Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

ΕΠΟ 31 (Ευρωπαϊκές Φυσικές Επιστήμες) - 2/2009


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2009

ΘΕΜΑ
«Η συνεισφορά των Κοπέρνικου, Κέπλερ και Γαλιλαίου έγκειται αφενός στο ότι επέφεραν την αλλαγή του κοσμολογικού μοντέλου, αφετέρου δε στο ότι το έργο τους διαφοροποίησε τη σχέση ανάμεσα στην Θεολογία και την Επιστήμη. Αναλύστε.»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα πραγματεύεται την διατύπωση των θεωριών του Κοπέρνικου, του Κέπλερ και του Γαλιλαίου και τη σημασία αυτών στη βάση δύο κεντρικών αξόνων στοχασμού, της κοσμολογίας και της σχέσης επιστήμης και θεολογίας.
Αρχικά, θα γίνει μια σύντομη αναφορά στην επικρατούσα επιστημονική σκέψη του ύστερου μεσαίωνα και στο βασικό κοσμολογικό μοντέλο που είχε εγκαθιδρυθεί και ίσχυε για αιώνες. Ακολούθως, μέσα από μια συνδυαστική και εξελικτική παρουσίαση των απόψεων των προαναφερθέντων μεγάλων στοχαστών, θα παρουσιαστεί το νέο κοσμολογικό μοντέλο που υποστήριξαν και οι βασικές αρχές που το διέπουν. Θα δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στα σημεία εκείνα που η κοσμολογία τους αποκόπτεται παντελώς από την προγενέστερη επιστημονική γνώση, σηματοδοτώντας το πέρασμα σε μια νέα εποχή και σχολή επιστημονικής σκέψης.
Εν συνεχεία θα παρουσιαστεί το καθεστώς που διέπει την θεολογική και επιστημονική σκέψη σε χρονολογική σειρά από το μεσαίωνα έως και την μετάβαση στο ηλιοκεντρικό μοντέλο και θα εντοπιστούν οι επιπτώσεις που υπήρξαν για την σχέση της θεολογίας-επιστήμης.
Κλείνοντας θα διατυπωθούν τα συμπεράσματα που προέκυψαν από την μελέτη του φαινομένου της Επιστημονικής Επανάστασης και θα συνοψιστούν τα δυναμικά εκείνα χαρακτηριστικά που την καθιστούν κομβικό σημείο για την εξέλιξη της επιστήμης ως τις μέρες μας.

Η ΕΠΙΚΡΑΤΟΥΣΑ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΣΤΟΝ ΥΣΤΕΡΟ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Το εννοιολογικό πλαίσιο του ύστερου μεσαίωνα μέσα στο οποίο διατυπώνονταν τα κρίσιμα επιστημονικά ερωτήματα ήταν ένα κράμα πλατωνικής, αριστοτελικής και χριστιανικής σκέψης. Η κληρονομιά των ελληνικών, λατινικών και αραβικών μεταφράσεων του μεσαίωνα διαμόρφωσαν εν πολλοίς την επικρατούσα φιλοσοφία. Η αριστοτελική φιλοσοφία αποτέλεσε πυλώνα της σκέψης σε μια κατάσταση συνεχούς κριτικής και αμφισβήτησης που καθιστούσε αναγκαία την ειρηνική συνύπαρξη με την χριστιανική σκέψη μέσα από ένα συνθετικό πλαίσιο αναφοράς. Στο βαθμό που η χριστιανική σκέψη βοηθούσε στην εξήγηση πολλών φαινομένων δεν υπήρχε λόγος το πλαίσιο αυτό να εγκαταλειφθεί. (Lindberg, 1997: 516-518)
Το κοσμολογικό μοντέλο της μεσαιωνικής Ευρώπης πρέσβευε ότι η Γη βρισκόταν στο κέντρο του πεπερασμένου σύμπαντος και ο Ήλιος, οι πλανήτες και οι απλανείς αστέρες περιφέρονται γύρω της. Πρόκειται για το κατεξοχήν αριστοτελικό κοσμολογικό μοντέλο που εμπλουτίστηκε από τις αστρονομικές παρατηρήσεις του Πτολεμαίου για τις τροχιές των πλανητών. Το αριστοτελικό σύμπαν αποτελείται από την υποσελήνια μεταβαλλόμενη και φθοροποιό γήινη περιοχή και την υπερσελήνια άφθαρτη περιοχή του αιθέρα. Κάθε γήινο αντικείμενο είχε μια φυσική θέση ανάλογη της σύνθεσης στοιχείων που το αποτελούν και μια φυσική ή εξαναγκασμένη ευθύγραμμη κίνηση. Τα υπερσελήνια σώματα είναι άφθαρτα και αιθέρια, περιστρεφόμενα γύρω από το κέντρο του σύμπαντος σε τέλειους κύκλους. (Chalmers, 1994: 107-108 & Καβύρης, 2008)
Στα σημεία που η αριστοτελική σκέψη ‘έπεφτε’ πάνω στην χριστιανική δημιουργήθηκαν οι αφορμές για κριτική και έλεγχο της πρώτης και ‘διορθώσεις’ ή υιοθέτηση αντι-αριστοτελικών απόψεων όπως με την καταδίκη του 1277. Όμως και από μόνη της η αριστοτελική θεωρία άφηνε περιθώριο αμφισβήτησης καθώς ερχόταν σε σύγκρουση με τον τρόπο που γινόταν αντιληπτός ο κόσμος από τους μεσαιωνικούς φυσικούς όπως πχ. με τη θεωρία για την ύλη, τη μορφή και την ουσία. Έτσι η θεωρία της κίνησης δέχτηκε αναθεώρηση και εφαρμόστηκαν ποσοτικές τεχνικές στα προβλήματα κινηματικής και δυναμικής. Παρά την κριτική όμως η οποία ήταν κυρίως αποσπασματική και όχι συνολικά καταδικαστική, οι αριστοτελικές αρχές παρέμεναν ζωντανές τον ύστερο μεσαίωνα μέσα σε ένα κριτικό κλίμα ελέγχου που προετοίμασε το έδαφος για την συνολική κριτική και απόρριψη του Αριστοτέλη στα νεότερα χρόνια. (Lindberg, 1997: 519-520)

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΗΛΙΟΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ
Η ανάγκη για αντιμετώπιση μερικών πρακτικών προβληματων σχετιζόμενων με τα ουράνια φαινόμενα όπως η αναξιοπιστία του Ιουλιανού ημερολογίου, αποτέλεσε αφορμή για την ανακίνηση της ηλιοκεντρικής θεωρίας. Στα μέσα του 16ου αι. (1543 η πρώτη δημοσίευση) ο Πολωνός αστρονόμος Κοπέρνικος διαμόρφωσε ένα καινούργιο αστρονομικό σύστημα στο οποίο η Γη ήταν κινούμενη σε περιφορά γύρω από τον Ήλιο μαζί με τους πλανήτες. Συγκεκριμένα το κέντρο της Γης έπαψε να ταυτίζεται με το κέντρο του σύμπαντος και το ‘στερέωμα’ θεωρήθηκε ακίνητο σε έκταση πέρα και από την απόσταση Γης-Ηλίου. Ο δε Ήλιος παρέμενε ακίνητος και έδινε την αίσθηση ότι μετακινείται επειδή ακριβώς η Γη περιστρέφεται γύρω του. Αυτή η θεώρηση ανατρέπει εκ βάθρων το αριστοτελικό-πτολεμαϊκό σύστημα τοποθετώντας εκ νέου τη θέση του ανθρώπου μέσα στο σύμπαν. (Βαλλιάνος, 2001: 27)
Αμέσως διατυπώθηκαν πολλά επιχειρήματα έναντι της κοπερνίκειας αστρονομίας βασισμένα στην μέχρι τότε επιστημονική γνώση. Ο Κοπέρνικος διαποτισμένος ο ίδιος από την αριστοτελική μεταφυσική δεν μπόρεσε να απαντήσει πειστικά σε όλα όπως πχ. γιατί δεν εκτινάσσονται τα διάφορα αντικείμενα από την περιστρεφόμενη Γη ή γιατί μια πέτρα που πέφτει κάθετα από ψηλά δεν πέφτει σε απόσταση από το σημείο εκκίνησης εφόσον η Γη κινείται. (Chalmers, 1994: 106 & 108-109)
Η θεωρία του Κοπέρνικου παρά τις αδυναμίες της ήταν θελκτική γιατί εξηγούσε με απλούστερο και λιγότερο τεχνητό τρόπο τα χαρακτηριστικά της κίνησης των πλανητών σε αντίθεση με την πτολεμαϊκή θεωρία. Ο Κοπέρνικος αναγκάστηκε και αυτός να χρησιμοποιήσει επίκυκλους για να συμβιβάσει τις επίγειες παρατηρήσεις με την θεωρία όμως η μαθηματική έκφραση της κοπερνίκειας θεωρίας ήταν αυτή που την κατέστησε πλεονεκτούσα έναντι της πτολεμαϊκής. (Chalmers, 1994: 110)
Ο Γαλιλαίος ήταν πιθανότατα ο επιστήμονας τη μεγαλύτερη συνεισφορά στην υποστήριξη της κοπερνίκειας κοσμολογίας. Με τη συστηματική χρήση του τηλεσκοπίου διαλεύκανε τα παρατηρησιακά δεδομένα που ο Κοπέρνικος δυσκολευόταν να εξηγήσει όπως η σταθερότητα του μεγέθους Άρη και Αφροδίτης στη διάρκεια του έτους. Επιπλέον διατύπωσε μια μηχανική θεωρία που αντικατέστησε την αριστοτελική και εξουδετέρωσε τα επιχειρήματα εναντίον του Κοπέρνικου. Οι κρατήρες και τα βουνά της Σελήνης που κατέρριπταν την άφθαρτη υπερσελήνια εκδοχή, τα μεταβαλλόμενα μεγέθη Άρη και Αφροδίτης στις διάφορες φάσεις τους, οι κινούμενοι δορυφόροι του Δία, ήταν μερικές μόνο παρατηρήσεις που επιβεβαίωναν τον Κοπέρνικο και ακύρωναν τους επικριτές του και την αριστοτελική κοσμολογία. (Chalmers, 1994: 111-112 & Βαλλιάνος, 2001: 31 & Μπούρας, 2007)
Όμως και οι παρατηρήσεις του Γαλιλαίου μπορούσαν να επιδεχτούν αμφισβήτηση ως προς την αξιοπιστία των οπτικών ιδιοτήτων του τηλεσκοπίου. Σε αυτό έρχεται να συμβάλει ο Κέπλερ που στις αρχές του 16ου αι. επινόησε την οπτική θεωρία που υποβάθμισε την σημασία των τηλεσκοπικών αλλοιώσεων της μεγεθυμένης εικόνας. Η δικαιολόγηση των ευρημάτων του Γαλιλαίου επήλθε σταδιακά με την βελτίωση του τηλεσκοπίου και την εξέλιξη της οπτικής θεωρίας του Κέπλερ που επεξηγούσε τη λειτουργία του. (Chalmers, 1994: 112-113)
Η μεγαλύτερη συνεισφορά του Γαλιλαίου ήταν η εργασία του πάνω στην μηχανική γιατί έθεσε τις βάσεις για την εξέλιξη της θεωρίας από τον Νεύτωνα. Διέκρινε την ταχύτητα από την επιτάχυνση, απέρριψε την αριστοτελική σύνδεσης κίνησης και αιτίας και πρότεινε τον νόμο της αδράνειας, ανέλυσε την κίνηση των βλημάτων στις συνιστώσες δυνάμεις που ασκούνται και ανέπτυξε την έννοια της σχετικής κίνησης. Για να καταστήσει κατανοητές τις νέες έννοιες χρησιμοποίησε παραδείγματα και πειράματα είτε πραγματικά είτε νοητικά. Παρόλα αυτά δεν θεωρείται ότι επινόησε μια νέα αστρονομία αλλά ότι αφιερώθηκε στην ενίσχυση της κοπερνίκειας κοσμολογίας. (Chalmers, 1994: 114-115)
Ο Γερμανός αστρονόμος Κέπλερ ήταν συνεργάτης του Δανού Τύχο Μπράχε που στα τέλη του 16ου αι. έκανε πλήθος σημαντικών παρατηρήσεων που κατέρριπταν την αριστοτελική θεωρία περί της υπερσελήνιας αέναης τέλειας κίνησης και συνέταξε αναλυτικούς αστρονομικούς πίνακες. Βασισμένος στις μετρήσεις και καταγραφές του Μπράχε κατέληξε στη διατύπωση των τριών νόμων του για την πλανητική κίνηση γύρω από τον ήλιο. Η σημαντική συνεισφορά του είναι ότι ανακάλυψε πως κάθε πλανητική τροχιά μπορεί να παρασταθεί με έλλειψη (πρώτος νόμος) πράγμα που καταργεί το συμβιβασμό με την έννοια των επίκυκλων τόσο του Πτολεμαίου όσο και του Κοπέρνικου. Με τους άλλους δύο νόμους του διατύπωσε μαθηματικές σχέσεις με τις οποίες μπορούσε να κάνει ακριβείς προβλέψεις για την θέση των πλανητών ανά πάσα στιγμή. Έτσι χρησιμοποιώντας τα δεδομένα του Μπράχε και τους Νόμους που διατύπωσε, κατάφερε να επεκτείνει την κοπερνίκεια θεωρία θεμελιώνοντας το ηλιοκεντρικό μοντέλο. (Chalmers, 1994: 115, Βαλλιάνος, 2001: 29-30 & Μπούρας, 2007)

Η ΣΧΕΣΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ & ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΔΙΑΤΥΠΩΣΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΚΟΣΜΟΛΟΓΙΚΟΥ ΜΟΝΤΕΛΟΥ
Η έννοια της επιστήμης με την σημερινή της μορφή είναι υπόθεση μερικών μόνο αιώνων. Οι αιώνες πριν τον 17ο χαρακτηρίζονται από την μελέτη των φυσικών φαινομένων υπό την κηδεμονία της μεταφυσικής, με προσανατολισμό θεωρητικό και λογοκεντρικό. Κεντρικό μέλημα των φυσικών φιλοσόφων αποτελεί το ‘σώζειν τα φαινόμενα’ δηλαδή η διατύπωση κοσμολογικών θεωριών που δικαιολογούν τα δεδομένα των αισθήσεων μέσα σε κάποιο πλαίσιο λογικής. (Βαλλιάνος, 2001: 21)
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεωκεντρικό πτολεμαϊκό μοντέλο (160 μΧ) που παραδέχεται την φαινομενική διάταξη των ουράνιων σωμάτων σε περιφορά γύρω από τη Γη σε κυκλικές τροχιές. Οι αποκλίσεις των τροχιών ‘διορθώνονται’ από τον Κλαύδιο Πτολεμαίο με τη χρήση επίκυκλων που καθιστούν μεν το μοντέλο περίπλοκο όμως μέσω θεωρητικών παραδοχών διέσωζε τα αισθητηριακά φαινόμενα. Έτσι η εμπειρία προσαρμόζεται στις λογικές-θεολογικές δογματικές απαιτήσεις αφού η ανθρώπινη διάνοια δεν θεωρείται ικανή να αντικαταστήσει τον Θείο Λόγο με παραδοχές μιας γήινης πεπερασμένης οπτικής. (Βαλλιάνος, 2001: 24)
Στη διάρκεια του μεσαίωνα η χριστιανική αντίληψη απαξίωσε τον φυσικό κόσμο ως δευτερογενές θεϊκό δημιούργημα, ενισχύοντας έτσι τη θέση της θεολογίας. Η αλήθεια των Γραφών γίνεται ταυτόσημη με την ορθή γνώση του κόσμου και η υποταγή στην θεολογική αυθεντία και την ορθή πίστη έτσι όπως την διαχειρίζεται η εκκλησιαστική εξουσία αποτελεί μονόδρομο. Η αριστοτελική λογική αποτελεί το κατεξοχήν όργανο συστηματοποίησης των θεολογικών δογματισμών μέσα στην φυσική πραγματικότητα. Τα εμπειρικά δεδομένα πρέπει να προσαρμόζονται στις θεολογικές περιγραφές της Γένεσης που θεωρούνται απόλυτα αληθείς ως προς την καταβολή του φυσικού κόσμου. (Βαλλιάνος, 2001: 22)

Ο ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΣ ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ-ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΟΥ ΥΣΤΕΡΟΥ ΜΕΣΑΙΩΝΑ
Η επίσημη εκκλησία ήταν υπέρμαχος της γεωκεντρικής θεωρίας γιατί ταίριαζε με την δημιουργία του κόσμου που περιγράφεται στην Γένεση και με άλλα βιβλικά αποσπάσματα. Η γενικότερη κρίση της πολιτικής και πνευματικής εξουσίας του 14ο αι. άφησε περιθώριο για κριτικό επιστημονικό προβληματισμό που ανάγκασε την εκκλησιαστική εξουσία σε συμβιβασμό με στοχαστές (Ορεσμ, Μπουρινταν κλπ) που πρέσβευαν εναλλακτικές προσεγγίσεις. (Βαλλιάνος, 2001: 25-26)
Η έννοια της ‘διπλής αλήθειας’ αποτέλεσε την πρώτη οπισθοχώρηση της θεολογικής αυθεντίας και γεννήθηκε για να δώσει στον φιλόσοφο το δικαίωμα να διερευνά τα φυσικά φαινόμενα με την ανθρώπινη λογική, μιας και η λογική αυτή είναι χάρισμα Θεού. Εάν τα αποτελέσματα του προβληματισμού έρχονται σε σύγκρουση με τις θεολογικές παραδοχές ο στοχαστής μπορεί να τα προβάλει μόνο ως νοητικά πειράματα και θεωρητικές εικασίες. Μπορούν δηλαδή οι νέες θεωρίες να έχουν υπόσταση λογική, μαθηματική ή άλλη αλλά σε καμία περίπτωση φυσική ώστε να μπορούν να καταστούν εναλλακτικές θεωρίες δημιουργίας του κόσμου. (Βαλλιάνος, 2001: 26)
Οι δογματικές αλήθειες έτσι όπως διαφυλάσσονται από την θεολογική αυθεντία παραμένουν άθικτες από τους επιστημονικούς και νοητικούς πειραματισμούς. Ο φυσικός φιλόσοφος είναι ελεύθερος να διατυπώνει συλλογισμούς όσο αποδέχεται ότι η έρευνά του δεν αποσκοπεί στην ανατροπή της δογματικής αλήθειας η οποία παραμένει στην δικαιοδοσία της εκκλησίας. (Βαλλιάνος, 2001: 26)

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΗΣ ΣΧΕΣΗΣ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ
Με την δημοσίευση της κοπερνίκειας κοσμοθεωρίας σηματοδοτείται η απαρχή της νεώτερης φυσικής επιστήμης αφού για πρώτη φορά αμφισβητείται η θεολογική αυθεντία.
Η αλλαγή οπτικής θεώρησης του σύμπαντος από τον Κοπέρνικο με σταθερό σημείο τον Ήλιο, επαναδιαπραγματεύεται την θεϊκά εγγυημένη θέση του ανθρώπου στην έννοια της δημιουργίας. Η Γη από κέντρο του κόσμου μετατρέπεται σε ένα από τα πολλά αστρικά σώματα στο άπειρο σύμπαν. Η γεωκεντρική θεώρηση αποτελούσε εγγύηση για τη θέση του ανθρώπου που ήταν υποταγμένη στην θεϊκή παρέμβαση και επιβεβαιωμένη μέσα στον φυσικό κόσμο. Στο νέο πλαίσιο που διατυπώνεται δεν χωρούν θεϊκές υπερβάσεις και εκκλησιαστικές αυθεντίες όσο και αν η ‘διάσωση των φαινομένων’ είναι και εδώ ζωντανή με τη χρήση κυκλικών τροχιών των πλανητών. (Βαλλιάνος, 2001: 28)
Για τον ίδιο τον Κοπέρνικο, η νέα κοσμολογία που ανέπτυξε δεν αντιτίθεται στην παρουσία του Θεού στο σύμπαν καθώς περιγράφει υπό νέους όρους την εποπτεία Του σε αυτό. Δηλαδή την διαχείριση της φυσικής τάξης από τον δημιουργό βάσει των φυσικών νόμων. Παρόλο το συμβιβαστικό κλίμα της αναγεννησιακής εποχής οι ιδέες του Κοπέρνικου ήταν ριζοσπαστικές έως προκλητικές και δέχτηκαν κριτική έως και συσκότιση. Ειδικότερα με τη χρήση ανυπόγραφων προλόγων του δογματικού Οσιάντερ στο έργο του, που καθιστούσαν την ηλιοκεντρική θεωρία υπόθεση εργασίας και μαθηματικού στοχασμού στα πλαίσια της ‘διπλής αλήθειας’. Ο ίδιος όμως είχε προλάβει να δηλώσει πριν το θάνατό του ότι η νέα κοσμολογία αποτελεί ακριβή περιγραφή της φύσης. (Βαλλιάνος, 2001: 28-29 & Καβύρης, 2008)
Ο Γαλιλαίος προσηλωμένος στα ιδεώδη της ερευνητικής και πειραματικής ελευθερίας εξέδωσε το τελευταίο του έργο στην Ολλανδία το 1638 υπό την μέγγενη της Ιεράς Εξέτασης. Επηρεασμένος από το πέρασμά του από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβα και την υιοθέτηση εκεί της ‘ευρετικής διαδικασίας’ μέσω ανάλυσης και σύνθεσης, δημιούργησε το υπόστρωμα της μηχανιστικής ερμηνείας της φύσης όπου η μαθηματική απόδειξη συνθέτει και αναλύει τα ευρήματα της πειραματικής διαδικασίας. Τα διανοητικά του επιτεύγματα επέζησαν πέρα και πάνω από τους εξωγενείς θεοκρατικούς περιορισμούς και έκοψαν οριστικά τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την φυσική επιστήμη με τις μεταφυσικές μεσαιωνικές δοξασίες. (Βαλλιάνος, 2001: 46-49 & Κοτσιλιέρης, 2008)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ
Έχουν ειπωθεί διαφορετικοί ορισμοί για αυτό που ονομάζουμε Επιστημονική Επανάσταση. Ο Kuhn ορίζει την Επιστημονική επανάσταση ως συνισταμένη πολλών μικρότερων ανεξάρτητων επαναστάσεων ανά επιστημονικό κλάδο με έμφαση στις παραδοσιακές επιστήμες που διέθεταν μεσαιωνικό θεωρητικό υπόβαθρο για να υπάρξει σύγκριση που να επιβεβαιώνει μετασχηματισμό. Αντίστοιχα ο Koyre αποσυνδέει την Επιστημονική Επανάσταση από την μεσαιωνική επιστήμη θεωρώντας την όχι επέκταση αλλά ουσιαστική μετάλλαξη του πνεύματος με κορύφωση την κατάρρευση της μεσαιωνικής κοσμοθεωρίας. (Lindberg, 1997: 509-511 & Κοτσιλιέρης, 2008)
Είναι γεγονός ότι παρά την κριτική διάθεση που επιδείχθηκε κατά τον μεσαίωνα προς την αριστοτελική μεθοδολογία και τις όποιες υπερβάσεις ή βελτιώσεις προέκυψαν, ο πυρήνας του αριστοτελισμού που ήταν η μέθοδος της λογικής παραγωγής μέσα από αυταπόδεικτες καθολικές αρχές, παρέμεινε κυρίαρχος στην επιστημονική σκέψη. Αντίθετα οι φυσικοί φιλόσοφοι της Επιστημονικής Επανάστασης εγκατέλειψαν τον Αριστοτέλη δίνοντας έμφαση στη χρήση μαθηματικών μετρήσεων και αναλύσεων, στην χρήση επιστημονικών υποθέσεων και κυρίως στην αναγκαιότητα της πειραματικής προσέγγισης των φυσικών φαινομένων ως μεθόδου επιβεβαίωσης αυτών των υποθέσεων. (Lindberg, 1997: 513-514)
Άρα κύριο χαρακτηριστικό της Επιστημονικής Επανάστασης ήταν η καθολική αλλαγή στο μεθοδολογικό και μεταφυσικό επίπεδο. Η Επιστημονική Επανάσταση αποτελεί παράδειγμα ριζικής αλλαγής της αντίληψης για την γέννηση και εξέλιξη της φύσης αλλά και των μεθόδων εξερεύνησης των μυστικών της. Πρόκειται δε για μια αλληλένδετη σειρά επιστημονικών ανακαλύψεων που συνδυάστηκε με τη μεταβολή των καθεστηκώτων ιδεών. Η εμφάνιση μιας νέας έννοιας της φύσης και των νέων μεθόδων διερεύνησής της επηρέασαν τόσο τις επιστημονικές πρακτικές όσο και τις επικρατούσες πεποιθήσεις για τη σχέση φύσης και θρησκείας. (Lindberg, 1997: 520-522)
Η κυριότερη όμως διαφορά δεν είναι μεθοδολογική αλλά βαθιά εννοιολογική και έγκειται στην απόρριψη των στοιχείων της αριστοτελικής μεταφυσικής στα ζητήματα ύλης, μορφής, ουσίας, ενέργειας και κίνησης. Ο αριστοτελικός κόσμος είναι οργανικός, γεμάτος αισθητές ιδιότητες, με συγκεκριμένο σκοπό και οργάνωση. Ο νέος κόσμος είναι μηχανικός με άψυχη ύλη, αδιάκοπη κίνηση και τυχαίες ανοργάνωτες συγκρούσεις πέρα και πάνω από την σχεδιαστική τελειότητα της υπέρτατης θεϊκής πρόνοιας.
Η Νευτώνια φυσική που ακολούθησε χρονολογικά την Επιστ. Επανάσταση, και έθεσε τα πρότυπα της σύγχρονης φυσικής σκέψης στηρίχθηκε εν πολλοίς στο έργο των Κέπλερ και Γαλιλαίου για να αναπτυχθεί θεωρητικά. Όπως ακριβώς ο επιστημονικός στοχασμός πάτησε πάνω στην ανάγκη απεγκλωβισμού από τα δεσμά της θεοκρατικού δογματισμού και ‘αναγέννησε’ την φυσική επιστήμη έτσι και η Επιστημονική Επανάσταση έστρωσε το δημιουργικό νοητικό υπόστρωμα για την διάνοιξη των ορίων της επιστημονικής σκέψης όπως την εννοούμε στη σύγχρονη εποχή.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βαλλιάνος Π., 2001, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη - Εγχειρίδιο Μελέτης (Τόμος Β’), Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
2. Chalmers A., 1994, Τι Είναι Αυτό που το Λέμε Επιστήμη, μετάφρ. Γ. Φουρτούνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
3. Lindberg D.C., 1997, Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης : Η Ευρωπαϊκή Επιστημονική Παράδοση σε Φιλοσοφικό, Θρησκευτικό και Θεσμικό Πλαίσιο, 600 πΧ – 1450 μΧ, μεταφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα.
4. Καβύρης Π., 2008, Διαφορές και Ομοιότητες στην Επιστήμη του Μεσαίωνα και των Νεώτερων Χρόνων: Η Περίπτωση της Κοσμολογίας, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.archive.gr/
5. Κοτσιλιέρης Θ., 2008, Από τον Κλειστό Κόσμο στο Άπειρο Σύμπαν, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.archive.gr/
6. Μπούρας Χ., 2007, Επιστημονική Επανάσταση: Η Μετάβαση από το Κλειστό Σύμπαν στον Άπειρο Κόσμο, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.antifono.gr/  (κατηγορία άρθρων Φιλοσοφία-Επιστημολογία)


© ΙΖ 2009