διάστασης στον τομέα της εκπαίδευσης προκειμένου να διαφανεί η εμπειρική πραγματικότητα σε αντιδιαστολή με την θεωρητική προβληματική. Με άξονα την παραδειγματική παρουσίαση της επίδρασης του φύλου στην εκπαιδευτική διαδικασία, Στα συμπεράσματα θα εξεταστεί η περίπτωση ένταξης του φύλου στην ταξική προσέγγιση ως απότοκο της ανάγκης να συνδυαστούν με σύγχρονο πολυδιάστατο τρόπο οι βασικές παράμετροι κοινωνικής διαφοροποίησης.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΥΠΟΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΣΤΡΩΜΑΤΩΣΗΣ
            Αποτελεί γεγονός ότι οι άνθρωποι διαφέρουν μεταξύ τους έτσι ώστε σε όλες τις κοινωνίες να σχηματοποιούνται ομάδες που ‘ενώνονται’ βάσει κάποιων κοινών χαρακτηριστικών ή κοινών επιδιώξεων και συμφερόντων. Ο κοινωνικός διαχωρισμός περιγράφει αυτή ακριβώς τη διαίρεση και ταξινόμηση των διάφορων κοινωνικών ομάδων βάσει των ιδιαίτερων στοιχείων και χαρακτηριστικών τους. Ο όρος ‘στρωμάτωση’ χρησιμοποιείται συχνά για να εκφράσει την πολυεπίπεδη ιεράρχηση των κοινωνικών ομάδων σε αντιστοιχία με τα γεωλογικά στρώματα του γήινου εδάφους. Η ιεράρχηση αυτή γίνεται με κριτήρια που συνήθως εκφράζουν μια συγκεκριμένη προσέγγιση και αντίληψη για τον τρόπο και το είδος της ταξινόμησης των ομάδων (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.163).
            Η συμβατική παραδοσιακή προσέγγιση κοινωνικού διαχωρισμού μιλά για διαίρεση της κοινωνίας σε τάξεις με κύριο εκφραστή της τον Μαρξ. Βέβαια η τάξη ως έννοια προϋπήρχε του Μαρξ ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα με κορύφωση κατά την Γαλλική Επανάσταση όμως ο μαρξισμός προσέφερε τα εργαλεία για το σχηματισμό μιας θεωρίας που βασισμένη στον οικονομικό συσχετισμό σχηματοποίησε μια ιδιαίτερη συλλογική ταυτότητα (Πετράκη, 2006, σ.37-38). Η τάξη αντανακλά δομικές θέσεις και ανταγωνιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας στα πλαίσια του οικονομικού συστήματος της αστικής κοινωνίας όπου επικρατούν οικονομικές ανισότητες και μορφές εκμετάλλευσης. Οι σχέσεις των ομάδων καθορίζονται από το βαθμό κατοχής των μέσων παραγωγής και δημιουργούν δύο βασικές κατηγοριοποιήσεις, τους κατέχοντες τα μέσα αστούς και τους έχοντες μόνο την εργασία εργάτες. Ακόμα και αν υπάρχουν άλλες κοινωνικές ομάδες σταδιακά θα πολωθούν γύρω από τις δύο προαναφερόμενες (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.164).
            Στα πλαίσια της συμβατικής προσέγγισης εντάσσεται και η Βεμπεριανή έννοια της στρωμάτωσης της κοινωνίας, όπου οι διαφορές ομάδες ιεραρχούνται κατά θέσεις και καθορίζουν τον τρόπο ζωής τους βάσει κριτηρίων γοήτρου, δύναμης και κύρους, που αντανακλούν τις υφιστάμενες σχέσεις εξουσίας. Ο Βέμπερ δε μένει μόνο σε δύο βασικές κατηγορίες-στρώματα όπως ο Μαρξ και άρα δομεί ένα λιγότερο πολωτικό σχήμα. Στην πραγματικότητα ο διαχωρισμός σε στρώματα και ο διαχωρισμός σε τάξεις είναι δύο διαφορετικά συστήματα με διαφορετικά κριτήρια όμως εντάσσονται και τα δύο στη συμβατική προβληματική περί των κοινωνικών σχέσεων και διαχωρισμών. Επειδή και οι δύο ερμηνείες θεωρούν ότι οι κοινωνικές ανισότητες καθορίζουν την κοινωνική πραγματικότητα, η ταξική θεώρηση εντάσσεται στο επίκεντρο της παραδοσιακής προσέγγισης (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.163-164).
            Η συμβατική προσέγγιση δεν κάνει κάποια ειδική μνεία στο φύλο και οι σχετικές μελέτες δεν προχωρούν σε ιδιαίτερο συνυπολογισμό της παραμέτρου αυτής για τον καθορισμό του εισοδήματος ή του γοήτρου/δύναμης. Ο βασικός λόγος είναι ότι στο ταξικό σχήμα ο ρόλος της γυναικείας εργασίας ήταν δευτερεύον και ο καταμερισμός εργασίας καθορίζεται από το ρόλο του ‘άνδρα-κουβαλητή’. Μέχρι το 1970 στις δυτικές κοινωνίες οι κοινωνικές ανισότητες που εκφράζονται με όρους οικονομικής κυριαρχίας, προσδιόριζαν την ταξική διάκριση, εδραιώνοντας τη σημασία της ταξικής στρωμάτωσης (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.165 και Μοσχονάς, 2005, σ.244). Κάπου τότε όμως το έθνος, η φυλή, η θρησκεία και το φύλο αποτελούν παράγοντες της σύγχρονης πραγματικότητας που απαιτούν ανάλυση. Έτσι άρχισε να εξετάζεται και η σημασία του φύλου καθώς αυξήθηκαν τα νοικοκυριά που δεν ακολουθούσαν το μοντέλο του άνδρα-κουβαλητή, ενώ υπήρξε άρση των φραγμών της γυναικείας συμμετοχής στην κοινωνική ζωή και αντίστοιχα διεύρυνση της ένταξής της στην αγορά εργασίας. Η ταυτόχρονη ενίσχυση του φεμινιστικού κινήματος οδήγησε σε κριτική των υφιστάμενων θεωριών με θεωρητικοποίηση των έμφυλων διαχωρισμών (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.166-167).

Η ΣΥΜΒΑΤΙΚΗ ΤΑΞΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ
            Η συμβατική θεωρία περί της σχέσης ταξικής στρωμάτωσης και φύλου εκφράζεται κυρίως μέσα από το έργο του Βρετανού Goldthorpe (εφεξής G.) αλλά και από τον Parkin (εφεξής P.). Καταρχάς ο G. ακολουθώντας την προσέγγιση του Parsons θεωρεί την κοινωνική θέση όπως προκύπτει από το επίπεδο και τον τρόπο ζωής των μελών της οικογένειας, ως κυρίαρχη μορφή στρωμάτωσης στην αστική κοινωνία. Επίσης την θεωρεί καθολική επειδή τα άτομα πρέπει να μπορούν να αξιολογούν ηθικά για να λειτουργεί το κοινωνικό σύστημα (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.168 και Μοσχονάς, 2005, σ.245).
            Τοποθετεί λοιπόν στο επίκεντρο της στρωματικής ανάλυσης την οικογένεια και όχι το άτομο. Στο επίπεδο της οικογένειας η θέση πρέπει να διασφαλίζει την αλληλεγγύη μεταξύ των μελών ώστε να διατηρείται η ενότητά της. Στο επίπεδο της τοπικής κοινότητας θα πρέπει να ορίζεται με σαφήνεια η θέση κάθε οικογένειας άρα απαιτείται ισότητα θέσης μεταξύ των μελών της οικογένειας για να μην υπάρχει αίσθημα ανασφάλειας. Στο επίπεδο της κοινωνίας η θέση του ‘αρχηγού’ άντρα ως δεσμευόμενου να συμμετάσχει στην αγορά εργασίας εκπροσωπώντας την οικογένεια, καθορίζει την ταξική θέση αυτής. Η θέση της γυναίκας και των υπολοίπων μελών καθορίζεται έμμεσα και απορρέει από αυτήν του άντρα αρχηγού. Με αυτό το σκεπτικό ο G. τονίζει ότι δεν υπάρχει υποβάθμιση του ρόλου της γυναίκας γιατί η υποτιμημένη στην κοινωνική στρωμάτωση θέση της είναι δομικά καθορισμένη από την ιεράρχηση των δυτικών κοινωνιών και κατά συνέπεια δεν υπάρχει λόγος αποκατάστασής της (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.168-169 και Μοσχονάς, 2005, σ.245).
            Ο P. αποδέχεται μια μειονεκτούσα θέση της γυναίκας ειδικά σε θέματα ιδιοκτησίας, εργασίας και εισοδήματος, αλλά δεν θεωρεί ότι οι σχετικές έμφυλες ανισότητες είναι καθοριστικές της στρωμάτωσης. Η πλειοψηφία των γυναικών καθορίζεται σε επίπεδο προσόδου από τη θέση της οικογένειάς όπως αυτή ορίζεται από τον άντρα-αρχηγό. Αν και οι γυναίκες στο σύνολο μοιράζονται σήμερα περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά και κοινωνικές διεκδικήσεις, εν τούτοις η ταξική τους προέλευση όπως καθορίζεται από τον πατέρα ή τον σύζυγο οδηγεί σε εντυπωσιακές διαφοροποιήσεις. Υπάρχουν μεν κοινά μειονεκτήματα για όλες τις γυναίκες ανεξαρτήτου θέσης ή τάξης, όμως αυτά θα είχαν σημασία για τον συνυπολογισμό του φύλου ως στοιχείου της ταξικής στρωμάτωσης, μόνο αν ήταν σημαντικότερα του κύριου μειονεκτήματος τους που είναι αυτή ακριβώς η ταξική τους θέση. Δυστυχώς οι γυναίκες δεν κατέχουν στρατηγικές επαγγελματικές θέσεις άρα και διαπραγματευτική δύναμη αλλά ούτε και ενιαίο ταξικό μέτωπο για να βελτιώσουν την κατάστασή τους   (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.170).
            Η κριτική στην παραπάνω συμβατική θεώρηση επικεντρώθηκε σε δύο βασικά ερωτήματα : α/ η οικογένεια ή το άτομο είναι η καταλληλότερη μονάδα ανάλυσης της στρωμάτωσης ? β/ τι ρόλο παίζει η οικιακή εργασία στη στρωμάτωση ? Ως προς το πρώτο διαπιστώνεται ότι η συμβατική θεώρηση (είτε μαρξική είτε βεμπεριανή) απαρνείται τη σημασία του ατόμου για την ταξική ανάλυση καθώς η θέση της οικογένειας ταυτίζεται με το επάγγελμα του άντρα και άρα με τη θέση αυτού στην αγορά αποκλείοντας τελείως τη γυναίκα (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.171).
            Η Stanworth συγκεκριμένα τονίζει ότι η εργασία των παντρεμένων γυναικών αλλάζει τις προϋποθέσεις της ταξικής τους θέσης ενώ η φύση της οικογένειας δεν μπορεί να θεωρηθεί ενιαία ώστε να παραβλεφθεί η γυναίκα ως υποδεέστερο εργατικό δυναμικό χάριν της ταξικής ανάλυσης. Επιπλέον οι σύγχρονοι γάμοι χαρακτηρίζονται από σημαντική ταξική ασυμφωνία που η συμβατική προσέγγιση δεν μπορεί να διαφωτίσει (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.172). Ο G. βέβαια αντιλαμβάνεται ότι ο συνυπολογισμός των γυναικών στην εξίσωση θα ανατρέψει το ταξικό σύστημα αφού θα δημιουργηθούν νέες κατηγορίες οικογενειών όπου δεν θα μπορούν να εξαχθούν συμπεράσματα με την παραδοσιακή μέθοδο (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.173 και Μοσχονάς, 2005, σ.247).
            Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα η Stacey διαχωρίζει τη δημόσια από την ιδιωτική σφαίρα, τονίζοντας ότι η δεύτερη αν και εξίσου σημαντική δεν λαμβάνεται υπόψη. Υπάρχει διάκριση των ανισοτήτων που απορρέουν από την επαγγελματική ενασχόληση και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και αυτών που απορρέουν από το οικογενειακό σύστημα. Το φύλο δεν περιορίζεται στην οικιακή σφαίρα αλλά διαπερνά συνολικά την κοινωνία επηρεάζοντας και τις ευκαιρίες ζωής στη δημόσια σφαίρα και την άσκηση εξουσίας συνολικά (Μοσχονάς, 2005, σ248). Η οικιακή εργασία αν και απλήρωτη είναι σημαντική και οι ανισότητες καθορίζουν μια διττή ταξική θέση για τη γυναίκα που σχετίζεται και με την απασχόληση και με το οικιακό σύστημα (σχέσεις εντός της οικογένειας) (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.174 και Μοσχονάς, 2005, σ.244).
            Η Walby επισημαίνει ότι όσο αποσιωπείται η απλήρωτη οικιακή εργασία των νοικοκυρών ενώ η οικογένεια παραμένει ως μονάδα ανάλυσης, τόσο θα αποκρύπτονται οι ανισότητες του φύλου. Η οικιακή εργασία είναι μια ιδιαίτερη μορφή εργασίας και άρα οι νοικοκυρές αποτελούν ξεχωριστή τάξη. Αυτό υπονοεί μια πατριαρχική μορφή παραγωγής όπου ο άνδρας εκμεταλλεύεται την απλήρωτη γυναικεία εργασία εντός της οικογένειας. Ειδικότερα οι παντρεμένες εργαζόμενες έχουν μια διττή θέση ταξικά που προκύπτει και από την αμειβόμενη εργασία τους και από το ρόλο τους στο νοικοκυριό (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.174-175 και Μοσχονάς, 2005, σ.250).
            Η θεωρητική αντιπαράθεση του ’80 εξέλαβε μια άλλη μορφή τις επόμενες δεκαετίες περισσότερο συνδυαστική σε μια προσπάθεια συγκερασμού και συνυπολογισμού όλων των διαστάσεων. Ειδικότερα ο Mann επιδιώκει μια ενιαία θεώρηση για το φύλο και τη στρωμάτωση και ασκεί μια ευρύτερη κριτική στις δομικές και λειτουργικές προσεγγίσεις. Για τον M. δεν υφίσταται στη σημερινή εποχή η παραδοσιακή πατριαρχία καθώς η απασχόληση σήμερα αναδεικνύει τάξεις με καθολικά χαρακτηριστικά, ενώ τα κράτη πρόνοιας παρέχουν στις οικογένειες κοινωνικά δικαιώματα. Υπάρχουν όμως ‘νέο-πατριαρχικά’ στοιχεία στην κουλτούρα και τις αξίες των κρατών. Το φύλο και η τάξη μετασχηματίζονται παράλληλα έτσι ώστε η στρωμάτωση να γίνεται περίπλοκη και να μην διακρίνεται εύκολα ποιος παράγοντας παίζει κυρίαρχο ρόλο (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.176).

Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΩΣ ΠΕΔΙΟ ΜΕΛΕΤΗΣ ΤΑΞΙΚΩΝ & ΕΜΦΥΛΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ
            Ο τομέας της εκπαίδευσης και μάλιστα της πανεπιστημιακής προσφέρεται για την αναζήτηση των ανισοτήτων που σχετίζονται με το φύλο, μέσα από την διερεύνηση παραμέτρων όπως η επιλογή ειδικότητας, ο βαθμός ολοκλήρωσης σπουδών και η επαγγελματική αποκατάσταση μετά την αποφοίτηση. Η Lucey μετά από μια σχετική έρευνα διατείνεται ότι η τάξη δεν πέθανε ποτέ και εξακολουθεί να αποτελεί βασικό παράγοντα καθορισμού της ακαδημαϊκής επίδοσης και της συνολικής πορείας των σπουδαστών.
            Συνολικά οι εκπαιδευτικές επιδόσεις των γυναικών έχουν αυξηθεί θεαματικά τα τελευταία 20 έτη, όμως οι επιδόσεις αυτές χαρακτηρίζονται από την επιλογή κατευθύνσεων και μαθημάτων που παραδοσιακά θεωρούνται γυναικεία δηλαδή ανθρωπιστικές και κοινωνικές σπουδές. Κατά συνέπεια και η επιλογή εργασίας εξακολουθεί να ακολουθεί το πρότυπο αυτό συμβάλλοντας στη διαφοροποίηση της εργασίας με βάση το φύλο (Lucey, 2008, σ.269-270). Ο Παπαδόπουλος επιβεβαιώνει ότι οι φοιτητές παραμένουν δέσμιοι οικογενειακών, πατριαρχικών και άλλων δομών που αναπαράγουν τις κοινωνικές προδιαγραφές. Η επιτυχία σε ένα πανεπιστήμιο αποτελεί συνδυασμό άνισα κατανεμημένων κοινωνικοοικονομικών και εκπαιδευτικών χαρακτηριστικών που συνδέονται με την κοινωνική καταγωγή (Παπαδόπουλος, 2008Β, σ.4-5).
            Η τάξη παραμένει παράγοντας εκπαιδευτικής επιτυχίας που υπερβαίνει τη διαφοροποίηση του φύλου και αναπαράγει τις κοινωνικές ανισότητες. Η διαφορά στις επιδόσεις σε επίπεδο ταξικής προέλευσης υπερβαίνει κατά πολύ τη διαφοροποίηση μεταξύ αγοριών-κοριτσιών (Lucey, 2008, σ.270-271). Μεταπολεμικά η αύξηση των γυναικών στα πανεπιστήμια υπήρξε συνεχής και σταθερή σε βαθμό που η αναλογία με τους άντρες να είναι ισόρροπη. Η ταξική διαφοροποίηση κάνει την εμφάνισή της στην επιλογή του ιδρύματος βάσει κύρους και αναγνώρισης με πρωτοκαθεδρία της μεσαίας τάξης στην εισαγωγή στα γνωστά ιδρύματα έναντι της εργατικής. Η κοινωνική ιεραρχία εξασφαλίζει για τα τέκνα της τις προνομιούχες θέσεις και κατευθύνσεις (Lucey, 2008, σ.272-273).
            Από την έρευνα του Παπαδόπουλου προκύπτει ότι ένα μικρό μόνο ποσοστό γυναικών επιδιώκει συνέχιση σε ανώτερο επίπεδο σπουδών. Συγκεκριμένα μόλις μία στις δέκα γυναίκες επιδιώκει μεταπτυχιακές σπουδές και προτιμούν μια μορφή απασχόλησης μειωμένων προσδοκιών (δημόσιο) λόγω προβλημάτων πρόσβασης στην ανταγωνιστική αγορά εργασίας όπου οι άνδρες καταλαμβάνουν τις καλύτερες θέσεις. Ως προς τον τύπο επαγγέλματος όπου κατευθύνονται τα δύο φύλα, προκύπτει ότι οι γυναίκες καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης στο μισό από ότι οι άνδρες (Παπαδόπουλος, 2008Β, σ.8-9).
            Οι έρευνες της Lucey μεταξύ ομάδων γυναικών της εργατικής και μεσαίας τάξης κατέδειξαν ότι οι κοινωνικές διαφορές εμπεδώνονται και απεικονίζονται στη σχολική επίδοση. Η πορεία των γυναικών της μεσαίας τάξης ήταν πάντα ευθεία και ανοδική προς το πανεπιστήμιο ενώ των κοριτσιών εργατικής τάξης ήταν διακεκομμένη και αποσπασματική. Αυτό διαψεύδει μερικώς τις θεωρίες εξατομίκευσης που αντιτίθενται στους ταξικούς διαχωρισμούς. Οι θεωρητικοί της εξατομίκευσης θέτουν τη γυναίκα ως σύμβολο αλλαγής και ενσαρκωτή της παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας που αναγνωρίζει την αξία του ρίσκου, την αυτονομία και την αυτοεκπλήρωση. Τα εκπαιδευτικά άλματα των γυναικών τις τελευταίες δεκαετίες σε ένα δεύτερο επίπεδο ανάλυσης επαναφέρουν στο προσκήνιο την κοινωνική τάξη   (Lucey, 2008, σ.276-277 & 282-283).
            Ο Παπαδόπουλος από τις δικές του έρευνες καταλήγει ότι η ύπαρξη ανισοτήτων πριν την είσοδο στο πανεπιστήμιο συνεπάγεται αναπαραγωγή τους στη διάρκεια των σπουδών με επίδραση στην επαγγελματική καριέρα. Οι άνδρες αντικειμενικά καταλαμβάνουν επαγγελματικές θέσεις με υψηλό προφίλ ενώ οι γυναίκες δεν εισπράττουν εμπιστοσύνη για θέσεις ευθύνης και καθυστερεί η ανέλιξή τους. Οι γυναίκες καταλαμβάνουν περισσότερο επισφαλείς θέσεις ή θέσεις αποειδίκευσης ως προς το πτυχίο τους. Η εκκίνηση αμέσως μετά την αποφοίτηση είναι συνήθως παράλληλη αλλά εξω-εκπαιδευτικές διαδικασίες και μηχανισμοί αναπαράγουν την άνιση επαγγελματική εξέλιξη (Παπαδόπουλος, 2008Β, σ.13-14).
 
Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΟΥ ΦΥΛΟΥ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΤΑΞΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ
            Η σύγχρονη κοινωνική ανάλυση αναγνωρίζει τη σημασία του φύλου στην υφιστάμενη κοινωνική στρωμάτωση και έχει προσπαθήσει να θεωρητικοποιήσει την ενσωμάτωση του στην θεωρία ταξικής ανάλυσης που παρά τις προβλέψεις περί θανάτου της, εξακολουθεί να παρουσιάζεται ισχυρή στα ερευνητικά ευρήματα.
            Οι Goldthorp, Erickson και Wright είναι αυτοί που προσφέρουν ένα κατάλληλο συνδυασμό τάξης και φύλου. Ο νεομαρξιστής W. σχηματοποιεί ένα σύστημα δώδεκα τάξεων βάσει του βαθμού ελέγχου χρήματος, μέσων παραγωγής και εργατικής δύναμης όπου η αστική και η εργατική τάξη καταλαμβάνουν τους πόλους. Δεν συναρτά τα ατομικά χαρακτηριστικά με τις ταξικές θέσεις οι οποίες εκφράζουν αντικειμενικά τις οικονομικές δυνατότητες των ατόμων. Εξετάζει την είσοδο του παράγοντα φύλο στη βάση τριών ζητημάτων, της κατανομής πόρων μεταξύ αντρών-γυναικών, της ταξικής θέσης των νοικοκυρών και στο αν οι γυναίκες μπορούν να αποτελέσουν τάξη. Δεν κατέληξε σε σημαντικές ταξικές αναδιαρθρώσεις καθώς το φύλλο θεωρείται βοηθητικό στην ταξική μορφοποίηση και όχι διαρθρωτικά δομικό στοιχείο (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.178-179).
            Κομβικό σημείο της θέσης του είναι η ‘διαμεσολαβούμενη ταξική θέση’ δηλαδή η θέση που αποδίδεται από τις οικογενειακές σχέσεις, την ιδιωτική σφαίρα και αντιπαραβάλλεται στην άμεση ταξική θέση της απασχόλησης-ιδιοκτησίας. Η ταξική θέση της γυναίκας δεν απορρέει μόνο από αυτή του άντρα αλλά ούτε και μόνο από την εργασία της. Η διαμεσολαβούμενη θέση πρέπει να συνυπολογίζεται και το φύλο πρέπει να μελετάται κατά το σχηματισμό των τάξεων, πράγμα που παρακάμπτει τον δυισμό ανάμεσα σε ταξικές και έμφυλες σχέσεις. Η συλλογιστική αυτή συνυπολογίζει την αξία χρήσης που παράγει η γυναικεία οικιακή εργασία που αποκτά έτσι ιδιαίτερη σημασία (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.181 και Μοσχονάς, 2005, σ.256-258).
            Ο G. σχηματοποιεί ένα ταξικό πλάνο με επτά κατηγορίες επαγγελματικού τύπου μέσα από τις οποίες αναδεικνύονται οι επιπτώσεις της κοινωνικής κινητικότητας των οικογενειών που επηρεάζονται από την απασχόληση της γυναίκας. Πρόκειται για μια πλουραλιστικού τύπου  θεώρηση που ταιριάζει με αυτή του Erickson ο οποίος προσδιορίζει την ταξική θέση της οικογένειας από το συσχετισμό της θέσης απασχόλησης των συζύγων. Συγκεκριμένα καλεί να επιλέξουμε όχι με το σκεπτικό του άντρα-αρχηγού αλλά με την ατομική θέση που είναι κυρίαρχη. Ο G. τροποποίησε τη θεωρία του για να συμπεριλάβει αυτή την ‘κυριαρχική’ προσέγγιση του E. Και οι δύο επεσήμαναν ότι η ταξική θέση των γυναικών εγείρει περίπλοκα ζητήματα που απαιτούν αναλύσεις με ποιοτική διάσταση που να σχετίζονται και με τα δύο φύλα (Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.184-187).
            Από το ’90 η ταξική στρωμάτωση δεν αποτέλεσε την κυρίαρχη ερμηνεία των κοινωνικών ανισοτήτων καθώς δόθηκε έμφαση στο φύλο αλλά και στη φυλή. Η πιο πλουραλιστική εκδοχή με ιστορικές και χωρικές ερμηνείες υποβάθμισε την τάξη ως παράγοντα μετασχηματισμού τοποθετώντας την στο περιθώριο. Ο Pahl συγκεκριμένα άσκησε σημαντική κριτική στην ταξική θεωρία λέγοντας ότι η μαζική εργασία των παντρεμένων γυναικών με σταθερή και πλήρη απασχόληση καθορίζει την βιοτική στρατηγική ολόκληρης της οικογένειας. Έτσι η αλυσίδα Διάρθρωση-Συνείδηση-Δράση σπάει και η ταξική συνείδηση δεν απορρέει από την ταξική θέση ούτε οδηγεί σε ταξική δράση, διαψεύδοντας τη μαρξική ταξική ανάλυση. Αυτή η μετάβαση από τη δομολειτουργική μαρξική συλλογιστική στην μεταμοντέρνα αποδομητική προσέγγιση οδήγησε σε περιθωριοποίηση των παραδοσιακών ερμηνευτικών εργαλείων  (Μοσχονάς, 2005, σ.249 και Παπαδόπουλος, 2008Α, σ.190-191).

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
            Η άποψη περί ‘θανάτου’ των τάξεων αποτελεί μια ακραία συλλογιστική που προσπερνά την αξία της ταξικής ανάλυσης και την ανάγκη αναπροσαρμογής των θεωριών. Η ταυτότητα του γυναικείου φύλου συνεχώς επαναπροσδιορίζεται μέσα από την συνεχή κοινωνική απελευθέρωση. Η αυξανόμενη είσοδος της γυναίκας στην αγορά εργασίας, στην εκπαιδευτική διαδικασία και στην ισότιμη διεκδίκηση θέσεων ευθύνης, δημιουργεί μια νέα ταξική διαφοροποίηση εντός του γυναικείου φύλου. Ο κοινωνικός διαχωρισμός λοιπόν απαιτείται να προσαρμόζεται στις εύπλαστες συνθήκες που δημιουργούν αλληλεξάρτηση μεταξύ τάξεων-φύλων-φυλών-θρησκευμάτων.
            Το φύλο αποτελεί μια βασική δομική παράμετρο της κοινωνικής στρωμάτωσης που πρέπει να ‘ελέγχεται’ σε συνάρτηση με τις υπόλοιπες παραμέτρους και όχι ξεχωριστά ως μοναδικό καθοριστικό της θέσης της γυναίκας. Στη μεταμοντέρνα συλλογιστική πλέον και το φύλο επικαλύπτεται από πολιτισμικού χαρακτήρα προσδιοριστικούς παράγοντες. Η κριτική στην παραδοσιακή θεωρία έχει ήδη προσφέρει νέα ερμηνευτικά σχήματα και βρήκε πρόσφορο έδαφος για να πολεμήσει τον μονοδιάστατο χαρακτήρα της ταξικής θεώρησης. Όμως τα εμπειρικά δεδομένα των ερευνών ειδικότερα στον τομέα της εκπαίδευσης καταδεικνύουν πόσο ισχυρή παραμένει η επίδραση της ταξικής προέλευσης στον καθορισμό της πορείας των ατόμων και στη διαμόρφωση του επαγγελματικού και ταξικού προσδιορισμού τους.
            Ίσως είναι λοιπόν επίκαιρο και χρήσιμο να επανατοποθετηθεί το ζήτημα της ταξικής διάρθρωσης μέσα από τη διαμόρφωση ενός κατάλληλου μίγματος συγκερασμού ποιοτικών κριτηρίων και σχηματισμών. Σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον νεοφιλελεύθερης συλλογιστικής, η ταξική διάρθρωση φαντάζει έγκυρη και αναζωογονημένη. Χρειάζεται όμως να αποκατασταθεί η εγκυρότητά της μέσα από αναπροσαρμοσμένα μοντέλα που να δίνουν έμφαση στις απρόβλεπτα ρευστές κοινωνικές διεργασίες της εποχής μας.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • LUCEY, H., (2008), «Κοινωνική Τάξη, Φύλο και Εκπαίδευση», στο B. Francis & C. Skelton, Διερευνώντας το Κοινωνικό Φύλο: Σύγχρονες Προσεγγίσεις για την Εκπαίδευση, ΚΕΘΙ, Αθήνα.
  • ΜΟΣΧΟΝΑΣ, Α., (2005), Τάξεις και Στρώματα στις Σύγχρονες Κοινωνίες: Ερμηνευτικές Προσεγγίσεις και Ειδικές Αναφορές, Κεφ. 16, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα.
  • ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Α., (2008Α), «Η Συζήτηση Σχετικά με το Κοινωνικό Φύλο και την Κοινωνική Τάξη» στο Τ. Καβουνίδη, Σ. Κονιορδος και λοιποί, Ειδικά Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού – Ανθολόγιο, Θεωρητικά Διλήμματα και Κοινωνική Πραγματικότητα, κεφ. 3, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
  • ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ, Α., (2008Β), «Εκπαίδευση και Απασχόληση των Αποφοίτων Κοινωνικών Επιστημών: Αποκλίνουσες Τροχιές και Ασύμπτωτες Σχέσεις» στο Β. Σβολόπουλος (επιμ), Σύνδεση Εκπαιδευτικής Έρευνας και Πράξης: η Ακαδημαϊκή Πλευρά, Αθήνα, Ατραπός, σ.157-172.
  • ΠΕΤΡΑΚΗ, Γ., (2006), «Οι Κοινωνικές Τάξεις ως Θεωρητικό και Πολιτικό Διακύβευμα», Κριτική, Επιστήμη και Εκπαίδευση, Νο 3, σελ. 33-45. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα : http://www.hpdst.gr/system/files/kritiki-3-06-33-petraki.pdf

 

© ΙΖ 2012