Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δευτέρα 17 Οκτωβρίου 2011

ΕΠΟ33 (Δημιουργία και Εξέλιξη Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων) - 11/2010


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2010

ΘΕΜΑ

 «Να αναζητήσετε τους βασικούς παράγοντες – πολιτικούς, οικονομικούς, πολιτιστικούς – που συνέβαλαν στη μεταβολή των συνόρων στην/της ΕΕ από τη δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων μέχρι σήμερα.»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                 
◦ Ο σχηματισμός του ευρωπαϊκού πυρήνα και των πρώτων Κοινοτήτων   
◦ Η Βρετανικός σκεπτικισμός και η πρώτη Βόρεια διεύρυνση
◦ Η προς Νότο διεύρυνση
◦ Η ιστορικά επιβεβλημένη εσωτερική διεύρυνση
◦ Η ενσωμάτωση των υπέρμαχων της ουδετερότητας                          
◦ Η μεγάλη προς Ανατολάς διεύρυνση   
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ – Το μέλλον των ευρωπαϊκών συνόρων         
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                        

 ΕΙΣΑΓΩΓΗ

            Το θέμα πραγματεύεται το μόνιμα επίκαιρο ζήτημα της χάραξης των Ευρωπαϊκών συνόρων και των παραγόντων που επηρέασαν ή καθόρισαν συγκεκριμένες μεταβολές αυτών, μέσα από την ιστορική διαδικασία των διευρύνσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Βασικός στόχος της εργασίας είναι να εντοπιστούν, αναλυθούν και ταξινομηθούν οι ανά διεύρυνση παράγοντες που διαμόρφωσαν τη διαδικασία ένταξης των μελών της ευρωπαϊκής οικογένειας. Θα εξεταστούν λοιπόν τόσο από την πλευρά της Κοινότητας, όσο και από την πλευρά των υποψήφιων χωρών οι βαθύτεροι λόγοι που οδήγησαν στην ένταξή τους.
            Προκειμένου να παρουσιαστούν δομημένα οι εν λόγω παράγοντες, ακολουθεί η ταξινόμησή τους με ιστορική-χρονολογική σειρά, ξεκινώντας από την σύσταση του κεντρικού πυρήνα της Ευρώπης (ΕΚΑΧ), έως και την πιο πρόσφατη ‘μεγάλη’ προς Ανατολάς διεύρυνση. Να σημειωθεί, ότι γίνεται προσπάθεια να τονιστεί η έννοια της διεύρυνσης από μια ‘εργαλειακή’ σκοπιά, δηλαδή όχι μόνο ως αποτέλεσμα των ενταξιακών διαδικασιών, αλλά και ως αφορμή υποκίνησης της ενοποιητικής προσπάθειας.
            Εν κατακλείδι, θα γίνει μία σύντομη σύνοψη του βασικού συμπεράσματος και θα διατυπωθούν επίκαιρα ερωτήματα για το μέλλον της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις που γίνονται προς απάντηση των ερωτημάτων αυτών, επιβεβαιώνουν ότι η ΕΕ δεν έχει την πολυτέλεια της στασιμότητας. Οι ιστορικές συνθήκες καλούν για άμεση ανταπόκριση της στις ανάγκες των λαών που την απαρτίζουν και για επίρρωση των λόγων ύπαρξης και λειτουργίας της με τρόπο δυναμικό.


Ο ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΡΩΤΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ

            Η δημιουργία των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων αποτέλεσε μια εξελικτική διαδικασία ενοποίησης του ευρωπαϊκού χώρου, που γεννήθηκε από την ανάγκη διατήρησης της μεταπολεμικής ειρήνης και την αποφυγή περεταίρω καταστροφικών πολεμικών συρράξεων, όμοιων με εκείνων που τόσο είχαν αφαιμάξει μεταφορικά και κυριολεκτικά την ήπειρο στο 1ο μισό του 20ου αι. (Μούσης, 2008, κεφ. 1.2). Η δημιουργία των δύο μεγάλων διακρατικών συνασπισμών του 20ου αι., του σοβιετικού-ανατολικού και του ατλαντικού-δυτικού, με τις αντίθετες φιλοσοφίες και προσεγγίσεις σε επίπεδο πολιτικής και κοινωνικοοικονομικής θεωρίας και πρακτικής, ενώ διχάζει θεσμικά την μεταπολεμική Ευρώπη, ταυτόχρονα ενισχύει την ενοποιητική διαδικασία. Με εργαλείο την εκατέρωθεν ίδρυση πολυάριθμων διεθνών οργανισμών, ο διχαστικός ανταγωνισμός ενισχύει τις προσπάθειες δημιουργίας ενός ισχυρού δυτικοευρωπαϊκού πόλου (Μαντά, 2005, κεφ. 1.1, σ. 2 και Λάβδας, 2002, σ. 35).
            Η Ευρώπη αναγνώρισε νωρίς την ανάγκη ενσωμάτωσης της Γερμανίας στους κόλπους της, έχοντας στη μνήμη νωπές τις οδυνηρές συνέπειες της λανθασμένης μετά τον Α’ Παγκόσμιο στρατηγικής απομόνωσης, που οδήγησε σε ανάπτυξη των αντιδημοκρατικών δυνάμεων του ναζισμού. Από οικονομικής άποψης άλλωστε, η Γερμανία είχε τεράστιες παραγωγικές δυνατότητες βαριάς βιομηχανίας (άνθρακας, ατσάλι, σίδηρος). Προς αυτή την κατεύθυνση εφαρμόστηκε το Σχέδιο Σούμαν, που έθετε ως τελικό στάδιο την συγχώνευση των τομέων άνθρακα και χάλυβα της ευρωπαϊκής οικονομίας. Η ΕΚΑΧ που ιδρύθηκε το 1951 με τη Συνθήκη των Παρισίων αποτελούμενη από Γερμανία, Βέλγιο, Γαλλία, Λουξεμβούργο, Ιταλία και Ολλανδία, επιδίωκε τη δημιουργία ενός υπερεθνικού καθεστώτος, σε ένα μεμονωμένο αλλά κρίσιμο τότε τομέα της οικονομίας. Ως ένα πρώτο επίπεδο συνεργασίας και εκχώρησης εθνικών αρμοδιοτήτων, αποτέλεσε το εφαλτήριο για μια ευρύτερη οικονομική και μακροπρόθεσμα πολιτική ολοκλήρωση (Λάβδας, 2002, σ. 59-60 και Μούσης, 2008, κεφ 1.2).
            Η Ευρωπαϊκή ενοποίηση ξεκίνησε με έξι κράτη είτε γιατί τα υπόλοιπα δεν ήθελαν, είτε γιατί δεν μπορούσαν. Υπήρξαν επίσης κράτη που κράτησαν απόσταση ασφαλείας, αναμένοντας τα πρώτα θετικά αποτελέσματα, προτού συνταχθούν στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία (Μούσης, 2008, κεφ. 1.2). Πράγματι η ενθαρρυντική πορεία της ΕΚΑΧ, οδήγησε καταρχάς τα έξι ιδρυτικά μέλη στην επέκταση της ενοποιητικής προσπάθειας, προς τη συγχώνευση των εθνικών οικονομιών όπως διακηρύχτηκε στη Συνδιάσκεψη της Μεσίνα το 1955. Τελικά το 1957 η ιδρυτική συνθήκη των κοινοτήτων ΕΟΚ-ΕΚΑΕ, αποτέλεσε μια κίνηση επέκτασης της ΕΚΑΧ από τα έξι ιδρυτικά κράτη-μέλη (Λάβδας, 2002, σ. 62 και Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 65).
            Η αποτυχημένη λόγω γαλλικών αντιδράσεων προσπάθεια της ΕΚΑΧ να μετεξελιχτεί υπό φεντεραλιστική λογική, σε ένα υπερεθνικό μόρφωμα με  κοινή αμυντική και πολιτική οργάνωση, απαίτησε μια νέα προσέγγιση, που θα επικεντρωνόταν σε πεδία που δεν θα δημιουργούσαν καταλυτικές διαφωνίες μεταξύ των μελών (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 58-59 & 61). Τέτοια πρόσφορα πεδία αποτέλεσαν η ατομική ενέργεια και η οικονομία, η μεν πρώτη λόγω της ανάγκης διασφάλισης της ειρηνικής χρήσης της, η δε δεύτερη ως πρόσφορο πεδίο εφαρμογής της απελευθέρωσης των αγορών από δασμούς και περιορισμούς στη μετακίνηση προϊόντων-κεφαλαίων-ανθρώπων. Έτσι για πρώτη φορά περνάμε σε μια μορφή οργάνωσης, που συμβιβάζει την υπερεθνική-ομοσπονδιακή με την διακυβερνητική προσέγγιση, κάθε μία εκ των οποίων από μόνη της αποδείχτηκε ανεπαρκής στα πλαίσια της ΕΚΑΧ (στο ίδιο, σ. 65-66). 


Ο ΒΡΕΤΑΝΙΚΟΣ ΣΚΕΠΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΡΩΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

            Από τα σπάργανα κιόλας της ενοποιητικής διαδικασίας παρατηρήθηκαν αποκλίσεις και διαφορετικές προσεγγίσεις, με κυρίαρχη αυτήν της Βρετανίας. Η Βρετανία ήταν παραδοσιακά αντίθετη στην εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε μια υπερεθνική δομή και γι’ αυτό ίδρυσε την ζώνη ελεύθερου εμπορίου ΕΖΕΣ το 1960 μαζί με Σουηδία, Δανία, Νορβηγία, Αυστρία, Ελβετία, Πορτογαλία. Η ΕΖΕΣ αποτέλεσε μια μορφή διαφοροποίησης ως προς το εύρος της ενοποιητικής προσπάθειας (Μούσης, 2008, κεφ. 1.2). Ήταν μια χαλαρότερη μορφή οικονομικής συνεργασίας, με στόχο την ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και υπηρεσιών χωρίς δασμούς. Δεν αποτέλεσε τελωνειακή ένωση με κοινό εξωτερικό δασμολόγιο, ούτε κοινή αγορά με ελεύθερη διακίνηση για κεφάλαια και ανθρώπους ή άλλες κοινές πολιτικές (Μαντά, 2005, κεφ. 1.2, σ. 7 και Λάβδας, 2002, σ. 64).
            Εν τέλει, ο αποκλεισμός της Βρετανίας από την κοινοτική αγορά, την έστρεψε τελικά σε αίτηση ένταξης το 1961 ακολουθούμενη από Ιρλανδία, Δανία και Νορβηγία (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 77).  Παρά την κοινή με την τότε γαλλική ηγεσία αντίληψη περί των υπερεθνικών θεσμών, οι ιδιαίτερες εμπορικές σχέσεις της με τα κράτη της Κοινοπολιτείας, η εξασθένηση της στερλίνας, η πρόσδεση της βρετανικής πυρηνικής οπλικής δύναμης στην αμερικάνικη στρατηγική και κυρίως η ειδική σχέση που διατηρούσε με τις ΗΠΑ, επέφεραν συνεχόμενα γαλλικά βέτο για ένταξη της Βρετανίας. Μαζί με τη Βρετανία, τα υπόλοιπα προσδεμένα σε αυτήν υποψήφια κράτη, παρέμειναν σε καθεστώς αναμονής έπειτα από δική τους επιλογή (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 79-80 και Χατζηβασιλείου, 2002, σ. 465 και Λάβδας, 2002, σ. 58). 
            Η δεκαετία του ’60 αποδείχτηκε κρίσιμη για τη διαμόρφωση της ευρωπαϊκής προοπτικής, λόγω της διελκυστίνδας των αντίθετων φιλοσοφιών ολοκλήρωσης και την ανάγκη συγκερασμού αυτών προκειμένου να αποφευχθεί το τέλμα της ενοποιητικής προσπάθειας. Βασικό χαρακτηριστικό της περιόδου αποτελεί η Γκωλική αντίθεση στην υπερεθνική κυριαρχία και η γαλλική πίστη στην ‘Ευρώπη των Πατρίδων’, που θα διασφάλιζε την ανεξαρτησία της Ευρώπης από τις ΗΠΑ (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 70-71). Από την άλλη ο φόβος εγκαθίδρυσης ενός γαλλογερμανικού διευθυντηρίου, κατεύθυνε Βέλγιο και Ολλανδία στην επιθυμία προσχώρησης της Βρετανίας ως εξισορροπητικής δύναμης (στο ίδιο, σ. 73 & 78). 
            Η αποχώρηση του Ντε Γκωλ απ’ την εξουσία το 1969 και ενώ στο μεταξύ η ΕΚΑΧ και η ΕΚΑΕ ενσωματώθηκαν το 1967 στην ΕΟΚ λόγω αποδυνάμωσης της σημασίας τους, επανεκκίνησε την ενοποιητική διαδικασία προς όφελος της Βρετανίας (στο ίδιο, σ. 80-81 & 85-86). Ευνοϊκές πολιτικές συγκυρίες σε Γαλλία και Βρετανία, σύγκλιση απόψεων των ηγετών για την υπεροχή του εθνικού συμφέροντος, καλή διάθεση για αμοιβαίες οικονομικές υποχωρήσεις στις διαπραγματεύσεις και η παροχή επταετούς μεταβατικής περιόδου, οδήγησαν στην υπογραφή ένταξης το 1972. Από τα υπόλοιπα υποψήφια μέλη μόνο η Νορβηγία δεν επικύρωσε τη συμφωνία, αφήνοντας την ΕΟΚ με 9 μέλη (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 108-109 και Χατζηβασιλείου, 2002, σ. 467). 
            Η Βρετανία, διατήρησε διαχρονικά ακόμα και μετά την ένταξή της την δυσπιστία της προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς επιδεικνύοντας σαφή προτίμηση στις διακρατικές συνεργασίες. Αυτό αντανακλά την παραδοσιακή προσκόλληση της προς την φιλελεύθερη οικονομία και όχι στα κεϋνσιανά πρότυπα που ακολουθούσαν τότε οι περισσότερες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις (Χατζηβασιλείου, 2002, σ. 469).


Η ΠΡΟΣ ΝΟΤΟ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

            Η επόμενη διεύρυνση της ΕΟΚ αφορά την ένταξη της Ελλάδας και δεν θα ήταν υπερβολή ο ισχυρισμός, ότι αποτέλεσε μια καθαρά πολιτική απόφαση, που δεν στηρίχθηκε στην ικανοποίηση των τυπικών τεχνοκρατικών προδιαγραφών που είθισται να τίθενται στα υποψήφια μέλη. Η επταετής δικτατορία 1967-74 είχε προκαλέσει αναστολή των διαδικασιών προετοιμασίας για ένταξη, που είχαν ξεκινήσει με την συμφωνία σύνδεσης του 1961 που αποτελούσε την πρώτη τέτοια διεθνή πράξη της ΕΟΚ, πράγμα που δείχνει την αυξανόμενη ελκυστικότητα της ενοποιητικής διαδικασίας (Χατζηβασιλείου, 2002, σ. 462).
            Συνεπακόλουθα, η χώρα υπολειπόταν και οικονομικά και διοικητικά από τις απαιτήσεις που συνεπαγόταν η ένταξη. Η ανάγκη όμως εμπέδωσης της δημοκρατίας και κάλυψης του χαμένου εδάφους στην οικονομική ανάπτυξη, η αρχαιοελληνική πολιτιστική κληρονομιά στην οποία στηρίχθηκε η ευρωπαϊκή, η στρατηγική ακόμα τότε γεωγραφική θέση της Ελλάδας, καθώς και η συγκυρία ευνοϊκών σχέσεων των τότε ηγετών Γερμανίας, Γαλλίας, Ελλάδας, οδήγησαν σε παράκαμψη της αρνητικής εισήγησης της Επιτροπής και υπογραφή της ένταξης το 1979 με ισχύ από το 1981 (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 110-111).  
            Για την Ελλάδα, η ένταξη στην ΕΟΚ αποτελούσε πρωτίστως πολιτική και οικονομική επιδίωξη, για την κατοχύρωση της δημοκρατίας στο εσωτερικό, την ενσωμάτωση στο δυτικοευρωπαϊκό οικονομικό σύστημα, την εξισορρόπηση της αμερικάνικης επιρροής, την εξεύρεση πρόσθετων πόρων οικονομικής βοήθειας και την έμμεση κατοχύρωση των εξωτερικών συνόρων από τον Τουρκικό κίνδυνο (Χατζηβασιλείου, 2002, σ. 460 και Λάβδας, 2002, σ. 102).
            Η Ισπανία και η Πορτογαλία ομοίως με την Ελλάδα επιδίωξαν από το 1977 την ένταξή τους, μόλις αποκαταστάθηκε η δημοκρατία με επιχείρημα την παγίωση των δημοκρατικών θεσμών. Ο πολιτικός αυτός παράγοντας και στην περίπτωσή τους επέδρασε στην τελική απόφαση. Επιπλέον όμως επηρέασαν και γεωγραφικοί και οικονομικοί λόγοι, καθώς έτσι συνεχιζόταν η νότια διεύρυνση ενώ διογκωνόταν σε έκταση η κοινή αγορά, με συνεπακόλουθη αύξηση εξαγωγών από τις βόρειες χώρες. Η ευνοϊκή συγκυρία σοσιαλιστικής διακυβέρνησης τόσο στις υπό ένταξη χώρες όσο και στη Γαλλία, βοήθησαν στην επίτευξη συμφωνίας το 1985 με ισχύ από το 1986, ενώ έτσι συνεχίστηκε η επίδειξη ευνοϊκής διάθεσης και αλληλεγγύης προς τις πιο αδύναμες οικονομίες του Νότου (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 111-113). 


Η ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

            Η ‘εσωτερικού’ τύπου διεύρυνση που μετέβαλε τα ευρωπαϊκά σύνορα, έλαβε χώρα το 1990 και αφορούσε την επανένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας σε ένα ενιαίο κράτος. Ήταν μια διεύρυνση που επιβλήθηκε από τις ιστορικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού και του Τείχους του Βερολίνου. Ταυτόχρονα, η μεγάλη πρόκληση για την Κοινότητα ήταν να διακριβωθεί ο ρόλος που θα έπαιζε η ενιαία Γερμανία στα πλαίσια της ενοποίησης, όντας η πιο ισχυρή οικονομία με δυνατότητες διείσδυσης στα ανατολικά κράτη. Για πολλούς στην Ευρώπη ξύπνησαν πρόσκαιρα οι φόβοι για μια μεγάλη αυτοτελή ηγεμονική και επηρεασμένη από το ιστορικό της παρελθόν Γερμανία. Τελικά η συμφωνία Γαλλίας-Γερμανίας για την ΟΝΕ, αποτέλεσε μια μορφή φοβικού συμψηφισμού των δύο πλευρών (ανησυχία για την επιβίωση του ισχυρού μάρκου για τους Γερμανούς και ανησυχία για την  διόγκωση του γερμανικού κράτους για τους Γάλλους). Η συμφωνία σηματοδοτεί την σύμπλευση της Γερμανίας με τους λοιπούς κοινοτικούς εταίρους και την προώθηση του μηχανισμού ολοκλήρωσης προς μια μελλοντική πολιτική ένωση (στο ίδιο, σ. 135-136). 


Η ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗ ΤΩΝ ΥΠΕΡΜΑΧΩΝ ΤΗΣ ΟΥΔΕΤΕΡΟΤΗΤΑΣ

            Η διχαστική λογική του Ψυχρού Πολέμου είχε αφήσει κάποια ευρωπαϊκά κράτη ανεπηρέαστα και προσκολλημένα στη λογική της τήρησης ίσων αποστάσεων και ουδετερότητας. Μερικά εξ αυτών μάλιστα όπως η Αυστρία, είχαν κάνει σαφείς αναφορές περί ουδετερότητας στο Σύνταγμά τους. Τα κράτη αυτά για λόγους συμπόρευσης και αποφυγής του αποκλεισμού τους από τις εξελίξεις και λιγότερο λόγω της φιλοευρωπαϊκής τους ιδεολογίας, αποφάσισαν να χτυπήσουν την πόρτα της Ευρώπης αιτούμενα ένταξη. Η Αυστρία πρώτη το 1989, η Σουηδία το 1991 και οι Φινλανδία, Νορβηγία, Ελβετία το 1992, κατέθεσαν αιτήσεις θεωρώντας ότι η πολιτική εξωτερικών και ασφάλειας της ΕΕ, δεν ήταν ασύμβατη με την ουδετερότητα τους (στο ίδιο, σ. 155-156). 
            Από τη σκοπιά της Ευρώπης, οι παραπάνω χώρες αν και μικρές ήταν ισχυρές οικονομικά και ανεπτυγμένες, μέλη ήδη του Ενιαίου Ευρωπαϊκού Χώρου, που εφάρμοζαν την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων, υπηρεσιών και ανθρώπων χωρίς να απαιτούν βαθιές μεταρρυθμίσεις. Θα ενίσχυαν μάλιστα όχι μόνο την ενοποιητική προοπτική, αλλά και τα κοινοτικά ταμεία με περισσότερα χρήματα από όσα θα ελάμβαναν. Με βάση λοιπόν οικονομικά κριτήρια και εφόσον θα αποδέχονταν το κοινοτικό κεκτημένο και τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η αποδοχή τους ήταν εύκολη, εκτός από τις περιπτώσεις εκείνες όπου η κρίση του λαού στα σχετικά δημοψηφίσματα εμπόδισε την τελική ένταξη, όπως σε Ελβετία και Νορβηγία (στο ίδιο, σ. 156-159). 


Η ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣ ΑΝΑΤΟΛΑΣ ΔΙΕΥΡΥΝΣΗ

            Την περίοδο της γερμανικής ενοποίησης, η ίδια ιστορική συγκυρία (πτώση υπαρκτού σοσιαλισμού) επιβάλει αναθεώρηση των μεθόδων και διαδικασιών ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, με στόχο την αναζήτηση μιας ιδεατής αρχιτεκτονικής με κατάλληλο θεσμικό υπόβαθρο, που θα επιτρέψει την συμμετοχή των πρώην ανατολικών κρατών στην ενοποιητική προσπάθεια. Στόχος είναι να αποτραπεί η αποκοπή των χωρών αυτών και ο εγκλωβισμός τους σε καθεστώς ανέχειας, ανασφάλειας και αστάθειας με ότι κινδύνους αυτό συνεπάγεται. Για να γίνει αυτό επιβαλλόταν η εμβάθυνση της ολοκλήρωσης στο πολιτικό επίπεδο, ώστε να υπάρχουν δομές που να καθιστούν δυνατή την ενεργή συνδρομή της Κοινότητας στην προσπάθεια μεταρρύθμισης των χωρών αυτών για επίτευξη δημοκρατικών θεσμών και οικονομίας της αγοράς (στο ίδιο, σ. 134-135). 
            Οι ίδιες οι ανατολικές χώρες πίεσαν ανοιχτά για την τελική τους ένταξη για πολιτικούς κυρίως λόγους. Η ανάγκη εγκαθίδρυσης ασφάλειας και σταθερότητας, αποτέλεσαν κύρια αιτία για την προς Ανατολάς διεύρυνση. Η έως τότε ‘πολιτική αναμονής’ της ΕΕ που βασιζόταν στις μη δεσμευτικές για αυτήν Συμφωνίες Σύνδεσης του 1990, μετατράπηκε το 1993 στη Σύνοδο της Κοπεγχάγης σε πολιτική ενεργούς συμπαράστασης, με στόχο την τελική ενσωμάτωση των συνδεδεμένων κρατών στην ευρωπαϊκή οικογένεια (Μαντά, 2005, κεφ. 3.7, σ. 10).
            Η Ευρωπαϊκή Κοινότητα αρνήθηκε να αδιαφορήσει για αυτές τις χώρες, αποφασίζοντας για λόγους πολιτικούς και στρατιωτικούς να τις συμπεριλάβει στην ευρωπαϊκή οικογένεια. Γεω-στρατηγικά η Ευρώπη στόχευε στην ειρηνική ανακατάληψη της ηπείρου από τον σοβιετικό έλεγχο, ειδικά στα Βαλκάνια και τη Βαλτική (Foucher, 2009). Ταυτόχρονα η ίδια η ιστορία υπαγόρευε το ηθικό καθήκον της ευρωπαϊκής συνδρομής στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική αναμόρφωση των κρατών αυτών, παρόλο που οι οικονομικοί τους δείκτες ήταν απαγορευτικοί για την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια (Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 188). 
            Η διεύρυνση με τα ανατολικά κράτη σηματοδοτούσε μια προοπτική για πιο εκτεταμένη, ανταγωνιστική και δυναμική εσωτερική αγορά που όμως αν δεν αξιοποιούνταν κατάλληλα και έγκαιρα θα μετατρεπόταν σε κίνδυνο για όλη την ήπειρο. Η κατάρρευση των πρώην σοσιαλιστικών οικονομιών θα συρρίκνωνε τις επιχειρηματικές προσδοκίες και κυρίως θα δημιουργούσε τεράστια μεταναστευτικά ρεύματα, με απρόβλεπτες κοινωνικές και οικονομικές συνέπειες (Μαντά, 2005, κεφ. 3.1, σ. 2).
            Περίπου μια δεκαετία μετά την αίτηση ένταξης των περισσότερων πρώην ανατολικών χωρών, η δυσκολότερη και πιο σύνθετη διεύρυνση ολοκληρώθηκε. Μετά από τρεις φάσεις επίπονων μεταρρυθμίσεων και διαπραγματεύσεων, με στόχο την εμπέδωση της δημοκρατίας και την αναμόρφωση της νομοθεσίας, της οικονομίας και της διοίκησης και παρά τις διαφοροποιήσεις κάθε κράτους σε επίπεδο θεσμών, ανάπτυξης και ιστορικής διαδρομής, η διαιρεμένη Ευρώπη επανενώθηκε. Μαζί με τις ανατολικές χώρες έκλεισε και ο κύκλος της διεύρυνσης προς το νότο με την ένταξη Κύπρου και Μάλτας (στο ίδιο, σ. 190 & 192 & 200). Η ενταξιακή εκκρεμότητα Ρουμανίας και Βουλγαρίας έκλεισε το 2007 όταν κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης. Η αποδοχή των αιτήσεων προσχώρησης των δύο χωρών συνδέεται με τις πολύ θετικές επιδόσεις τους στους οικονομικούς δείκτες, ψηλότερα και από τις μέσες ευρωπαϊκές (Λεοντίδου, 2008, σ. 92-93 και Χριστοδουλίδης, 2010, σ. 198).


ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ - ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΥΝΟΡΩΝ

            Είδαμε έως τώρα τη διαρκή και εξελικτική επέκταση των συνόρων της Ευρώπης μέσα από μια πορεία με εμπόδια, πισωγυρίσματα, καθυστερήσεις και επιταχύνσεις, διακανονισμούς και συμψηφισμούς, διαπραγματευτικούς συμβιβασμούς και αλληλέγγυες παραχωρήσεις. Το ενοποιητικό όραμα παραμένει ζωντανό, ισορροπώντας πάνω στο εύθραυστο μεταίχμιο μιας διακυβερνητικής συνεργατικής αλλά εθνικά κυρίαρχης οργανωτικής δομής και μιας υπερεθνικής πολιτικής ομοσπονδιακής προοπτικής. Η καμπή είναι πλέον κρίσιμη και τα βασικά ερωτήματα είναι πιο επίκαιρα από ποτέ : Έχουν νόημα ύπαρξης οι ‘Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης’ του Τσώρτσιλ ? Τελικά μέχρι ΠΟΥ μπορούν να φτάσουν τα ευρωπαϊκά σύνορα ? Οι απόψεις διίστανται και όπως ιστορικά πάντα υπήρχαν οι σκεπτικιστές και οι υπέρμαχοι της ενοποιητικής πορείας, έτσι και τώρα η επιχειρηματολογία κυμαίνεται από το ‘άνοιγμα’ της ευρωπαϊκής αγκαλιάς σε όλους τους ενδιαφερόμενους που πληρούν τα τεχνοκρατικά κριτήρια, έως την οριοθέτηση σφιχτών ποιοτικών μη-μετρήσιμων κριτηρίων.
            Σύμφωνα με τον Valery Giscard dEstaing, τα σύνορα της Ευρώπης πρέπει να ανταποκρίνονται σε κριτήρια γεωγραφικά και πολιτισμικά, έτσι ώστε να υπάρχει εδαφική ομοιογένεια αλλά και ταύτιση των πολιτών με μια κοινή ταυτότητα. Όσον αφορά την πολιτισμική ταυτότητα, ο Giscard dEstaing ζητά να ληφθούν υπόψη η θρησκευτική, πολιτιστική και ανθρωπιστική κληρονομιά, έννοιες που συνοψίζονται στον χριστιανισμό, τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τον φιλοσοφικό ορθολογισμό του 19ου αι. Θα είναι προαπαιτούμενο οι υποψήφιες χώρες να μοιράζονται τουλάχιστον δύο από τα παραπάνω στοιχεία, ώστε να υπάρχει μια ομοιογενής ενσωμάτωση. Υπό το παραπάνω πρίσμα, η Ευρώπη των 27 και η προσθήκη Νορβηγίας, Ελβετίας και υπολειπόμενων Βαλκανικών κρατών, σχηματίζουν μια καθαρά ‘ευρωπαϊκή’ Ευρώπη, που δεν διαπνέεται από παρελθοντικά ιμπεριαλιστικά οράματα ώστε να επιδιώξει την περεταίρω διόγκωσή της (Giscard dEstaing, 2005).
            Είδαμε επίσης ότι η διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με νέα μέλη και η εξάπλωσή της στον ευρωπαϊκό χώρο, αποτέλεσε βασικό εργαλείο στρατηγικής, ειδικά μετά την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού (Μαντά, 2005, κεφ. 2.1, σ. 2). Ο Foucher θεωρεί ότι η συμβατική εδαφική επέκταση δεν μπορεί να λειτουργήσει πλέον αποτελεσματικά για τον ‘εξευρωπαϊσμό’ της ηπείρου και πρέπει να ξεκαθαρίσει η φιλοσοφία της ΕΕ σε αυτόν τον τομέα. Εάν στόχος είναι μια οντότητα με σαφή ιστορικά και γεωπολιτικά όρια, στη βάση του πολιτισμού και της κοινής ταυτότητας, τότε θα πρέπει να περιοριστεί σε όσους μοιράζονται τις ίδιες αξίες και παραδόσεις. Η Τουρκία πχ. δεν έχει θέση σε μια τέτοια οντότητα. Αν στόχος όμως είναι η μεθοδική συνεργασία διαφορετικών λαών στη βάση κοινών συμφερόντων και δημοκρατικών αρχών, τότε όσο κι αν τίθενται θέματα εσωτερικής συνοχής, θρησκευτικής διαφοροποίησης και καλής γειτονίας, όριο επέκτασης θα αποτελεί η δυτική Ρωσία (Foucher, 2009).
            Για την ώρα, κύριο μέλημα της ΕΕ είναι να κλείσει τις εκκρεμότητες της Βαλκανικής ενσωμάτωσης (Δυτικά Βαλκάνια) με επιδέξιους χειρισμούς των διμερών διαφορών των προς ένταξη κρατών (Λεοντίδου, 2008, σ. 97 & 109). Στη συνέχεια ίσως θα ήταν θεμιτό ένα διάλλειμα στη διαδικασία διεύρυνσης, ώστε να ενισχυθεί η εσωτερική συνοχή. Προτεραιότητα για την υφιστάμενη Ευρώπη πρέπει να έχει η εμπέδωση απ’ τους πολίτες του αισθήματος του ‘ανήκειν΄, μέσα από την καλλιέργεια κοινής ταυτότητας και ενός αισθήματος υπερεθνικής ταύτισης, που να ξεπερνά την τοπική διαφορετικότητα. Μόνο τότε μπορούμε να μιλάμε για μια Ευρώπη με σαφή σύνορα, εσωτερική αλληλεγγύη, συνοχή και ζωντανή προοπτική πολιτικής ενοποίησης.
            Η μελλοντική επέκταση των συνόρων στην ευρύτερη ‘γειτονιά’, θα είναι εφικτή μόνο εφόσον υπάρξουν ξεκάθαροι ποιοτικοί όροι και προδιαγραφές σύγκλισης από την Ευρώπη, αλλά και συνειδητές επιλογές από τους υποψήφιους όχι μόνο για αποδοχή των οικονομικών ‘πακέτων’ ενίσχυσης και αναδιάρθρωσης, αλλά και για σεβασμό (αν όχι αποδοχή) του αξιακού πλαισίου της ευρωπαϊκής οικογένειας. Αυτό είναι ίσως κάτι που θα μπορούσε να εξεταστεί όχι απαραίτητα υπό το πρίσμα της πλήρους ένταξης τους, αλλά στα πλαίσια ενός ‘κύκλου’ προνομιακής περιφερειακής συνεργασίας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·  ΛΑΒΔΑΣ, Κ. (2002), Ευρωπαϊκά Ιδεολογικά Ρεύματα κατά το Β Μισό του 20ου αι. και τη Μετα-Σοβιετική Περίοδο, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
· ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ, Λ. και λοιποί (2008), Η Ευρωπαϊκή Ένωση την Αυγή της Τρίτης Χιλιετίας: Θεσμοί, Οργάνωση και Πολιτικές, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
· ΜΑΝΤΑ, Δ., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Σ. και ΣΑΚΕΛΛΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Σ. (2005), Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό (ΕΔΥ) CD-ROM,  Κεφάλαια 1-3, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
· ΜΟΥΣΗΣ, Ν. (2008), Ευρωπαϊκό Ένωση: Δίκαιο-Οικονομία-Πολιτική, 12η έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Παπαζήση. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.europedia.moussis.eu/books/Book_2/
· ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ε. (2002), Εισαγωγή στην Ιστορία του Μεταπολεμικού Κόσμου, 3η έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη.
·   ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΗΣ, Θ. (2010), Από την Ευρωπαϊκή Ιδέα στην Ευρωπαϊκή Ένωση: Η Ιστορική Διάσταση του Ευρωπαϊκού Εγχειρήματος 1923-2004, 4η έκδοση, Αθήνα, Εκδόσεις Ι. Σιδέρης.
· FOUCHER, M. (2009), Ποια τα Όρια της Διεύρυνσης ?, Εφημερίδα ‘ΤΟ ΒΗΜΑ’, φύλο 8/11/2009. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση : http://proeuro.gr/articles.php?artid=3440&lang=1&catpid=1
· GISCARD dESTAING, V. (2005), Πού Είναι τα Σύνορα της Ευρώπης ?, Εφημερίδα ‘ΤΟ ΒΗΜΑ’, φύλο 10/3/2005. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://proeuro.gr/articles.php?artid=642&lang=1&catpid=2


© ΙΖ 2010