Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Παρασκευή 4 Φεβρουαρίου 2011

ΕΠΟ 31 (Ευρωπαϊκές Φυσικές Επιστήμες) - 3/2009


ΜΑΡΤΙΟΣ 2009

ΘΕΜΑ
«Σε τι βαθμό οι επιστημολογικές απόψεις που αναπτύχθηκαν τον 17ο αιώνα εκφράζουν την ακόλουθη θέση: ‘Οι επιστήμες μπορούν να περιγράψουν πλήρως τη φύση’; Αναφερθείτε στην προβληματική των Galilei, Bacon, Descartes & Locke.»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα πραγματεύεται την διατύπωση των θεωριών των στοχαστών που σηματοδοτούν το πέρασμα στην εποχή της επιστημονικής διανόησης. Ειδικότερα δε τους φυσικούς φιλοσόφους που αποτελούν υποδειγματικούς εκπροσώπους των σχολών σκέψης που επικράτησαν τον 17ο αι. δηλαδή του ορθολογισμού και του εμπειρισμού. Κεντρικό ζήτημα αποτελεί η άποψη αυτών των φιλοσόφων για την φύση και την αλληλεπίδραση της με την επιστήμη.
Προκειμένου να καταδειχτεί αυτή η σχέση, θα προηγηθεί σύντομη αναφορά στην θεώρηση της φύσης και των φυσικών φαινομένων όπως ίσχυε στα χρόνια πριν την Επιστημονική Επανάσταση. Θα επισημανθεί η διαφορετικότητα της αντιμετώπισης αυτών με άξονα τον πειραματισμό. Ακολούθως θα γίνει συμπυκνωμένη παρουσίαση του έργου του Γαλιλαίου με στόχο να εντοπιστούν οι βασικές του θέσεις για την φύση και κυρίως η μεθοδολογία προσέγγισής της, μιας και αποτέλεσε την αφετηρία ή το πρόπλασμα για το πέρασμα στη νέα εποχή αλλά και τον παροχέα των κατάλληλων μεθοδολογικών εργαλείων.
Πριν από την ανάλυση των θεωριών των βασικών εκπροσώπων ορθολογισμού & εμπειρισμού θα γίνει μια σύντομη αναφορά στις βασικές θέσεις των δύο ρευμάτων και θα τονιστεί για μια ακόμα φορά η διαφορετικότητα με την οποία προσεγγίζεται η έννοια της φύσης κατά την Επιστημονική Επανάσταση.
Στο κλείσιμο θα επιχειρηθεί μια επιμέρους κριτική των στοχαστών και θα διατυπωθεί ένα γενικό συμπερασμα σχετικά με τη συμβολή του καθενός από τη δική του σκοπιά. Από την αναλυτική καταγραφή των θέσεων των Μπέικον, Λοκ, Ντεκάρτ θα διαφανεί ότι τόσο αυτοί όσο και ο Γαλιλαίος, διατύπωσαν δομικές θεωρίες γύρω από την φύση, την γνώση και την αναζήτηση της επιστημονικής αλήθειας που αποτέλεσαν τη βάση για την εξέλιξη της επιστημονικής σκέψης.

Η ΠΟΡΕΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΕΠΙΣΤΗΜΟΛΟΓΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ ΤΟΥ 17ου ΑΙΩΝΑ: ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ & ΟΡΘΟΛΟΓΙΣΜΟΣ
Η έννοια της επιστήμης με την σημερινή της μορφή είναι υπόθεση μερικών μόνο αιώνων. Οι αιώνες πριν τον 17ο χαρακτηρίζονται από την μελέτη των φυσικών φαινομένων υπό την κηδεμονία της μεταφυσικής, με προσανατολισμό θεωρητικό και λογοκεντρικό. Κεντρικό μέλημα των φυσικών φιλοσόφων αποτελούσε η διατύπωση κοσμολογικών θεωριών που δικαιολογούν τα δεδομένα των αισθήσεων. Η έννοια της ‘διπλής αλήθειας’ αποτέλεσε την πρώτη οπισθοχώρηση της θεολογικής αυθεντίας και γεννήθηκε για να δώσει το δικαίωμα να διερευνώνται τα φυσικά φαινόμενα με την ανθρώπινη λογική, μιας και η λογική αυτή είναι χάρισμα Θεού. (Βαλλιάνος, 2001: 21-26)
Με την Επιστημονική Επανάσταση του 17ου αι. οι φυσικοί φιλόσοφοι εγκατέλειψαν τον Αριστοτέλη δίνοντας έμφαση στη χρήση μαθηματικών μετρήσεων και αναλύσεων, στην χρήση επιστημονικών υποθέσεων και κυρίως στην αναγκαιότητα της πειραματικής προσέγγισης των φυσικών φαινομένων ως μεθόδου επιβεβαίωσης αυτών των υποθέσεων. (Lindberg, 1997: 513-514)
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω και γνωρίζοντας ότι ο 17ος αι. υπήρξε η κατεξοχήν περίοδος ρήξης και ανατροπής των αντιλήψεων για τα φυσικά φαινόμενα, για την γέννηση και εξέλιξη της φύσης αλλά και των μεθόδων εξερεύνησης των μυστικών της, καθίσταται σαφές ότι ένα από τα δομικά συστατικά που διαχωρίζουν τον μεσαίωνα από την νεότερη περίοδο, είναι η εμφάνιση μιας νέας έννοιας της φύσης. Η έννοια αυτή βρίσκεται πέρα και πάνω από τη σχολαστική φιλοσοφία και συνοδεύεται από ένα νέο πλαίσιο μεθόδων, που στάθηκαν ικανές να διαμορφώσουν νέες επιστημονικές πεποιθήσεις και πρακτικές και μια νέα αντίληψη για τη σχέση φύσης και επιστήμης. (Lindberg, 1997: 520-522)
Οι κατακτήσεις της πειραματικής μεθόδου από τον Γαλιλαίο και μετά, οδήγησαν την επιστήμη να αποτελέσει τον κινητήριο άξονα προόδου της κοινωνίας. Το φυσικό περιβάλλον νοείται υπό το πρίσμα της βέλτιστης χρήσης του προς εξυπηρέτηση των ανθρώπινων αναγκών. Οι τεχνολογικές βελτιώσεις αυξάνουν τον υλικό πλούτο και το βιοτικό επίπεδο. Έτσι η επιστήμη σταδιακά αντικατέστησε τη θρησκεία ως εγγυητής προόδου και ευημερίας. Αποβάλλοντας την εξάρτηση από την μεταφυσική και τη φιλοσοφία, η επιστήμη αναλαμβάνει τον καθορισμό της νομοτέλειας του φυσικού γίγνεσθαι. Η φιλοσοφία κατά συνέπεια μετασχηματίζεται σε επιστημολογία, με αποστολή την περιγραφή του τρόπου που λειτουργεί η ανθρώπινη λογική και ο νους για την παραγωγή επιστημονικής αλήθειας. (Βαλλιάνος, 2001: 89&91-93)
Στα πλαίσια αυτά αναπτύχθηκαν δύο βασικές αντιμαχόμενες προσεγγίσεις της επιστήμης, ο ορθολογισμός και ο εμπειρισμός. Η αντιπαράθεσή τους αφορά τη σχέση της φύσης και της γνώσης, με την εμπειρία από τη μια και με τον λόγο από την άλλη. Ο ορθολογισμός τονίζει τον κεντρικό ρόλο που έχει το λογικό στη διαμόρφωση της επιστημονικής σκέψης, σε αντιδιαστολή με τον εμπειρισμό που προβάλει την αναγκαιότητα της αισθητηριακής παρατήρησης στη διανοητική θεώρηση. Ο εμπειριστής, αναζητά τη σύνδεση των περιεχομένων του νου και την απόκτηση της γνώσης μέσα από την αισθητηριακή εμπειρία και την παρατήρηση. Ο ορθολογιστής, υποστηρίζει ότι πηγή γνώσης και αλήθειας είναι ο ορθός λόγος γιατί μπορεί να υπερβαίνει την εμπειρία και να μην περιορίζεται από τα δεδομένα της. (Woolhouse, 2003: 10-11)
Μεγάλοι φιλόσοφοι και στοχαστές της εποχής επηρεάστηκαν λιγότερο ή περισσότερο από την μία ή την άλλη προσέγγιση της επιστήμης και κατατάχθηκαν για ιστορικούς κυρίως λόγους σε κάθε ένα από τα ρεύματα. Η κατηγοριοποίηση αυτή μάλλον αποτελεί μεταγενέστερη προσπάθεια ανεύρεσης προτύπων εν μέσω μιας καταιγιστικής ροής ιδεών. Ο Μπέικον και ο Λοκ ως εκφραστές της εμπειρικής τάσης και ο Ντεκαρτ ως εκφραστής της ορθολογικής τάσης, αποτελούν βασικούς εκπροσώπους των δύο ρευμάτων. (Cottingham, 2003: 15-16)

Ο ΓΑΛΙΛΑΙΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΗ ΜΕΘΟΔΟΣ ΩΣ ΠΡΟΠΟΜΠΟΣ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Ο Γαλιλαίος αποτέλεσε τον πιο σημαντικό ίσως πρώιμο εκπρόσωπο της νέας επιστημονικής συλλογιστικής. Η μεγαλύτερη επιστημονική συνεισφορά του ήταν στην μηχανική όπου εισήγαγε νέες έννοιες όπως ταχύτητα, επιτάχυνση, αδράνεια και σχετική κίνηση, θέτοντας τις βάσεις για την μετέπειτα εξέλιξη της θεωρίας από τον Νεύτωνα, εξίσου σημαντική εξέλιξη όμως αποτελεί ότι για να καταστήσει κατανοητές αυτές τις νέες έννοιες, χρησιμοποίησε παραδείγματα και πειράματα, είτε πραγματικά είτε νοητικά. (Chalmers, 1994: 114-115)
Επηρεασμένος από το πέρασμά του από το Πανεπιστήμιο της Πάδοβα και την υιοθέτηση της ‘ευρετικής διαδικασίας’, δημιούργησε το υπόστρωμα της μηχανιστικής ερμηνείας της φύσης, όπου η μαθηματική απόδειξη συνθέτει και αναλύει τα ευρήματα της πειραματικής διαδικασίας. Η υπαγωγή του καθαρού λόγου στην αισθητή εμπειρία, μέσα από μια μεθοδική και συχνά μαθηματική διαδικασία, αποτελεί ένα νέο τύπο προσέγγισης της φυσικής. (Βαλλιάνος, 2001: 46-49)
Η φύση μέσα από τα μάτια του Γαλιλαίου ήταν μια φύση αντικειμενική και απογυμνωμένη από τις ανθρώπινες συσχετίσεις και τα αισθήματα. Η επικοινωνία μέσα σε αυτήν γίνεται με τη γλώσσα των μαθηματικών χωρίς καμία μυστικιστική διάθεση. Η αναγωγή της φύσης σε πρωτεύουσες αντικειμενικές ιδιότητες σχήμα, αριθμό, κίνηση αποξενώνει την επιστήμη από την ηθική, την μαθηματική σχέση από την ποιοτική διαδικασία, την ποσότητα και την μέτρηση από την ερμηνεία και το νόημα. (Gillispie, 1994: 46-48)
Η στάση του αυτή προκάλεσε τη ρήξη με την παράδοση, καθώς αντιμετώπιζε τις παρατηρήσεις και τα πειράματα ως γεγονότα που δεν στηρίζονται σε μια προϋπάρχουσα ιδέα. Για τον Γαλιλαίο δεν έχει σημασία αν η παρατήρηση εναρμονίζεται με κάποια υφιστάμενη παραδοχή. Σημασία έχει το πειραματικό αποτέλεσμα να γίνει αποδεκτό ως βάση για να οικοδομηθεί η θεωρία εκείνη που θα το επιβεβαιώνει. (Chalmers, 1994: 1)
Ο Γαλιλαίος υπήρξε ο πρώτος μεγάλος συστηματικός πειραματιστής στην ιστορία της φυσικής. Τα διανοητικά του επιτεύγματα έκοψαν οριστικά τον ομφάλιο λώρο που συνέδεε την φυσική επιστήμη με τις μεταφυσικές δοξασίες. Επιστημολογικά, ο Γαλιλαίος αποτελεί ένα κρίσιμο ιστορικό ορόσημο, που σηματοδοτεί την γέννηση μιας εποχής όπου η επιστήμη χειραφετείται και η διαδικασία παραγωγής γνώσης και αναζήτησης της αλήθειας συγκροτείται ως αυτόνομη δραστηριότητα. (Βαλλιάνος, 2001: 32 & 49)
Υπό αυτή την έννοια, ο Γαλιλαίος αποτέλεσε κίνητρο για πολλούς στοχαστές της Επιστημονικής Επανάστασης που θεώρησαν την ‘εμπειρία’ ως κατεξοχήν πηγή της γνώσης και ότι μοναδικός τρόπος για να κατανοήσουμε τη φύση, είναι να απευθυνθούμε απευθείας σε αυτήν. (Chalmers, 1994: 2)

Η ΣΧΕΣΗ ΦΥΣΗΣ-ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΥ ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΠΕΙΚΟΝ ΣΤΟΝ ΛΟΚ
Ο στοχαστής που πρώτος σαλπίζει την έναρξη της νέας επιστημονικής εποχής είναι ο Άγγλος Φράνσις Μπέικον. Ο Μπέικον υπήρξε προπαγανδιστής της επιστήμης και της γνώσης και κήρυκας της νέας γνωστικής μεθόδου, της εμπειρικής επαγωγής που χτίζει θεωρητικές γενικεύσεις πάνω στη βάση επιμέρους εμπειρικών δεδομένων. Τα κείμενα του δείχνουν μια μονόπλευρη και διαρκή εμμονή στη γνώση και τη μάθηση για όλους τους πιθανούς τομείς και με όλους του δυνατούς τρόπους. (Woolhouse, 2003: 22-24 και Βαλλιάνος, 2001: 94)
Ο Μπέικον στο έργο του προχώρησε σε ταξινομήσεις των γνωστικών κλάδων και επιστημών. Διαιρεί καταρχάς τη γνώση σε ‘κατ’ έμπνευσιν θεολογία’ και φιλοσοφία, τη φιλοσοφία σε φυσική θεολογία, γνώση του ανθρώπου και φυσική φιλοσοφία, τη φυσική φιλοσοφία σε μεταφυσική και φυσική, κλπ. Ταυτόχρονα, συνέταξε εκθέσεις μεθόδων με τις οποίες η γνώση μπορεί να αποκτηθεί, καταγραφεί, διαφυλαχτεί και διαδοθεί. Η διαίρεση της γνώσης σύμφωνα με το Μπέικον βασίζεται στην ιδέα ότι όλη η γνώση είτε προέρχεται από τη θεία αποκάλυψη ή προκύπτει από τις αισθήσεις. (Woolhouse, 2003: 25-26)
Οι αναφορές του στην ‘κατ’ έμπνευσιν θεολογία’ είναι περιορισμένες αφήνοντας να εννοηθεί ότι οι αισθήσεις αποτελούν την πηγή όλης της γνώσης που κατέχουμε. Η ανθρώπινη γνώση λοιπόν προκύπτει από τις αισθήσεις και διαιρείται σε γνώση του Θεού, του ανθρώπου και της φύσης. Όμως η γνώση από μόνη της δεν έχει αξία εάν δεν μεταφράζεται σε ισχύ επί των αντικειμένων και μάλιστα με τρόπο ωφέλιμο για την κοινωνία. Άρα στόχος της διανοητικής δραστηριότητας πρέπει να είναι ο έλεγχος της φύσης. Για να γίνει όμως αυτό πρέπει το μυαλό να απελευθερωθεί από τα ‘Είδωλα’ δηλαδή τις εσφαλμένες ιδέες και μεθόδους που πολιορκούν το μυαλό: τα είδωλα της Φυλής, του Σπηλαίου, της Αγοράς και του Θεάτρου. Δηλαδή τρόπους σκέψης που είτε προκύπτουν από την ίδια την ανθρώπινη φύση, είτε είναι διανοητικά σφάλματα και προκαταλήψεις ή επιρροές και εσφαλμένες μέθοδοι απόκτησης της γνώσης. (Woolhouse, 2003: 26 & 29-30)
Η φύση είναι περίπλοκη και η γνώση είναι δύσκολο να κατακτηθεί όμως τελικά αυτό που φράσσει το δρόμο της επιτυχίας είναι η αδυναμία να χρησιμοποιηθούν οι κατάλληλες διαδικασίες. Καθεμία από τις εσφαλμένες μεθόδους σχετίζεται με το έναν ή τον άλλο τρόπο με την εμπειρία. Το σφάλμα τους ή η ορθότητά τους εξαρτάται από το πώς συνδέονται ή σχετίζονται μ’ αυτήν. (Βαλλιάνος, 2001: 95 και Woolhouse, 2003: 29)
Το παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί θεωρητική διατύπωση του εμπειρισμού. Ο Μπέικον δεν υποστηρίζει κάποιου είδους θεωρητική άποψη σύμφωνα με την οποία όλη η γνώση μας προέρχεται από την εμπειρία, ούτε αναλώνεται με το πώς η διάδραση κόσμου και αισθήσεων καταλήγει στις ιδέες και τη γνώση. Ο εμπειρισμός του είναι περισσότερο μεθοδολογικός και αφορά την έμφασή του στην εμπειρική γνώση και την συστηματική μέθοδο ανάπτυξης της. Είναι εμπειριστής ως προς την επιμονή του ότι η φυσική φιλοσοφία οφείλει να μη στηρίζεται μόνο στις δυνάμεις του νου. (Woolhouse, 2003: 27 & 30)
Αυτός που συστηματοποίησε τη γνωσιολογία του εμπειρισμού είναι ο Λοκ. Η παραδοχή του είναι ότι τα όρια της γνώσης συμπίπτουν με αυτά της εμπειρίας. Τα αισθητήρια όργανα είναι οι δίαυλοι εισροής πληροφοριών και χωρίς αυτά ο νους θα ήταν άγραφο χαρτί. Κατά συνέπεια δεν υπάρχουν έμφυτες ιδέες και ο νους δεν είναι αποκομμένος από το σώμα αφού επεξεργάζεται το υλικό των αισθήσεων. Κατά συνέπεια, ο άνθρωπος είναι ένα φυσικό ον με διανοητικές δυνάμεις που εξασφαλίζουν την επιβίωση και την πρόοδο. Η διάνοια επεξεργάζεται με τη μέθοδο της συνδυαστικότητας τα μεμονωμένα αισθητηριακά δεδομένα και παράγει προτάσεις που περιγράφουν τον κόσμο και τη φύση. (Βαλλιάνος, 2001: 111-112)
Υπάρχουν απλές ιδέες που καταγράφουν τις βασικές ιδιότητες του φυσικού κόσμου και του εαυτού μας και η συνένωσή τους σχηματίζει τις σύνθετες ιδέες που απαρτίζουν την καθημερινότητα μας. Η αναγνώριση των επιμέρους συνθετικών μέσω της εμπειρικής αναγωγής διαμορφώνει το υλικό της γνωστικής διαδικασίας, τις ιδέες του νου. Κάθε ιδέα αποτελεί μια μικρή απεικόνιση των ιδιοτήτων του φυσικού περιβάλλοντος. Δημιουργείται όμως το ερώτημα της σχέσης ανάμεσα στις ιδέες και τα υλικά όντα και μήπως η γνώση που παράγει ο νους αποτελεί φαντασίωση. Ο Λοκ χρησιμοποιεί τη διάκριση πρωτογενών και δευτερογενών ιδιοτήτων για να υποστηρίξει ότι η εμπειρία διορθώνει μια προγενέστερη εμπειρία. (Βαλλιάνος, 2001: 112-113)
Τα δεδομένα των αισθήσεων είναι θεμέλιο της επιστήμης επειδή οι πρωτογενείς ιδιότητες των σωμάτων περιγράφουν τη δομή του φυσικού όντος. Η μέτρηση των ποσοτικών χαρακτηριστικών επιτρέπει το σχηματισμό μιας θεωρητικής εικόνας του φυσικού συστήματος κοντά στην αντικειμενική πραγματικότητα. Αυτή η εικόνα δοκιμάζεται καθημερινά και επιβεβαιώνεται άρα δεν αποτελεί φαντασία. Ο κόσμος είναι μια αιτιακή διαπλοκή ύλης που υπάρχει έξω από την συνείδηση μας και καθορίζει το περιεχόμενο του νου. Η αιτιότητα είναι στη φύση και τα σώματα επενεργούν μεταξύ τους με καθορισμένο τρόπο αφήνοντας μια απεικόνιση στην ανθρώπινη συνείδηση. (Βαλλιάνος, 2001: 113)
Για τον Λοκ η επιστήμη είναι αυστηρά περιγραφική. Διδάσκει πως λειτουργεί η εμπειρία αλλά όχι γιατί είναι αναγκαίο να λειτουργεί έτσι και όχι κάπως αλλιώς. Η πραγματική ουσία των πραγμάτων είναι κάτι που κρύβεται πίσω από την εμφάνισή τους και συγκρατεί μονάχα το πλέγμα των ιδιοτήτων που παρατηρούμε. Ο Λοκ αμφισβητούσε αν ο άνθρωπος θα κατόρθωνε ποτέ να ανακαλύψει τις κρυμμένες δομές που παρέχουν γνώση των καθολικών αληθειών για τα φυσικά σώματα. Πιστεύει όμως στην ύπαρξη αυτών των δομών και ότι αν μπορούσαμε να τις ανακαλύψουμε θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε τις σχέσεις που επικρατούν στην φύση. (Cottingham, 2003: 28 και (Βαλλιάνος, 2001: 114)

Η ΣΧΕΣΗ ΦΥΣΗΣ-ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΝΤΕΚΑΡΤ
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ντεκάρτ, ο ορθολογιστής με την μεγαλύτερη αίγλη, άσκησε καθοριστική επιρροή στο δυτικό κόσμο μέσα από μια επιστημονική προσέγγιση διαφορετική από τον επαγωγισμό του Μπέικον. Αφετηρία του είναι ότι η εμπειρία δεν μπορεί να αποτελεί θεμέλιο για την κατανόηση της φυσικής νομοτέλειας άρα η επαγωγική μέθοδος που στηρίζεται στις αισθήσεις είναι ανεπαρκής και αναξιόπιστη. Θεωρεί τις ιδιότητες των σωμάτων που μπορούμε να αντιληφθούμε ως δευτερογενείς εξαρτώμενες από τη φυσική τους κατάσταση και ως πρωταρχικές μόνο εκείνες που μπορούν να εκφραστούν μέσω της γεωμετρίας και υπόκεινται σε ποσοτικές μετρήσεις. Κατά συνέπεια πραγματεύεται το φυσικό νόμο ανεπηρέαστος από τις παρεμβολές της εμπειρίας, με τη μεθοδική χρήση του λογικού. (Βαλλιάνος, 2001: 99-101)
Ο Ντεκαρτ θεωρούσε τα σχολαστικά κείμενα σκοτεινά επειδή αδυνατούσαν να δουν ότι η βεβαιότητα δεν βρίσκεται στις αισθήσεις αλλά στην νόηση. Σε αντίθεση με την άκριτη εμπιστοσύνη στα αισθητήρια όργανα ο Ντεκαρτ προτείνει το ιδεώδες της τέλειας γνώσης, αυτής που παράγεται από τα πρώτα αίτια. Η μέθοδός της λογικής παραγωγής συνίσταται στην ανάλυση ενός προβλήματος με αναγωγή του στα απλούστερα ουσιώδη στοιχεία του ώσπου να φτάσουμε σε αυταπόδεικτες προτάσεις που να παίζουν τον ρόλο των αξιόπιστων αρχών ή σημείων αφετηρίας. Τέτοιες προτάσεις για τον Ντεκαρτ δεν μπορούν να είναι άλλες από αυτές που βρίσκονται στο τέρμα μιας μακράς αλυσίδας παραγωγικού συλλογισμού. Ο Ντεκαρτ υποστηρίζει ότι τα συμπεράσματά μας μπορούν να κατέχουν την ίδια βεβαιότητα με τα σημεία αφετηρίας αρκεί να προχωράμε αργά με σαφή και καθαρά συλλογιστικά βήματα.(Cottingham, 2003: 62 & 66)
Χρησιμοποιώντας την αναλυτική αμφιβολία και την αναλυτική μέθοδο για να αναζητήσει την καθαρή αλήθεια, ο Ντεκάρτ αναγνωρίζει τρεις υποστάσεις. Ο Θεός είναι η μοναδική αυταίτια υπόσταση και το αναγκαίο ον που αποτελεί αρχή του φυσικού νόμου. Ο ίδιος ο εαυτός μας αποτελεί την δεύτερη υπόσταση ως το νοούν πράγμα, ενώ το ανθρώπινο σώμα, η ύλη αποτελεί την τρίτη υπόσταση. Ο άνθρωπος υπάρχει όχι μέσα από το σώμα αλλά μέσα από την διάνοιά του. Το ‘σκέφτομαι άρα υπάρχω’ ως συμπέρασμα της μεθόδου λογικής παραγωγής επιβεβαιώνει αυτόν τον διαχωρισμό και κατευθύνει εμφατικά την επιστήμη στην περιγραφή των φυσικών φαινομένων όπως είναι, πέρα από κρίσεις και υποκειμενισμούς (Βαλλιάνος, 2001: 100-101)
Ο Ντεκάρτ διατύπωσε ένα ιδεώδες επιστημονικής εξήγησης όπου οι λόγοι των φαινομένων συνάγονται από αναμφισβήτητες κοινές αλήθειες. Πίστευε σε ένα σύμπαν ορθολογικά δομημένο όπου κάθε γεγονός βρίσκει τη θέση του στο σύνολο και συνέχισε να επικαλείται το ιδεώδες της συστηματικής ενοποίησης σε όλη του την πορεία. Παρατήρησε ότι για πολλά φαινόμενα πρέπει να αρκούμαστε σε απλές πιθανές εξηγήσεις αν δεν διαθέτουμε επαρκείς πληροφορίες. Η θεωρία του κατακύρωσε τελεσίδικα την μηχανιστική αντίληψη στην νεότερη επιστήμη και διαμόρφωσε ένα σύστημα φυσικής σκέψης ανταγωνιστικό στη νευτώνεια μηχανική. (Cottingham, 2003: 24 & 26 και Βαλλιάνος, 2001: 103)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ – ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η έμφαση που έδωσε ο Μπέικον στο πείραμα διαμόρφωσε την φυσιογνωμία της επιστήμης με έντονο τρόπο ώστε η σύγχρονη επιστήμη να καταστεί συνώνυμη της πειραματικής επιστήμης. Ο πειραματισμός του Μπέικον κάνει τον ερευνητή ελεγκτή της διαδικασίας τεχνητής αναπαραγωγής της φύσης. Ο Μπέικον όμως δεν πέτυχε να συστηματοποιήσει τον εμπειρισμό γιατί δεν εισήλθε στην θεωρητική κατανόηση της ανάγκης του πειράματος, ούτε επεξεργάστηκε συστηματικά τη μέθοδο εξαγωγής γνώσης από τις αισθήσεις. Η θεωρία του αποτελεί μια πρώιμη μονάχα εκδοχή του εμπειρισμού και η επιστημονικότητά του ήταν περισσότερο μια πολιτισμική στάση που δεν αντικατοπτρίζει την επιστημονική πρακτική. (Gillispie, 1994: 77-78 και Βαλλιάνος, 2001: 97 & 111)
Ο Λοκ με τη θεωρία του απορρίπτει τον στόχο της επιστήμης όπως τον έθεσε ο Μπέικον δηλαδή τη διάγνωση των θεμελιωδών φυσικών μορφών. Η επιστήμη εμφανίζεται πλέον ως ατελής δραστηριότητα περιορισμένη από τις αδυναμίες του ανθρώπινου νου. Η γνώση που παράγεται είναι η καλύτερη δυνατή πλην όμως πιθανολογική και όχι το ίδιο βέβαιη όπως οι μαθηματικές αλήθειες. Ο Λοκ εγκαθιστά έτσι έναν σκεπτικισμό ως προς την εμβέλεια της επιστήμης χωρίς να παραγνωρίζει την αναγκαιότητα του πειραματισμού για την εύρεση της αλήθειας στην φύση. Αυτή η επιστημολογική ταπεινοφροσύνη του Λοκ για την αυτοσυγκράτηση του νου, είναι η πολύτιμη κληρονομιά του. (Βαλλιάνος, 2001: 114-115)
Ο καρτεσιανισμός απέτυχε ως φυσική θεωρία γιατί η αδυναμία αναγνώρισης του πειράματος ως κριτήριο εγκυρότητας των υποθέσεων της θεωρίας, δεν συμβιβάζει κατάλληλα την θεωρία με την υλική πραγματικότητα. Η φιλοσοφική σκέψη του Ντεκάρτ είναι ιδιαίτερα δογματική και μαθηματικογενής και αδυνατεί να ορίσει επαρκώς τον φυσικό νόμο. Αποτυγχάνει ως φυσική θεωρία γιατί αδυνατεί να κατανοήσει τη σχέση πειράματος-θεωρίας και δεν επιτρέπει την αντίληψη της φύσης ως ένα σύνολο δυναμικών μετασχηματισμών και δράσεων. Ο διαχωρισμός πνεύματος-ύλης δεν εξηγεί πως οι πράξεις του νου προκαλούν ορατά αποτελέσματα στη φυσική ζωή. (Βαλλιάνος, 2001: 104 & 107)
Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η πρόοδος της επιστήμης τον 17ο αι. κατέστησε πραγματική την μεθοδολογική και θεσμική της αυτοτέλεια. Η απελευθέρωση του φυσικού νόμου από τα δεσμά της θρησκείας οδηγεί τον επιστήμονα σε νέα διανοητικά επίπεδα αναζήτησης. Ως θεματοφύλακας της προόδου ο επιστήμονας είτε είναι ορθολογιστής είτε εμπειριστής, διατυπώνει σκέψεις και μεθόδους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα οδηγούν στη γενίκευση της επιστημονικής μεθοδολογίας. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κάποια πλευρά προσέγγισε την πλήρη αλήθεια σε πολύ μεγαλύτερο εύρος από την άλλη. Η πλήρης περιγραφή της φύσης από την επιστήμη εξακολουθεί να αποτελεί μυστήριο.
Συμπερασματικά, παρά τις φαινομενικές αντιθέσεις των στοχαστών και την αδόκιμη ίσως κατάταξή τους σε αντίπαλα ‘στρατόπεδα’, το στοχαστικό τους οικοδόμημα αποτελεί συνδυαστικά τη θεωρητική βάση για την προσέγγιση και κατανόηση της φύσης από τον άνθρωπο. Η σύνθεση των ορθολογικών και εμπειριστικών θεωρήσεων που θα ακολουθήσει από τον Καντ τον 18ο αι. αποτελεί μια σχετική προς αυτό επιβεβαίωση.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Βαλλιάνος Π., 2001, Οι Επιστήμες της Φύσης και του Ανθρώπου στην Ευρώπη - Εγχειρίδιο Μελέτης (Τόμος Β’), Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
2. Chalmers A., 1994, Τι Είναι Αυτό που το Λέμε Επιστήμη, μετάφρ. Γ. Φουρτούνης, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.
3. Cottingham J., 2003, Φιλοσοφία της Επιστήμης - Τόμος Α’: Οι Ορθολογιστές, μεταφρ. Σ. Τσούρτη, Εκδόσεις ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ, Αθήνα.
4. Gillispie C. C., 1994, Στην Κόψη της Αλήθειας. Η Εξέλιξη των Επιστημονικών Ιδεών από τον Γαλιλαίο ως τον Einstein, μεταφρ. Δ. Κούρτοβικ, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα.
5. Lindberg D.C., 1997, Οι Απαρχές της Δυτικής Επιστήμης : Η Ευρωπαϊκή Επιστημονική Παράδοση σε Φιλοσοφικό, Θρησκευτικό και Θεσμικό Πλαίσιο, 600 πΧ – 1450 μΧ, μεταφρ. Η. Μαρκολέφας, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις ΕΜΠ, Αθήνα.
6. Woolhouse R. S., 2003, Φιλοσοφία της Επιστήμης - Τόμος Β’: Οι Εμπειριστές, μεταφρ. Σ. Τσούρτη, Εκδόσεις ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ, Αθήνα.


© ΙΖ 2009