Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

ΕΠΟ12 (Ευρωπαϊκή Ανθρωπογεωγραφία) - 1/2009


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΘΕΜΑ
«Ποιες ήταν οι προβιομηχανικές μεταποιητικές δραστηριότητες στην Ευρώπη και πώς η συγκρότηση και ανάπτυξή τους διευκόλυνε την επερχόμενη Βιομηχανική Επανάσταση; Ειδικότερα αναφερθείτε στη γεωγραφική κατανομή της βιοτεχνίας σε περιοχές της Ευρώπης και στους διάφορους τύπους οικισμών από το 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με τον Benevolo (1977, σ.35) η βιομηχανική επανάσταση είναι ένα εννοιολογικό κατασκεύασμα, της προσπάθειας ορισμού του συνόλου των μετασχηματισμών και των σύνθετων και αλληλένδετων φαινομένων, τα οποία έλαβαν χώρα σε ένα σχετικά σύντομο ιστορικά εύρος χρόνου. Αποτέλεσμα αυτής της επανάστασης, ήταν η εκ βαθέων μεταβολή πρωτίστως της οικονομικής αλλά και κοινωνικής πραγματικότητας, με επιπτώσεις στις ανθρώπινες σχέσεις στο χώρο και στο χρόνο.
Ο όρος ‘επανάσταση’ έχει μεγαλύτερη σημασία ως προς την έννοια της ρήξης με το παρελθόν, παρά ως προς τη διάρκεια ζωής ή την διαδικασία υλοποίησης. Θεωρώντας λοιπόν ότι η εκβιομηχάνιση ήταν μια εξελικτική και σταδιακή διαδικασία που ανέτρεψε εκ βάθρων τα κατάλοιπα των φεουδαρχικών δομών οικονομίας και κοινωνίας, έχει λογική να εξετάσουμε το διάστημα μέχρι τον 19ο αι. όπου συντελέστηκαν όλες εκείνες οι διεργασίες που προετοίμασαν την εκδήλωση της βιομηχανικής επανάστασης.
Γι’ αυτό, θα παρουσιαστεί κατάλληλα το εύρος των μεταποιητικών δραστηριοτήτων στις διάφορες περιοχές της Ευρώπης, προκειμένου να εντοπιστούν τα σημεία εκείνα που κατέστησαν ομαλή και αυτονόητη τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Για να διατυπωθεί αυτή η σχέση μεταποιητικής βιοτεχνίας και βιομηχανίας, θα επιχειρηθεί μια συνοπτική και συμπυκνωμένη χρονική αναδρομή, υπό το πρίσμα της αστικοποίησης και του ρόλου της ‘πόλης’ στην διαμόρφωση των ικανών και αναγκαίων συνθηκών εκβιομηχάνισης.
Δεν θα δοθεί έμφαση στην λογική περιγραφής χρονολογιών, πόλεων, προϊόντων, πρώτων υλών και τεχνολογικών καινοτομιών, καθώς βασικός στόχος είναι να αποδειχτεί ότι το προβιομηχανικό υπόστρωμα και οι επιπτώσεις του στο χώρο, ενθάρρυναν και υποστήριξαν με τις κατάλληλες συγκυρίες τη μετάβαση στη νέα πραγματικότητα. Ειδικότερα δε, ότι το πλέγμα οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων που διαμορφώθηκε, δεν ήταν τόσο ‘επαναστατικό’ όσο ακούγεται αλλά αποτέλεσε συνέχεια και μετεξέλιξη μιας πρότερα διαμορφωμένης κατάστασης.

ΟΙ ΜΕΤΑΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΣΤΙΣ ΧΩΡΕΣ ΤΗΣ ΠΡΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ
Κατά τον 14ο αιώνα, η μείωση του πληθυσμού λόγω των επιδημιών αλλάζει τις παραμέτρους προσφοράς-ζήτησης. Οι αμοιβές βελτιώνονται ενώ το κόστος τροφής μικραίνει. Η αγοραστική δύναμη στρέφεται σε προϊόντα καλύτερης ποιότητας, που τώρα γίνονται προσιτά σε περισσότερους ανθρώπους. Οι ανάγκες ένδυσης αποκτούν πρωταρχικό ρόλο, ωθώντας σε ανάπτυξη της υφαντουργίας και στη δημιουργία νέων αστικών κέντρων (Μπολόνια, Βερόνα, Lier) όπου το ένδυμα αποτελεί βασική βιοτεχνική δραστηριότητα. Η εξειδίκευση συγκεκριμένων περιοχών σε συγκεκριμένα στάδια της επεξεργασίας του μαλλιού (Μπρυζ, Γάνδη) προκαλεί μία κινητικότητα προϊόντων ανάμεσα σε διάφορες πόλεις. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 193)
Η σιδηρουργία-μεταλλουργία είναι ο έτερος βιοτεχνικός κλάδος που αναπτύσσεται. Οι περιοχές που διαθέτουν σιδηρομεταλλεύματα (Άλπεις, Πυρηναία, Δ.Γερμανία) αποτελούν έδρα νέων αστικών κέντρων. Επίσης μέρη με υδάτινους πόρους που ευνοούν τη χρήση νερόμυλου για την επεξεργασία του σιδήρου σε καμίνια, αποτελούν πρόσφορες τοποθεσίες εγκατάστασης πληθυσμών. Περιοχές επαρκείς σε ξυλεία (Σουηδία) ως καύσιμη ύλη ευνοούν την σιδηρουργική δραστηριότητα. Όμως, η έλλειψη τεχνογνωσίας και των μέσων για βαθύτερη εξόρυξη μεταλλευμάτων, οδηγεί σε κρίση τον κλάδο κατά τον 15ο αιώνα. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 193-194)
Ο 16ος αιώνας χαρακτηρίζεται από αλλαγές στη δομή και την οργάνωση της βιοτεχνίας και της μεταποίησης. Η ζήτηση βιοτεχνικών προϊόντων αυξάνεται στις αγροτικές περιοχές, ενώ υπήρξε πτώση στις αστικές βιοτεχνίες της βόρειας Ευρώπης. Επίσης η ζήτηση για πρώτες ύλες σε συνδυασμό με τον ασφυκτικό έλεγχο των συντεχνιών στα αστικά κέντρα, ευνοούν την αύξηση της βιοτεχνικής παραγωγής στις αγροτικές περιοχές, όπου το εργατικό κόστος είναι φτηνό. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 211 & Pounds, 2001: 43).
Οι εξελίξεις ήταν έντονες στους βασικούς μεταποιητικούς κλάδους της υφαντουργίας και την μεταλλουργίας. Στην υφαντουργία, αυξάνει η σημασία των λινών στην Β. Ευρώπη και ο τόπος παραγωγής περνά στα κέντρα της επαρχίας. Στην Ιταλία, την πιο σημαντική θέση στην παραγωγή κατείχε η εριουργία, τα υφάσματα της οποίας ήταν ποιοτικά ανώτερα, όμως όταν ανταγωνιστικά κέντρα άρχισαν να διεκδικούν μερίδιο, όπως η Γαλλία η Αγγλία και η Ολλανδία, με χαμηλότερης ποιότητας και φθηνότερα υφάσματα, τελικά κέρδισαν τις διεθνείς αγορές. Στο μεταξύ η παραδοσιακή βιοτεχνία της Φλάνδρας έχει καταρρεύσει και εμφανίζονται νέα κέντρα όπως Λιέγη, Ουτρέχτη. Στον τομέα αυτό η Βενετία κατέχει τα ευρωπαϊκά πρωτεία κυρίως λόγω της πολυτέλειας των προϊόντων. Την ίδια εποχή έχουμε εξελίξεις στην βιοτεχνία δέρματος με τη χρήση ακατέργαστου υλικού, την κεραμική και την υαλουργία, την παραγωγή χαρτιού σε σημαντικές ποσότητες και την εξέλιξη της σφυρηλάτησης και τη δυνατότητα παραγωγής ατσαλιού. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 211-212 & Pounds, 2001: 43-44).
Από τις πιο σημαντικές εξελίξεις της περιόδου είναι η τάση συσσώρευσης και ελέγχου του εργατικού δυναμικού με τη χρήση της βιοτεχνικής μονάδας ως μεθόδου οργάνωσης της παραγωγής στην Βρετανία και ακολούθως έλευση του εργοστασίου όπου γίνεται χρήση των πρώτων μηχανημάτων. Το εργοστάσιο αντιπροσωπεύει ένα ποιοτικό άλμα στην διαδικασία της μεταποίησης, καθώς η αύξηση της κλίμακας παραγωγής και ο έλεγχος της εργατικής δύναμης ανταποκρίνονται στην τάση συσσώρευσης του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης. Η πλειοψηφία των νέων παραγωγικών μονάδων βρίσκεται σε μη αστικές περιοχές όπου δεν υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση των επαρκών υδάτινων πόρων. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 227 & Pounds, 2001: 101-103).
Σημαντική για τα την μεταλλουργία, υπήρξε η τεχνολογική καινοτομία της χρήσης υψικαμίνου για την καλύτερη επεξεργασία του σιδήρου. Η υψικάμινος παρήγαγε υψηλότερη θερμοκρασία, απαραίτητη για την τήξη του κασσίτερου και την παρασκευή του κράματος του μπρούντζου. Η μεγαλύτερη ποσότητα σιδήρου έβγαινε στο εμπόριο ως μαλακός σίδηρος και είχε άπειρες χρήσεις για τις ανθρώπινες ανάγκες. (Pounds, 2001: 47).
Ένα γεγονός που επιφέρει νέα δεδομένα στον μεταποιητικό χάρτη της Ευρώπης, είναι η αντικατάσταση του ξύλου από τον γαιάνθρακα ως καύσιμης ύλης για την μεταλλουργία. Η χρήση του ατμομηχανών που καίνε άνθρακα τον 18ο αι. απελευθερώνει την παραγωγή από τους υδάτινους πόρους, κατευθύνει όμως τη δημιουργία νέων βιοτεχνικών μονάδων και πόλεων στις ανθρακοφόρες περιοχές με επαρκή κοιτάσματα ή κοντά σε λιμάνια από όπου εισέρεαν οι πρώτες ύλες. Έτσι οδηγούμαστε στο τέλος των διάσπαρτων βιομηχανιών, ενώ νέες μορφές αστικών οικισμών δημιουργούνται, καθώς η βιομηχανική δράση ενός τόπου ευνοεί την εμφάνιση άλλων επιχειρήσεων, που προσφέρουν υπηρεσίες που προκύπτουν από τη συγκέντρωση της παραγωγής και το καταναλωτικό κοινό. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 228 & 236)
Τέλος η τεχνολογική αιχμή της χρήσης του σιδηρόδρομου, επιτρέπει τη διασπορά της βιομηχανίας σε περιοχές μακριά από την πηγή της πρώτης ύλης, όπου και γίνεται αξιοποίηση του έμψυχου δυναμικού της προβιομηχανικής περιόδου. Η δυνατότητα μεταφοράς της πρώτης ύλης, παρακάμπτει την παράμετρο της απόστασης για την κατασκευή εργοστασίων και βιομηχανικών μονάδων. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 259-260)

ΟΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΠΡΙΝ ΤΟΝ 19ο ΑΙΩΝΑ
Στις πόλεις του 15ου και 16ου αι., οι εξειδικευμένοι τεχνίτες στην κατασκευή ειδών για την εύπορη φεουδαρχική τάξη (χαλιά, έπιπλα, κοσμήματα κλπ), οργανώνονται σε συντεχνίες για να ελέγχουν την προνομιακή τους θέση στην μεταποιητική παραγωγική διαδικασία, δρώντας ανεξάρτητα από τους έμπορους και συχνά καθορίζοντας την ποιότητα-ποσότητα-τιμή των προϊόντων στην αγορά της πόλης. Η στεγανότητα των συντεχνιών, ωθεί τους έμπορους στην ύπαιθρο όπου αναπτύσσεται η οικοτεχνία και δημιουργούνται βιοτεχνικά χωριά αστικού μεγέθους, όπου σε επίπεδο οικογένειας παράγονται μέτριας ποιότητας αλλά χαμηλού κόστους προϊόντα, κυρίως υφάσματα. Η επικράτηση της οικοτεχνίας και η μαζική υφαντουργική παραγωγή της υπαίθρου, οδήγησε αρκετά αστικά υφαντουργικά κέντρα σε μαρασμό. (Pounds, 2001: 36)
Από τον 16ο αι. η αστικοποίηση ενισχύεται και γεννιούνται νέες πόλεις συνήθως μικρού και μεσαίου μεγέθους. Στα πλαίσια της οικονομικής και εμπορικής δραστηριότητας, αναπτύσσεται σε τοποθεσίες εύφορων εδαφών και εμπορίου η πόλη-εμπορικό κέντρο. Κοντά σε υδάτινες διόδους η πόλη-λιμάνι (Σεβίλλη, Λισαβόνα, Αμβέρσα, Μασσαλία, Άμστερνταμ) ειδικότερα και λόγω της επικοινωνίας με τις υπερπόντιες κτήσεις. Στα πλαίσια των εθνικών κρατών, δηλαδή σε περιοχές έδρας της κρατικής εξουσίας, έχουμε την πόλη-πρωτεύουσα (Παρίσι και πολύ αργότερα Λονδίνο). Επίσης και οι τόποι θρησκευτικής λατρείας, αποτέλεσαν δευτερευόντως προορισμό μετανάστευσης των αγροτικών πληθυσμών. (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 207-208, & Pounds, 2001: 28-29 & 33-34 & 36)
Ενώ οι μικρές πόλεις μπορούσαν να αυτοσυντηρούνται με την βιοτεχνία, και την τοπική παραγωγή, οι μεγάλες πόλεις βασίζονταν αναγκαστικά στην ανταλλαγή προμηθειών όπως στις Κάτω Χώρες που εισήγαγαν σιτηρά από τη Βαλτική. Η ανάγκη αποτίναξης του ελέγχου της υφαντουργίας στην πόλη οδήγησαν στη δημιουργία βιοτεχνικών χωριών αστικού μεγέθους (Δ. Φλάνδρα, Β. Γαλλία) (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 208)
Είναι γεγονός ότι η επέκταση στον Νέο Κόσμο μετατόπισε γεωγραφικά το πολιτικό και οικονομικό κέντρο της Ευρώπης από τον νότο προς τις χώρες που βρέχονται από τον Ατλαντικό. Στις πόλεις προϋπάρχουν βιοτεχνίες που προσελκύουν εργατικό δυναμικό. Τα ενδομεταναστευτικά ρεύματα από τις καθολικές στις προτεσταντικές χώρες και η κινητικότητα ηθελημένη ή αναγκαστική ειδικευμένων τεχνιτών, ισοδυναμεί με μεταφορά τεχνογνωσίας στα νέα αστικά κέντρα, έτσι ώστε νέες περιοχές αναδύονται ενώ άλλες παρακμάζουν. Σε συνδυασμό με την σταδιακή τεχνολογική πρόοδο, ο προτεσταντικός βορράς καθίσταται περιοχή άνθησης έναντι του καθολικού νότου. (Λαγουδάκη, 2006)

Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ
Το παράδειγμα της Βρετανίας είναι χαρακτηριστικό για να καταδείξει την εξελικτική μορφή της εκβιομηχάνισης και την στήριξη της σε προγενέστερες δομές. Η Βρετανία αποτέλεσε μια παγκόσμια δύναμη με πολλές αποικίες και ισχυρό στόλο. Οι εμπορικές μεταφορές της απέφεραν πλούτο σε πρώτες ύλες και αποικιακά προϊόντα, παίρνοντας την πρωτοκαθεδρία από τον γεωργικό τομέα ως πηγή εσόδων. Η συσσώρευση εσόδων και κεφαλαίων οδήγησε σε αύξηση της προσφοράς χρήματος διαθέσιμου για επενδύσεις. Η σταθερότητα του πολιτικού συστήματος με ένα σύστημα διακυβέρνησης από αντιπροσωπευτικό κοινοβούλιο και η φιλελεύθερη θεωρία της ελεύθερης αγοράς με απεριόριστη διακίνηση προϊόντων και κεφαλαίων, υπήρξαν καθοριστικά στην κατάλληλη επανεπένδυση του χρήματος σε καινοτομίες. (Φραγκόπουλος)
Η ανάγκη εξάλλου για ικανοποίηση της αυξημένης ζήτησης προϊόντων λόγω αύξησης του πληθυσμού, κατέστησε επιτακτική την ενίσχυση της παραγωγής. Έτσι οι καινοτομίες στον αγροτικό τομέα με χρήση λιπασμάτων, μηχανών για όργωμα και θέρισμα και η αξιοποίηση των εδαφών χωρίς αμειψισπορά και αγρανάπαυση, αύξησαν την παραγωγή. Η αγροτική ιδιοκτησία ήδη από τον 17ο αι. έχει ξεφύγει από τις παραδοσιακές δομές και οι συντεχνίες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί πράγμα που φέρνει τις κοινωνικές τάξεις πιο κοντά ως προς τις ευκαιρίες ανέλιξης, δημιουργώντας μια επαγγελματική και γνωστική κινητικότητα όμοια με εκείνη της βιομηχανικής φιλελεύθερης καπιταλιστικής αγοράς. (Φραγκόπουλος)

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΡΟΔΙΑΘΕΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΒΙΟΜΗΧΑΝΙΣΗΣ
Μέχρι τον 17ο αι. παράγοντες όπως η τεχνολογική πρόοδος, η εδραίωση της χρηματικής οικονομίας, οι ναυπηγικές βελτιώσεις, η ίδρυση εμπορικών εταιριών, η διαμόρφωση χρηματαγορών και η υψηλή αστικοποίηση συγκεκριμένων περιοχών, ευνόησαν την εμπορική δραστηριότητα. Η έκρηξη των εμπορικών δραστηριοτήτων που επιφέρουν οι ανακαλύψεις και η ανάπτυξη του υπερπόντιου εμπορίου αποτελούν παράγοντες που ωφελούν την ανάπτυξη της μεταποίησης. Οι αγορές ειδών πολυτελείας οι οποίες έχουν δημιουργηθεί λόγω της αποικιακής επέκτασης, εμφανίζουν μια ζήτηση που έρχονται να καλύψουν τα προϊόντα των μεταποιητικών επιχειρήσεων. Η ίδια η ανάπτυξη του εμπορίου δημιουργεί μία νέα τάξη ανθρώπων, που διαθέτουν τα κεφάλαιο για την εξασφάλιση πρώτων υλών αλλά και την αγορά για να διατεθούν τα προϊόντα των βιοτεχνικών μονάδων. Αυτή η αγορά αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση της μετέπειτα βιομηχανικής εξάπλωσης, αφού αποτελεί την χοάνη απορρόφησης των προϊόντων της.
Η ύπαρξη της συντεχνίας εντός του άστεως όσο και αν εκ πρώτης όψεως αποτελεί μια οπορτουνιστική προστατευτική δομή, εν τούτοις δημιούργησε κατάλληλες συνθήκες τόσο ιδεολογικές όσο και πολιτικές, για να διαμορφωθεί μια μορφή καπιταλιστικής φιλοσοφίας. Καταρχάς η πολιτική εξουσία από στρατιωτική-αριστοκρατική έγινε οικονομική-συντεχνιακή. Οι όροι και οι συνθήκες πλέον καθορίζονται από το χρήμα, δηλαδή το κεφάλαιο. Αυτό σε συνδυασμό με την προτεσταντική ηθική, αποτελούν σε θεωρητικό επίπεδο κινητήριες δυνάμεις για τον δυτικό καπιταλισμό. (Κομνηνός, 1986: 16-17)
Η αντίθεση πόλης-υπαίθρου και ο καταμερισμός εργασίας ανάμεσα στην παραγωγή-μεταποίηση και το εμπόριο, καταλύει την μεσαιωνική κοινωνία. Ο συντεχνιακός έλεγχος δεν επιτρέπει την μετατροπή του εμπορικού κέρδους σε μεταποιητική επένδυση μέσα στην μεσαιωνική πόλη και έτσι οι δραστηριότητες μεταφέρονται σε νέα σημεία μακριά από τον έλεγχο της παραδοσιακής εξουσίας. Όπου λοιπόν υπάρχουν τα απαραίτητα δομικά συστατικά, πρώτες ύλες και δίοδοι μεταφοράς, εγκαθίσταται η βιομηχανία προκαλώντας αστικοποίηση. Η γενικευμένη κρίση της φεουδαρχίας προκαλεί μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού που έχει να προσφέρει μόνο την εργασία του, μετατρεπόμενος έτσι σε μισθωτό εργάτη. (Κομνηνός, 1986: 17-18)
Η μεσαιωνική πόλη όμως αποτελεί μια ισχυρή κοινωνική πραγματικότητα. Συγκεντρώνει μια ανθούσα βιοτεχνία και ένα χρηματικό πλούτο από το εμπόριο και την τοκογλυφία, αποτελώντας το κέντρο της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Σε αυτήν συγκεντρώνεται επίσης η γνώση, η πολιτιστική κληρονομιά και η τεχνική εξειδίκευση. Σύντομα η βιομηχανική δραστηριότητα προσεγγίζει ξανά την παραδοσιακή πόλη, η οποία προσαρμόζεται από την οικιακή και τη συντεχνιακή οικονομία στις απαιτήσεις της μανιφακτούρας και της παραγωγικότητας, την χρηματική οικονομία και την κίνηση κεφαλαίων. Η εγκαθίδρυση της οικονομίας του εργοστασίου και η μαζική χωρική συγκέντρωση του εργατικού δυναμικού, θα διαμορφώσουν εν συνεχεία το βιομηχανικό περιβάλλον του 19ου αι. (Κομνηνός, 1986: 19-20)
Κατά συνέπεια, η αποδιάρθρωση των αγροτικών κοινωνικών δομών με μετανάστευση πληθυσμού στα προϋπάρχοντα προβιομηχανικά κέντρα, η εκμετάλλευση των φυσικών χωρικών χαρακτηριστικών (υπέδαφος, προσβασιμότητα) για ίδρυση νέων κέντρων και το πέρασμα από την οικιακή στην εργοστασιακή οικονομία και την φιλοσοφία της αγοράς, αποτέλεσαν υποστηρικτικούς παράγοντες σχηματισμού του βιομηχανικού τοπίου.

ΜΕΤΑΒΟΛΕΣ ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ ΙΣΤΟ
Με το τέλος του μεσαιωνικού φεουδαρχικού συστήματος, σηματοδοτείται η σταδιακή αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συσχετισμών με δομικό στοιχείο την χρήση της γης. Οι σιτοδείες, οι λιμοί, οι επιδημίες, οι συχνοί πόλεμοι και εξεγέρσεις, η καταστροφή των γαιών του 14ου αι., οδηγούν μεγάλο μέρος του αγροτικού πληθυσμού της υπαίθρου να μετακινηθεί στις πόλεις, σε αναζήτηση προστασίας πίσω από τα τείχη και μιας καλύτερης τύχης εν μέσω ενός χωροδεσποτικού συστήματος που διέρχεται κρίση. (Μπούρας, 2007)
Τον 16ο αι. οι φεουδαρχικές δομές αναμορφώνονται σε μια προσπάθεια συγκράτησης των μετακινήσεων. Η δουλοπαροικία απαλείφεται και παραχωρούνται προνόμια, ενώ οι οικονομικές σχέσεις σταδιακά μετασχηματίζονται με την ανάπτυξη κτηνοτροφίας, εισαγωγή του αρότρου και τεχνικών καλλιέργειας, επιλογή καλλιεργειών απαραίτητων για τις πόλεις (λινάρι, λαχανικά) και τελικά την συστηματική χρήση του χρήματος ως μέσου συναλλαγών. Διαμορφώνεται με αυτό τον τρόπο ένα πρόπλασμα καπιταλιστικής οικονομίας, που μετατοπίζει την εξάρτηση των χωρικών από τη γη στην αγορά, τόσο για τη διάθεση των προϊόντων τους όσο και για την προμήθεια τροφίμων. (Μπούρας, 2007)
Η αναζήτηση επενδυτικής διεξόδου των κεφαλαιούχων εκτός των συντεχνιακά προστατευμένων ‘τειχών’ του άστεως, οδήγησε στη δημιουργία και στην ύπαιθρο μιας σχέσης εξαρτημένης αμειβόμενης εργασίας καπιταλιστικού τύπου, όπου οι έμποροι-εργοδότες παρέχουν εξοπλισμό, πρώτες ύλες και αμοιβή σε χρήμα στους χωρικούς έναντι της εργασίας τους, ρυθμίζουν την παραγωγή τους και την απορροφούν σε χαμηλή τιμή. Είναι σαφές ότι οι αγρότες της οικοτεχνίας παύουν να είναι παραγωγοί και ιδιοκτήτες των εργαλείων, σχηματίζοντας έτσι μια νέα τάξη τεχνιτών της υπαίθρου έναντι της εμπορικής αριστοκρατίας. Οι συντεχνίες των πόλεων, αποτελώντας μια ‘μεσαία’ αριστοκρατία ήρθαν σε σύγκρουση τόσο με τους εμπόρους όσο και με το ανειδίκευτο εργατικό δυναμικό που συνέρεε στις πόλεις, αφού η οικοτεχνία δεν αρκούσε ως παράγοντας ανάσχεσης της μετακίνησης πληθυσμών. (Μπούρας, 2007)
Οι τεχνολογικές καινοτομίες δημιουργούν με τη σειρά τους νέους τομείς παραγωγής ή εξελίσσουν τους ήδη υπάρχοντες. Η εφεύρεση του αυτόματου αργαλειού του Ζακάρ στις αρχές του 19ου αι. αυτοματοποιεί την υφαντουργία προκαλώντας παραγωγικές και κοινωνικές ανακατατάξεις. Η ύφανση παύει να αποτελεί χειρονακτική εξειδίκευση ή υπαίθρια μεταποιητική δραστηριότητα και μεταφέρεται σε αστικούς χώρους μαζικής παραγωγής, μιας και η αυτοματοποίηση μειώνει το κόστος. Το ίδιο το προϊόν έγινε ευρείας κατανάλωσης για τη μεσαία τάξη, ενώ πριν ήταν πολυτελείας για την υψηλή κοινωνία. (Φραγκόπουλος)
Όπως είναι όμως φυσικό, τόσο η εκμηχάνιση της γεωργίας όσο και η αυτοματοποίηση της υφαντουργίας οδήγησαν σε μείωση της απασχόλησης. Έτσι το περισσευούμενο συνήθως αναλφάβητο αγροτικό δυναμικό μετακινήθηκε στις πόλεις και μετατράπηκε σε φτηνό εργατικό δυναμικό, ενώ ακόμα και ειδικευμένοι απροστάτευτοι από συντεχνίες τεχνίτες βρέθηκαν χωρίς εργασία, πράγμα που επέφερε κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Παρά τον κοινωνικό αναβρασμό, οι δυνατότητες κοινής συνδικαλιστικής δράσης τα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν περιορισμένες για λόγους μορφωτικούς και κοινωνικούς.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περίοδος από τα τέλη του Μεσαίωνα μέχρι τις αρχές του 19ου αι. χαρακτηρίζεται από σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές. Η ανάπτυξη των πόλεων και η διαμόρφωση της ζωής μέσα σε αυτές δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητα από την κοινωνική και οικονομική εξέλιξη που συντελέστηκε. Η Βιομηχανική Επανάσταση επέφερε τη ρήξη με το παρελθόν σε επίπεδο εργασιακών, οικονομικών, οικιστικών και κοινωνικών σχέσεων.
Η βιομηχανοποίηση μπορεί να αναφέρεται αρχικά στις μεθόδους και τα μέσα παραγωγής, όμως ο τεχνικός ορισμός από μόνος του δεν αρκεί για να χαρακτηρίσει το βάθος των μεταβολών που υπέστησαν οι ανθρώπινες σχέσεις σε όλους τους τομείς ανθρώπινης δραστηριότητας. Η ρήξη αυτή όσο έντονη και μόνιμη και αν υπήρξε και όσο κι αν επιταχύνθηκε γεωμετρικά προς το τέλος της περιόδου ανατροφοδοτούμενη από τις εξελίξεις, εμπεδώθηκε περισσότερο ομαλά επειδή βασίστηκε σε ένα πρόπλασμα που είχε γεννηθεί προγενέστερα.
Εν αγνοία των ορισμών και των τεχνικών όρων, ο απλός άνθρωπος της μεταμεσαιωνικής περιόδου, αποδέχτηκε σταδιακά τις προδιαγραφές ενός συστήματος, που στηριζόταν στον ανασχεδιασμό της παραγωγικής διαδικασίας και την επανεπένδυση των κεφαλαίων με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη. Με μοναδικό ρόλο για τον ίδιο αυτόν του γραναζιού της παραγωγικής μηχανής, η αναντιστοιχία ανάμεσα στην πληθυσμιακή και οικονομική διόγκωση και στην κοινωνική εξέλιξη, γέννησε ένα πλήθος προβλημάτων για τα οποία η πόλη αποτέλεσε φυσικό χώρο υποδοχής.
Ο ρόλος της Βρετανίας στην πρωτοκαθεδρία των ευρωπαϊκών εξελίξεων της περιόδου, στηρίζεται ακριβώς στην προγενέστερη αποδέσμευσή της από τα δεσμά του μεσαιωνικού παρελθόντος και στην έγκαιρη υιοθέτηση (ασυνείδητα ίσως) δομών και θέσεων που ανήγαγαν την οικονομική απογείωση σε στρατηγική επιλογή. Σε κάθε περίπτωση, ηθελημένα ή αθέλητα, ο ευρωπαϊκός κόσμος είχε από νωρίς εισέλθει σε μια αναπόφευκτη καπιταλιστική-βιομηχανική πραγματικότητα την οποία προσπαθεί να διαχειριστεί μέχρι και σήμερα.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Benevolo L. & Λαζαρίδης Π., 1977, Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη, Εκδόσεις Νέα Σύνορα, Αθήνα.
2. Κομνηνός Ν., 1986, Θεωρία της Αστικότητας - Τόμος Ι, Εκδόσεις Σύγχρονα Θέματα, Αθήνα.
3. Λαγουδάκη Ε., 2006, Το Φαινόμενο της Μετανάστευσης Κατά τον 19ο Αιώνα. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.archive.gr/modules.php?name=News&file=article&sid=213
4. Λεοντίδου Λ. & Σκλιας Π., 2001, Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης - Εγχειρίδιο Μελέτης, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
5. Μπούρας Χ., 2007, Το τέλος της Φεουδαρχίας και η Ανάπτυξη των Πόλεων.
6. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://christosb.blogspot.com/2007/01/blog-post.html
7. Pounds N. J. G., 2001, Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης: Η μοντέρνα Ευρώπη – Τόμος Β’, μτφ. Μ. Αλεξάκης, Μ. Κονομή, Α. Λογιάκη, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
8. Φραγκόπουλος Στ., Ιστορία της Τεχνολογίας: Ατμοκίνηση, Βιομηχανική Επανάσταση. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://sfrang.com/historia/default.htm#per


© ΙΖ 2009