Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

ΕΠΟ32 (Θεσμοί Ευρωπαϊκού Πολιτισμού) - 11/2010


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010

ΘΕΜΑ

 «Αναλύστε τις συνθήκες που συνέβαλλαν στη σταδιακή αποσύνδεση της εκπαίδευσης από την Εκκλησία από τον 10ο ως τον 14ο αιώνα και στη συνέχεια αναφέρετε τους τύπους σχολείων που δημιουργήθηκαν στις πόλεις»

 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ             
◦ Η εκπαίδευση υπό τον σφιχτό εναγκαλισμό της εκκλησίας
◦ Πρώτα βήματα για μια πιο ‘ανοιχτή’ εκπαίδευση     
◦ Παράγοντες απαγκίστρωσης της εκπαίδευσης από την εκκλησία 
◦ Εκπαιδευτικά ιδρύματα και περιεχόμενο σπουδών 
◦ ΕΠΙΛΟΓΟΣ           
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ      
  
ΕΙΣΑΓΩΓΗ

            Το θέμα πραγματεύεται τις μεταβολές στο εκπαιδευτικό σύστημα του μεσαίωνα, σχετικά με την παγιωμένη ως τότε εποπτεία του από την εκκλησιαστική εξουσία. Στόχος της εργασίας είναι να εξεταστούν και να παρουσιαστούν κατάλληλα, οι συνθήκες και οι παράγοντες που οδήγησαν στην σταδιακή απεξάρτηση της εκπαίδευσης από τον εκκλησιαστικό εναγκαλισμό.
            Αρχικά θα παρουσιαστεί η υφιστάμενη κατάσταση στα εκπαιδευτικά δρώμενα έως τον 8ο αι. και κατόπιν των πρώτων ‘δειλών’ βημάτων εκκοσμίκευσης που έθεσε ο Καρλομάγνος ως τον 10ο αι. Θα ακολουθήσει διεξοδική παρουσίαση των συνθηκών και παραγόντων που γέννησαν νέες ανάγκες και απαιτήσεις για την εκπαίδευση. Θεωρώντας την αστική ανάπτυξη ως κομβικό σημείο για την μεσαιωνική οργάνωση σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο, θα υπογραμμιστεί ο ρόλος των πόλεων στην αναμόρφωση των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των προσφερόμενων σπουδών.
            Εν κατακλείδι, θα συνοψιστεί το βασικό συμπέρασμα ότι μέχρι το τέλος του 13ου αι. οι κοινωνικές ανάγκες υποκίνησαν την αναμόρφωση των εκπαιδευτικών παροχών πράγμα εμφανές τόσο στον τύπο των Σχολών που δημιουργήθηκαν, όσο και στα προγράμματα σπουδών εντός αυτών.


Η ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ ΥΠΟ ΤΟΝ ΣΦΙΧΤΟ ΕΝΑΓΓΑΛΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

            Μετά τον 6ο αι. και την παρακμή των κλασσικών σχολείων, εμφανίστηκαν κατηχητικά σχολεία όπου διδάσκονταν προφορικά οι γραφές και το χριστιανικό δόγμα, με σκοπό την βάπτιση του μαθητή. Ακολούθως εμφανίστηκαν ανώτερα κατηχητικά που δίδασκαν θεολογία, φιλοσοφία και φυσικές επιστήμες με στόχο την υπεράσπιση της πίστης από ειδωλολάτρες και την απάντηση θεολογικών ερωτημάτων. (Γκότσης, 2001, σ.28-30 και Reble, 2003, σ.86).
            Η ανάπτυξη που γνώρισε τον 7ο αι. ο μοναχισμός επηρέασε την εκπαίδευση. Τα μοναστήρια, συσσώρευαν την πνευματική εργασία, με την αντιγραφή χειρογράφων, τη συλλογή βιβλίων, τη δημιουργία βιβλιοθηκών και την ίδρυση μοναστηριακών σχολείων. Τα σχολεία αυτά προορίζονταν για την εκπαίδευση των μοναχών αλλά με το ‘άνοιγμα’ τους στους λαϊκούς, εξελίχτηκαν σε πνευματικούς πυρήνες (Γκότσης, 2001, σ.30-31 και Reble, 2003, σ.86&88). Στα σχολεία αυτά διδάσκονταν λατινικά και οι επτά ελευθέριες τέχνες. Όσοι ολοκλήρωναν αυτές τις σπουδές μπορούσαν να σπουδάσουν θεολογία  (Reble, 2003, σ.89 και Nicholas, 2000, σ.39). Στην Βρετανία του 8ου αι. έχουμε επίσης εκκλησιαστικά σχολεία γενικής παιδείας, που απευθύνονται στο ευρύ κοινό, ενώ τα κέλτικα μοναστήρια αποτέλεσαν κέντρα σπουδών της ελληνορωμαϊκής παιδείας (Γκότσης, 2001, σ.31-33 και Nicholas, 2000, 67-68).


ΠΡΩΤΑ ΒΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΜΙΑ ΠΙΟ ‘ΑΝΟΙΧΤΗ’ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

            Τον 8ο αι. η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου εγκαθίδρυσε για πρώτη φορά ένα είδος κεντρικής διοίκησης που απαιτούσε επάνδρωση με κατηρτισμένους υπαλλήλους και οδήγησε στο ‘άνοιγμα’ της εκπαιδευτικής διαδικασίας (Ράπτης, 1999, σ.63 και Reble, 2003, σ.88). Ο Καρλομάγνος ίδρυσε ανακτορική σχολή, συστηματοποίησε τη λατινική γλώσσα μεταφράζοντας τη Βίβλο και αποκατέστησε το πρόγραμμα σπουδών των ελευθέριων τεχνών (Nicholas, 2000, σ.105-107). Επιδιώκοντας τον πολλαπλασιασμό των εκπαιδευτών, ανακατένειμε την εκκλησιαστική περιουσία, ενίσχυσε τους κατώτερους κληρικούς και προχώρησε σε εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις. Όρισε με διάταγμα ως υποχρεωτικά διδασκόμενα μαθήματα για την προπαρασκευή δασκάλων τη γραφή, την ανάγνωση, τη γραμματική και την υμνωδία. Ταυτόχρονα άνοιξε τα μοναστήρια στους φτωχούς λαϊκούς και οργάνωσε ενοριακά σχολεία που παρείχαν στοιχειώδη και μέση εκπαίδευση, επιβάλλοντας έτσι ένα σύστημα εκπαίδευσης (Γκότσης, 2001, σ.34-35 και Ράπτης, 1999, σ.64).


ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΠΑΓΚΙΣΤΡΩΣΗΣ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ

            Από τον 11ο έως και τον 13ο αι. στην Ευρώπη λαμβάνουν χώρα σημαντικές αλλαγές και η παιδεία αποκτά χαρακτήρα πρακτικής αναγκαιότητας. Παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την κατεύθυνση ήταν :

Πολιτική Οργάνωση και Κοινωνική Ιεράρχηση
            Η κατάτμηση της εξουσίας σε τοπικούς πυρήνες νομιμοποίησε τις φεουδαλικές σχέσεις υποτέλειας και εδραίωσε τον τριμερή κοινωνικό διαχωρισμό σε προσευχόμενους, μαχητές και πληβείους (Γαγανάκης, 1999, σ.42). Η εκκλησία είχε πάντα ανάγκη από κατηρτισμένα στελέχη και διαχειριστές γιατί στο ρευστό πολιτικό σκηνικό της εποχής, αντικαθιστούσε στη συνείδηση του λαού το κοσμικό κράτος, πράγμα που ενέτεινε την ανάγκη για παροχή εκπαίδευσης (Power, 2001, σ.203). Η προσπάθεια της εκκλησιαστικής εξουσίας να χειραφετηθεί από τον έλεγχο της κοσμικής εξουσίας, θα την οδηγήσει στην ενίσχυση των μοναχικών ταγμάτων, με στόχο τη δημιουργία ενός ‘πνευματικού στρατού’ επιρροής των πιστών (Ράπτης, 1999, σ. 87 & 89).

Ειρήνη και Δημογραφική Ανάπτυξη
            Η καλλιέργεια και η εκπαιδευτική πρόοδος προαπαιτούν να έχει παγιωθεί καθεστώς ειρήνης στην επικράτεια, πράγμα που ίσχυσε από τον 11ο αι. (Power, 2001, σ.204). Η θέσπιση της ‘Ειρήνης του Θεού’ ως θεσμός ελέγχου της εσωτερικής βίας και η ‘εξαγωγή’ της βίας με τις Σταυροφορίες, εδραίωσαν την εσωτερική ηρεμία και παγίωσαν την αποδοχή  της υφιστάμενης κοινωνικής ιεραρχίας (Γαγανάκης, 1999, σ.41-42). Ταυτόχρονα, οι μικροανακαλύψεις στην αγροκαλλιέργεια επιτρέπουν τη δημιουργία ικανών αποθεμάτων τροφής. Ο πληθυσμός αυξάνεται και απεγκλωβίζεται από τη γη, πράγμα που ενισχύει την μετακίνηση του στις πόλεις (Γκότσης, 2001, σ.45).

Εμπόριο-Μεταναστεύσεις-Σταυροφορίες-Εκχρηματισμός Κοινωνίας
            Από τον 12ο αι. οι μαζικές μεταναστεύσεις χαλαρώνουν τους δεσμούς υποτέλειας και η πλειοψηφία της αγροτικής παραγωγής κατευθύνεται στις πόλεις που μετατρέπονται σε συνναλακτικά κέντρα. Η αντικατάσταση της πληρωμής σε είδος με χρηματικά συμβόλαια, εδραιώνει τον εκχρηματισμό της οικονομίας. Υποκινούμενη από τον επιτηδευμένο τρόπο ζωής των ευγενών, αναπτύσσεται η βιοτεχνία καταναλωτικών αγαθών. Καθώς εδραιώνονται οι χρηματικές συναλλαγές, διευκολύνεται η εμπορική δραστηριότητα και οι επενδύσεις των κερδών και δημιουργούνται νέα επαγγέλματα (συμβολαιογράφος, γραμματέας κλπ) (Γαγανάκης, 1999, σ.33&35 και Nicholas, 2000, σ.232-234). Οι σταυροφορίες ενίσχυσαν τις εμπορικές ανταλλαγές, κυρίως όμως αύξησαν τη διαθεσιμότητα ρευστού χρήματος λόγω των θησαυρών που λεηλατήθηκαν. Αυτό τόνωσε τους εμπόρους και κυρίως τους βιοτέχνες που αύξησαν την παραγωγή τους (Nicholas, 2000, σ.219). Ένα νέο πλήθος αναγκών γεννιέται στην κοινωνική και οικονομική οργάνωση, που απαιτεί την προσαρμογή της εκπαίδευσης στην διδασκαλεία λογιστικής, αριθμητικής, εμπορικής αλληλογραφίας κλπ. (Γκότσης, 2001, σ.46).

Αστική Ανάπττυξη
            Η εξέλιξη των πόλεων αποτελεί βασικό παράγοντα αυτονόμησης της εκπαίδευσης καθώς οι ίδιες οι πόλεις αποκτούν ένα βαθμό αυτονομίας και αυτοδιαχείρισης, πολικής και οικονομικής. Η αυτοδιοίκηση δημιουργεί την ανάγκη για πολιτικά και δικαστικά αξιώματα και άρα αντίστοιχες σπουδές. Επίσης απαιτεί σπουδές περί των οικονομικών και εμπορικών συναλλαγών που ήταν πλέον πλήρως χρηματικές. Ταυτόχρονα, εντός των πόλεων δημιουργούνται συντεχνιακές συσσωματώσεις, με αιτήματα, προνόμια και εξειδικευμένες εκπαιδευτικές ανάγκες που απαιτούν μια μορφή τεχνικής πιστοποίησης. Τέλος, οι αστικές κοινωνίες του 12ου αι. απαιτούν ένα νέο είδος γνώσης που να βασίζεται στην επιχειρηματολογία και σε ένα τρόπο σκέψης πιο ‘επιστημονικό’, που έως τότε δεν υπήρχε στις μορφές διδασκαλίας. (Γκότσης, 2001, σ.49-50).

 Σχολαστικισμός
            Το έντονο ενδιαφέρον μελέτης της κλασσικής κληρονομιάς ως απόρροια της ‘περιέργειας’ των λόγιων αλλά και της ανοχής της εκκλησίας, οδηγεί σε περίοπτη θέση τη νομική, τη φιλοσοφία και την ιατρική, που ανακαλύπτουν νέες πρακτικές εφαρμογές (Powers, 2001, σ.204-205). Οι κοινωνικές ανάγκες απαιτούσαν για τη Νομική ένα είδος μόρφωσης με κατάλληλες σπουδές στη λατινική γραμματική και ρητορική, που να παρέχει ερμηνεία των ηθικών αξιών, αλλά και συνέπεια με την ρωμαϊκή νομική παράδοση. Η ιατρική φροντίδα των ανώτερων στρωμάτων είχε αυξημένη ζήτηση και εντατικοποίησε την ανάγκη κατάρτισης περισσότερων γιατρών. Η ανάπτυξη γραφειοκρατίας διοικητικών υπαλλήλων, απαιτούσε καθαρή σκέψη και οργανωτικό πνεύμα, κάτι που κατεύθυνε τις σπουδές στη λογική έναντι της ρητορικής. Τέλος, η διάδοση των αριστοτελικών κειμένων κατέστησε τη λογική ως εργαλείο για την επιστημονική απόδειξη και την επιχειρηματολογία στα μεγάλα θεολογικά ερωτήματα (Powers, 2001, σ.205-210).

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΣΠΟΥΔΩΝ

 Τύποι Σχολών και Μαθημάτων στις Πόλεις
            Η άνθηση των πόλεων οδηγεί στη δημιουργία σχολείων υπό την δικαιοδοσία τους, για τα παιδιά εμπόρων και τεχνιτών και τους κρατικούς υπαλλήλους των μοναρχών. Πρόκειται για την αφετηρία του κοσμικού σχολικού συστήματος, όπου τα σχολεία διαθέτουν δικό τους κανονισμό και οι δάσκαλοι διορίζονται από το συμβούλιο της πόλης. Πολλά από αυτά τα σχολεία είναι ιδιωτικά με στόχο την απόκτηση τεχνικών δεξιοτήτων για τη σύνταξη επιστολών, εγγράφων και λογαριασμών (Reble, 2003, σ.90 και Nicholas, 2000, σ.255).
            Τα πρώτα σχολεία ήρθαν να καλύψουν πρακτικές ανάγκες και γι’ αυτό οργανώθηκαν από τις συντεχνίες εμπόρων και βιοτεχνών. Σκοπός τους ήταν να εκπαιδεύσουν υποψήφιους τεχνίτες ώστε να γίνουν μέλη συντεχνίας. Η αύξηση της δύναμης και των δραστηριοτήτων των συντεχνιών, επέφερε την ανάγκη για μια γενικευμένη εκπαίδευση κι έτσι δημιουργήθηκαν δευτεροβάθμια σχολεία, είτε εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης, είτε επαγγελματικής κατάρτισης (Γκότσης, 2001, σ.46).
            Τα δημοτικά σχολεία του 12ου αι. διοικούνταν από τις δημοτικές αρχές και συναγωνίζονταν τα εκκλησιαστικά. Εκεί φοιτούσαν κυρίως παιδιά εύπορων οικογενειών εμπόρων και αστών και ανήκαν στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Υπήρχαν σχολεία εκμάθησης αριθμητικής, λογιστικής και σύνταξης νομικών κειμένων. Η εξάπλωση των γραμμάτων, οδήγησε στην ανάγκη για σχολεία της καθομιλουμένης γλώσσας που ήταν απαραίτητη στις συναλλαγές. Στην Αγγλία δημιουργήθηκαν σχολεία ωδικής για την εκπαίδευση εκκλησιαστικών χορωδών (Γκότσης, 2001, σ.47 και Powers, 2001, σ.227).
            Οι ευγενείς είχαν τα λεγόμενα σχολεία της αυλής, που απέβλεπαν στην προετοιμασία των γόνων για διαχείριση της πατρικής περιουσίας και θέσης, γι’ αυτό εκτός από στοιχειώδη εκπαίδευση, παρείχαν μαθήματα γραμμάτων και τεχνών. Δεν πρέπει να παραληφθεί η τάξη των ιπποτών και φεουδαρχών που απέβλεπε στην άμυνα και την επέκταση της κτηματικής περιουσίας. Τα αντίστοιχα σχολεία παρέδιδαν πολεμική εκπαίδευση, όπου η έννοια του καθήκοντος ήταν ισχυρότερη από τη λογοτεχνία. Συμπεριλάμβαναν επίσης μαθήματα φυσικής αγωγής, ιππασίας, χειρισμού όπλων αλλά και ποίησης και μουσικής (Γκότσης, 2001, σ.47 και Powers, 2001, σ.228).
            Η ερμηνεία των κλασικών βρήκε θέση στο σχολικό πρόγραμμα των περισσότερων σχολείων. Η ρητορική έθεσε τους κανόνες έκφρασης στη νομική, τη φιλοσοφία και τη θεολογία ώστε να αναπτύξουν τη δική τους τεχνική γλώσσα. Η επιστολογραφία αποτέλεσε αντικείμενο διδασκαλίας για την κατάρτιση των επαγγελματιών επιστολογράφων. Η ανάλυση και η ερμηνεία (αλληγορία και σχήματα λόγου) αποτέλεσαν αντικείμενο διδασκαλίας για την ανακάλυψη του θεϊκού νοήματος στη θεολογία. (Powers, 2001, σ.215-217).


Τα Πανεπιστήμια
            Η εμφάνιση των πανεπιστημίων σηματοδοτεί κομβική εξέλιξη στο χώρο της παιδείας. Πανεπιστήμια προϋπήρχαν (πχ. Ακαδημία Πλάτωνα, Πανδιδακτήριο Κωνσταντινούπολης), όμως η εξέλιξή τους στην μορφή που προσέλαβαν, ήταν έκφραση ανάγκης για μια διαφορετική εκπαίδευση (Γκότσης, 2001, σ.48-49). Ξεκίνησαν ως συνενώσεις σπουδαστών και καθηγητών (Μπολόνια, Παρίσι), ως ελεύθεροι ιδιωτικοί συνεταιρισμοί που προσπάθησαν να αποτινάξουν την επισκοπική κηδεμονία. Εκ των υστέρων αναγνωρίστηκαν από την εκκλησία και έλαβαν προνόμια. Τα αντικείμενα σπουδών ήταν φιλοσοφία, θεολογία, δίκαιο και ιατρική και μεθοδολογικά συστηματοποιούσαν τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων (Ράπτης, 1999, σ. 95 και Reble, 2003, σ.92).
            Δεν είχαν εξαρχής μόνιμες εγκαταστάσεις και η μορφή τους σχηματοποιήθηκε με τον καιρό, ενώ είχαν ως οικονομική βάση τις δωρεές και χορηγίες της εκκλησίας ή ιδιωτών. Στα προνόμια τους περιλαμβάνονται η ελεύθερη ασφαλής διακίνηση προς αυτά, η άδεια διεξαγωγής εξετάσεων και απονομής τίτλων, η σύνταξη εσωτερικού κανονισμού, αυτοδιοίκησης και δικαστικής δικαιοδοσίας για τα μέλη τους, η απαλλαγή από δασμούς, ακόμα και το δικαίωμα της απεργίας (Reble, 2003, σ.92-93 και Γκότσης, 2001, σ.53).
            Τα πανεπιστήμια διακρίνονταν από τα άλλα ιδρύματα γιατί εκεί μπορούσε κάποιος να σπουδάσεις τις ανώτερες σχολές ιατρικής, δικαίου και θεολογίας. Η μεθοδολογία διδασκαλίας ήταν ο ερμηνευτικός σχολιασμός από τους λογίους των αδιαμφισβήτητων επίσημων κειμένων και η διαλεκτική αντιπαράθεση αντίθετων πηγών με σκοπό τη σύνθεση (Nicholas, 2000, σ.273&277). Η διδασκαλία ξεκίναγε από την (κατώτερη) σχολή των Τεχνών όπου διδάσκονταν trivium και quadrivium και όσοι δεν εγκατέλειπαν με το πέρας του διετούς κύκλου ως ‘μπακαλάριοι’, συνέχιζαν για άλλο ένα διετή κύκλο ώστε να θεωρηθούν ‘μάγιστροι’. Στη συνέχεια μπορούσαν να επιλέξουν μία από τις ανώτερες σχολές για να γίνουν ‘διδάκτορες’ ή κληρικοί. Όπως γίνεται αντιληπτό η φοίτηση στο Πανεπιστήμιο του μεσαίωνα μπορούσε να αποτελέσει μια ιδιαίτερα χρονοβόρα και κοπιαστική προσπάθεια (Reble, 2003, σ.93-94 και Nicholas, 2000, σ.277-278)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

            Από την ανάλυση που σχηματοποιήθηκε παραπάνω, διαπιστώσαμε ότι η μετεξέλιξη των κοινωνικών, οικονομικών και άλλων συνθηκών της εξεταζόμενης περιόδου, υποκίνησε μια σταδιακή αλλά βαθιά εκπαιδευτική αλλαγή. Η εκκλησία χάνει τον απόλυτο έλεγχο και τον παρεμβατικό της ρόλο στα θέματα παιδείας, με αποκορύφωμα τα αυτοτελή και διοικητικά ανεξάρτητα πανεπιστήμια.
            Μέσα από μια ‘περιπλάνηση’ σε διαφορετικούς τύπους σχολών υποκινούμενους από διαφορετικές κοινωνικές και συντεχνιακές ανάγκες, η εκπαιδευτική δραστηριότητα ακουμπώντας στο πρόπλασμα εδραιωμένης γνώσης και κατάρτισης που προηγήθηκε, κατέληξε σε συγκεκριμένα σχήματα έκφρασης.
            Αυτό που θα αποδειχτεί σημαντικότερο για την ιστορική εξέλιξη, είναι ότι η εκπαίδευση αποτινάσει τον θεοκρατικό μανδύα τόσο στην εφαρμογή όσο και στη σύλληψη, αποκτώντας μια ανθρωποκεντρική πρακτική και χρηστική χροιά, ως αποτέλεσμα των ευρύτερων πολιτικών, οικονομικών και άλλων αλλαγών που συντελούνται στην μεσαιωνική κοινωνία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·    ΓΑΓΑΝΑΚΗΣ, Κ. (1999), Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
·   ΓΚΟΤΣΗΣ, Γ. και ΣΥΡΙΑΤΟΥ, Α. (2001), Δύο Θεσμοί Διαμορφωτές του Ευρωπαϊκού Πολιτισμού – Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
·   NICHOLAS, D. (2000), Η Εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου, Αθήνα, Εκδόσεις ΜΙΕΤ. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.scribd.com/doc/11651376/David-Nicholas-The-Evolution-of-the-Medieval-World (Σημ.: η αρίθμηση των σελίδων που παραπέμπονται διαφέρει από την αρίθμηση της έντυπης έκδοσης)
·  POWER, E. (2001), Η Κληρονομιά της Μάθησης - Ιστορία της Δυτικής Εκπαίδευσης, Κεφ. 6-7-8, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
· ΡΑΠΤΗΣ, Κ. (1999), Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο Αιώνα, Τόμος Α’, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
·  REBLE, A. (2003), Ιστορία της Παιδαγωγικής, Μτφ. Θ. Χατζηστεφανίδης, 6η Έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΗΜΑ.


© ΙΖ 2010