Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Δευτέρα 16 Ιουλίου 2012

ΕΠΟ 42 (Ειδικά Θέματα Ευρ. Πολιτισμού) - 11/2011


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011

ΘΕΜΑ
«Σε ποιούς παράγοντες αποδίδει ο Βέμπερ την ανάπτυξη του καπιταλισμού στο δυτικό κόσμο; Με ποιο τρόπο οι "ιδέες εντάσσονται στην ιστορική-κοινωνική εξέλιξη" σύμφωνα με το Βέμπερ; Παρουσιάστε την άποψή του αξιοποιώντας προς τούτο το υλικό της ΠΗ»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ     
◦ Στόχοι και μεθοδολογικά εργαλεία του Βέμπερ
◦ Παράγοντες ανάπτυξης του δυτικού καπιταλισμού
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η συμβολή των ιδεών μέσα από τη μελέτη της Προτεσταντικής Ηθικής
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                 

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Στις αρχές του 20ου αι. ο Βεμπερ προσπαθεί να ‘σπάσει’  τον ιστορικό υλισμό της μαρξιστικής θεώρησης, εισάγοντας τη σημασία των ιδεών ως καθοριστικό παράγοντα των κοινωνικών μεταβολών στην ιστορική εξέλιξη. Με το έργο του ‘Προτεσταντική Ηθική & Πνεύμα του Καπιταλισμού’, υποστηρίζει ότι ο δυτικοευρωπαϊκός καπιταλισμός ακολούθησε μια συγκεκριμένη πορεία ανάδυσης και καθιέρωσης, ως αποτέλεσμα επιδράσεων της θρησκευτικής Μεταρρύθμισης (Lowy, 2002, σ145-146).
            Ο Βέμπερ με το πόνημα του περί προτεσταντικής ηθικής προσπαθεί να απαντήσει σε ένα πλεγμα κομβικών ερωτημάτων: γιατί ο καπιταλισμός εμφανίστηκε και εδραιώθηκε πρωτίστως στη δυτική Ευρώπη και όχι αλλού ? Πως συνδέεται η ύπαρξη συγκεκριμένων θρησκευτικών (προτεσταντικών) ιδεών με την ανάπτυξη του νέου οικονομικού (καπιταλιστικού) ήθους ? Η συλλογιστική του εκκινεί από την πιστοποίηση-παρατήρηση, ότι η δυτική Ευρώπη διαφοροποιήθηκε σημαντικά (σχεδόν αποσπάστηκε) περί τον 18ο αι. από τον υπόλοιπο κόσμο, στους περισσότερους τομείς της ανθρώπινης δράσης (Κονιόρδος, 2002, σ23-24).
            Ο Βέμπερ στη πορεία ανταπόκρισης στα παραπάνω ερωτήματα χρησιμοποιεί μια μεθοδολογία του περιλαμβάνει και την αντικειμενική αιτιακή ερμηνεία και την κατανόηση των εσώτερων υποκινήσεων των φαινομένων, ειδικά ως προς την ανθρώπινη συμπεριφορά που βρίθει υποκειμενικών ελατηρίων. Θεωρεί ότι ο οικονομικός ντετερμινισμός δεν είναι αρκετός για να καθορίσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Η Προτεσταντική Ηθική είναι ουσιαστικά η προσπάθεια του Βέμπερ να αντικρούσει την μονοπαραγοντική μαρξιστική άποψη, ότι όλα τα στοιχεία του εποικοδομήματος καθορίζονται από την οικονομία. Για τον Βέμπερ η ερμηνεία είναι πολυπαραγοντική και οι ιδέες επιδρούν κι αυτές το ίδιο έντονα.
            Στην προσπάθεια μας να ακολουθήσουμε τη Βεμπερικη συλλογιστική πρέπει πρώτα να οικειοποιηθούμε τα μεθοδολογικά εργαλεία του. Ακολούθως πρέπει να εντοπίσουμε τους παράγοντες εκείνους που κατέστησαν την καπιταλιστική ανάπτυξη δυτικό προνόμιο. Εν τέλει, για να τονίσουμε τη σημασία που έχουν οι ιδέες για την ιστορικο-κοινωνική εξέλιξη, πρέπει να επιβεβαιώσουμε με τη χρήση των μεθοδολογικών εργαλείων, την κατά Βέμπερ σύνδεση της ύστερης προτεσταντικής διδασκαλίας με το ήθος της καπιταλιστικής εργασίας.   
 
ΣΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΤΟΥ ΒΕΜΠΕΡ
            Για να θεμελιώσει μια διαδικασία απάντησης των προαναφερθέντων ερωτημάτων, ο Βέμπερ χρησιμοποιεί ορισμένα μεθοδολογικά εργαλεία. Ένα από αυτά είναι ο ‘ιδεότυπος’ η σύλληψη του οποίου ξεκινά από την αντίληψη ότι η κοινωνική πραγματικότητα είναι πολυσύνθετη. Τα πρόσωπα και οι ομάδες δρουν με μοναδικό τρόπο και τα γεγονότα και οι ενέργειες επηρεάζονται από πολυάριθμους παράγοντες, καθιστώντας δύσκολη την αναλυτική ερμηνεία τους. Απαιτείται λοιπόν μια απλοποίηση της πραγματικότητας, μια αποκρυστάλλωση της ουσίας των εννοιών. Ο ιδεότυπος αποτελεί μια τέτοια ιδανική καθαρή εννοιολογική μορφή (που εμπειρικά συνήθως δεν συναντάται στην καθημερινότητα) (Κονιόρδος, 2002, σ32-33).
            Πρόκειται για ένα νοητικό κατασκεύασμα με υπερτονισμένα ουσιώδη χαρακτηριστικά, απελευθερωμένο από ηθικά βάρη και με συνοχή που το καθιστά ιδανικό ως μέτρο σύγκρισης (και άρα μέτρησης) της πραγματικότητας. Με τη χρήση του ιδεότυπου ο Βέμπερ αποκτά τη δυνατότητα να εντοπίζει αιτιώδεις σχέσεις μεταξύ των παραμέτρων ενός φαινομένου, απαραίτητες για να διατυπώνει προτάσεις και υποθέσεις. Δεν προσδίδει στην αιτιότητα αυτή απόλυτο χαρακτήρα και ακριβώς λόγω της κοινωνικής συνθετότητας, οι σχετικές κρίσεις παραμένουν στο επίπεδο της πιθανολόγησης (ο.π., σ33).
            Ένα ακόμα νοητικό εργαλείο αποτελεί για τον Βέμπερ η έννοια της ‘εκλεκτικής συγγένειας’. Το νόημα της έννοιας αυτής συνήθως υποδηλώνει μια συνάφεια και ένα συντονισμό δύο κοινωνικών φαινομένων. Τα φαινόμενα αυτά μπορεί να μην έχουν επαρκώς εξακριβωμένες σχέσεις διασύνδεσης και αιτιότητας αλλά είναι εμφανής η συσχέτισή τους σε επίπεδο αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. Η συνθετότητα των κοινωνικών φαινομένων είναι κι εδώ υπεύθυνη γι’ αυτή την ασάφεια, ως προς τον προσδιορισμό του φορέα υποκίνησης (Κονιόρδος, 2002, σ35-36). Η εκλεκτική συγγένεια αποτελεί μια μεθοδολογική συνεισφορά του Βέμπερ, που μεταφράζει τη δυναμική σχέση μεταξύ δύο κοινωνικών φαινομένων, στο επίπεδο της αμοιβαίας έλξης και ενίσχυσης. Υπονοεί έναν εσώτερο δεσμό και όχι μια απλή εξωτερική συσχέτιση (Lowy, 2002, σ148 και Lowy, 2005, σ.43&46).
                        Στην Προτεσταντική Ηθική ο Βέμπερ παρατηρεί την ύπαρξη εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ μιας συγκεκριμένης εργασιακής νοοτροπίας και επαγγελματικής ηθικής και ορισμένων προτεσταντικών ρευμάτων. Ειδικότερα παρατηρεί ένα συσχετισμό (εν αγνοία των υποκειμένων της σχέσης) ανάμεσα στις προτεσταντικές διδαχές προς τους πιστούς και στα καπιταλιστικά συμφέροντα (Κονιόρδος, 2002, σ36).
            Η πολυπαραγοντική επίδραση των σύνθετων κοινωνικών σχέσεων είναι η βασική αιτία για την προσεγγιστική (πιθανολογική) τακτική του Βέμπερ. Η τακτική αυτή επιβεβαιώνεται από το ‘παράδοξο των μη αναμενόμενων αποτελεσμάτων κοινωνικής δράσης’. Πρόκειται για ένα συχνό παράδοξο που εμφανίζεται όταν οι δρώντες προσπαθούν να επιφέρουν μια μεταβολή αλλά λόγω πολυάριθμων παραμέτρων που δεν εκτιμούνται, το αποτέλεσμα είναι διαφορετικό εν όλω ή εν μέρει από το αναμενόμενο. Το παράδοξο εμφανίζεται συχνότερα όταν η δυνατότητα υπολογισμού των επιπτώσεων είναι μειωμένη ή η δράση δεν είναι ορθολογική (Κονιόρδος, 2002, σ.37).

ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΔΥΤΙΚΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ
            Η έννοια της επιστήμης που συμπεριλαμβάνει την μαθηματική και λογική απόδειξη, την πειραματική μέθοδο, τη λογική συστηματοποίηση και κατηγοριοποίηση και την εξειδικευμένη επιδίωξη με τη χρήση ειδικευμένου προσωπικού, υπήρξε μόνο στη δύση. Η εκλογίκευση της τέχνης με κανόνες προοπτικής, η επιλογή αρχιτεκτονικών λύσεων στη βάση υπολογιστικών και φυσικών αρχών, η συστηματική περιοδική τυπογραφία, ομοίως αποτελούν χαρακτηριστικά του δυτικού πολιτισμού που μόνο ως ψήγματα γνώσης, εμπειρίας και αποσπασματικών κανόνων συναντώνται στις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Η άσκηση οργανωμένης κρατικής υπαλληλίας με ολοκληρωτική εξάρτηση της κρατικής μηχανής αλλά και των οικονομικών, τεχνικών και πολιτικών όρων της καθημερινότητας από αυτήν, συναντάται μόνο στη δύση. Γενικότερα, το κράτος ως πολιτική δομή στη βάση κοινοβουλευτικής οργάνωσης υπό σύνταγμα και νόμους, με ορθολογική διοίκηση που επανδρώνεται με ειδικευμένους υπαλλήλους, δεν απαντάται σε τέτοιο βαθμό αλλού (Weber, 2006, σ11-14 και Κονιόρδος, 2002, σ23).
            Προσεγγίζοντας την έννοια του καπιταλισμού ο Βέμπερ δεν κάνει το λάθος να την συγχέει με τη θεμιτή ή αθέμιτη επιδίωξη κέρδους που παρατηρείται απανταχού της γης σε όλες τις εποχές. Ούτε επίσης με την αξιοποίηση ειρηνικών ή μη ευκαιριών κέρδους με συγκεκριμένο κεφαλαιακό προϋπολογισμό και χρηματική αποτίμηση (Weber, 2006, σ15-17 και Κονιόρδος, 2002, σ24). Αναφέρεται σε ιδιαίτερους τύπους και μορφές καπιταλισμού που δεν προϋπήρξαν και συγκεκριμένα στην εκλογικευμένη ορθολογική βιομηχανική οργάνωση της ελεύθερης εργασίας, που προσανατολίζεται σε μια κανονική αγορά. Στην εξέλιξη αυτής της μορφής ορθολογικής επιχείρησης σημαίνον ρόλο έπαιξαν ο νομικός διαχωρισμός της από την ατομική ιδιοκτησία και η ορθολογική λογιστική λειτουργία (Weber, 2006, σ18-20 και Κονιόρδος, 2002, σ25).
            Η ελεύθερη εργασία αποτελεί θεμέλιο λίθο για την ορθολογική καπιταλιστική οργάνωση και σε συνδυασμό με την κοινωνική διαστρωμάτωση της δύσης, που ενσωματώνει σχεδόν αποκλειστικά τις έννοιες του αστού πολίτη και του προλετάριου εργάτη, δημιουργείται ιστορικά μια δυτική πρωτοκαθεδρία. Η ειδικά διαμορφωμένη εκλογίκευση της δυτικής κοινωνίας, τόσο σε επίπεδο τεχνικό-επιστημονικό και λογιστικό-υπολογιστικό, όσο και σε επίπεδο διοίκησης και νομικής συστηματοποίησης και κανόνων λειτουργίας, καθιστούν δυνατή την δημιουργία οργανωμένων επιχειρήσεων ιδιωτικής πρωτοβουλίας με ασφαλή κεφαλαιακό υπολογισμό. Η ανάπτυξη της δυτικής οικονομικής σκέψης ήταν επίσης αποτέλεσμα της δυτικής κοινωνικής διάρθρωσης, όπως αυτή σχηματοποιήθηκε μέσα στις πόλεις. Στα παραπάνω θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο Βέμπερ αναγνωρίζει τη σημασία της κοινωνικής και ιστορικής συγκυρίας/σύμπτωσης, ως προς το βαθμό και τον τρόπο ενεργοποίησης των παραγόντων που διευκόλυναν την καπιταλιστική ανάπτυξη. (Weber, 2006, σ21-22 και Κονιόρδος, 2002, σ25-26).
            Περιβάλλον χώρος, πεδίο ανάπτυξης των παραπάνω παραγόντων και διαμορφωτικό στοιχείο για τον καπιταλισμό, υπήρξε η δυτική πόλη όπου αναπτύχθηκε το εμπόριο και η μεταποιητική διαδικασία. Αποτελεί χώρο διακριτό όπου αναπτύσσονται οι απαραίτητες για τον καπιταλισμό συσσωματώσεις (αγορές, συντεχνίες κλπ). Η πόλη από την φεουδαρχική εποχή δημιουργήθηκε ως κίνητρο πλουτισμού των αρχόντων. Αυτή η χρηματική κουλτούρα διαχύθηκε στα μέλη της και παρέμεινε ενεργή κατά τη μετεξέλιξη της πόλης με θεσμούς και αυτοδιοίκηση (Κονιόρδος, 2002, σ27).
            Η χειραφέτηση της πόλης συνοδεύτηκε από χειραφέτηση των μεσαίων στρωμάτων και πλήρη παραγωγική ανακατεύθυνση με σταδιακή απομάγευση, ήτοι αποτίναξη παλαιών θρησκοληπτικών δοξασιών και εναγκαλισμό του ορθολογισμού και της ‘εταιρικής’ κοινωνίας, δηλαδή των συμβατικών σχέσεων μεταξύ των μελών. Το έλλογο στοιχείο επιβάλει την υπολογιστική επιλογή σκοπών και μέσων, γενικευόμενο σε κανόνα κοινωνικής συμπεριφοράς, συνεπικουρούμενο από το σχηματισμό της διοικητικής γραφειοκρατίας. Η προστασία των λογικών επιλογών εναποτίθεται σε κατάλληλα θεσμικά και νομικά συστήματα, που παρείχαν λελογισμένο υπολογισμό συνεπειών και ευθυνών. Οι εμπορικές συμβάσεις και οι επιχειρήσεις κατοχυρώνονται με τρόπο απρόσωπο, στη βάση ρητής τυπικής κωδικοποίησης, πράγμα που διασφαλίζει την απρόσκοπτη άσκηση καπιταλιστικής δραστηριότητας (Κονιόρδος, 2002, σ28-30).

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Η ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΜΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ
            Η έννοια του εξορθολογισμού αποτελεί κομβικό σημείο για την ανάλυση του καπιταλισμού. Ο Βέμπερ μιλά για μια πορεία διεργασιών μέσω των οποίων η κοινωνική δράση καθίσταται μετρήσιμη, προβλέψιμη και ελέγξιμη. Ουσιαστικά πρόκειται για τη συνδυαστική πορεία ανάπτυξης της επιστήμης, της τεχνολογίας και της γραφειοκρατίας, που οδήγησαν σε οργάνωση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής.  Η διαδικασία αυτή γίνεται συνδυαστικά με την εκκοσμικευση δηλαδή την μείωση της επιρροής της θρησκείας και την κυριαρχία του ανθρώπου (Κονιόρδος, 2002, σ.41).
            Η «εκλογίκευση της μυστικιστικής ενατένισης» συνδυαστικά με την ανάπτυξη του δυτικού ρασιοναλισμού καταδεικνύει ότι οι παγιωμένες ηθικές αντιλήψεις, οι θρησκευτικές δυνάμεις και ιδέες, μπορούν να επιδράσουν στο βαθμό ανάπτυξης του οικονομικού πνεύματος και της κοινωνίας συνολικά. Ακριβώς γι’ αυτό ο Βέμπερ με την Προτεσταντική Ηθική επιθυμεί να εξετάσει τη σχέση του καπιταλιστικού πνεύματος με την ηθική του προτεσταντισμού (Weber, 2006, σ23-24).
            Για τον Βέμπερ αποτελεί παράδοξο ότι οι πλουσιότερες πόλεις μεταπήδησαν στον προτεσταντισμό, δηλαδή από μια μορφή εκκλησιαστικής εξουσίας ανεκτική, χαλαρή και σχεδόν τυπική (καθολικισμός) σε μια άλλη που ρύθμιζε το σύνολο της ιδιωτικής και δημόσιας συμπεριφοράς και ασκούσε συνολικό έλεγχο με όρους αυστηρούς και επαχθείς. Δηλαδή οι ανερχόμενες αστικές τάξεις ήταν περισσότερο πρόθυμες να ανεχθούν πουριτανική τυραννία και μάλιστα σε σημείο ‘ηρωισμού’ (Weber, 2006, σ32-33).
            Οι προτεστάντες επέδειξαν ένα πρωτοφανή οικονομικό ορθολογισμό ακόμα και στις περιοχές όπου αποτελούσαν μειοψηφία, σε αντίθεση με τους καθολικούς. Αυτό υποδεικνύει ότι η αιτία της διαφοράς πρέπει να αναζητηθεί στο χαρακτήρα της πίστης τους και όχι στους ιστορικοπολιτικούς παράγοντες (Weber, 2006, σ35).
            Στην Προτεσταντική Ηθική ο Βέμπερ παρατηρεί ένα μη επιδιωκόμενο αποτέλεσμα όταν διαπιστώνει ότι η Μεταρρύθμιση επιφέρει ενδυνάμωση της θρησκευτικής πίστης που ακολούθως προκαλεί εμφάνιση των ασκητικών καλβινιστικών δογμάτων, τα οποία τελικά δημιουργούν ένα κλίμα όπου η εργασία και το επάγγελμα λογίζονται ως αυτοσκοπός και ένδειξη θεϊκής επιλογής. Αυτό διαμόρφωσε ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον για τον καπιταλισμό και την κεφαλαιακή συσσώρευση (Κονιόρδος, 2002, σ.37).
            Ο Βέμπερ επίσης παρατηρεί μια ιδιαίτερη συγγένεια ανάμεσα στον προτεσταντικό ασκητισμό και την συμμετοχή στην καπιταλιστική κερδοσκοπία, παρόλο που αυτά τα δύο μοιάζουν ξένα μεταξύ τους. Αυτή η σύμπτωση είναι ιδιαίτερα έντονη στον καλβινισμό. Ομοίως παροιμιώδης είναι η σχέση της θρησκευτικότητας  αποξενωμένων προτεσταντικών ομάδων όπως οι κουακεροι και της εκδήλωσης επιχειρηματικού πνεύματος (Weber, 2006, σ37-39). Συνήθως η προσχώρηση στον προτεσταντισμό έπεται της καπιταλιστικής δράσης και όχι το αντίστροφο (Κονιόρδος, 2002, σ.55).
            Με όχημα την παράθεση αποφθεγμάτων από τον B.Franklin περί της αξίας του χρήματος και της εργασίας, ο Βέμπερ κάνει σαφή αναφορά στο ‘πνεύμα’ του καπιταλισμού, ως ένα ιδεώδες εντιμότητας που συνδυάζεται ως αυτοσκοπός με την υποχρέωση αύξησης κεφαλαίου. Το πνεύμα αυτό ξεφεύγει από τα όρια της ατομικής ιδιορρυθμίας και αποκτά την έννοια ‘ήθους’, ενός αξιώματος που ρυθμίζει τη στάση ζωής. Δεν πρόκειται για την εγωκεντρική εξωτερίκευση ενός ιδιαίτερου ωφελιμισμού ή χρηματικού ηδονισμού, αλλά για έναν υπερβατικό αυτοσκοπό που συνδέεται με θρησκευτικές ιδέες και αρετές. Η προκοπή στο επάγγελμα ως ακρογωνιαίος λίθος της ηθικής αυτής, προσλαμβάνει την δυναμική του καθήκοντος και του ηθικού χρέους (Weber, 2006, σ44-47). Αυτό το χρέος δεν είναι απαραίτητο να το νιώθουν όλοι, επειδή πλέον το καπιταλιστικό σύστημα είναι τόσο ριζωμένο, που οι εργαζόμενοι κινούνται μέσα σε αυτό λειτουργώντας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του, επειδή έτσι τους επιβάλλεται απρόσωπα (Κονιόρδος, 2002, σ58 και Μιχαλάκης, 1995, σ49).
            Μεγάλος αντίπαλος του καπιταλιστικού πνεύματος είναι η παραδοσιοκρατία, η έμφυτη ανθρώπινη αντίδραση να ζει κανείς όπως έχει μάθει και συνηθίσει, κερδίζοντας αυτά μόνο που χρειάζονται για αυτό το σκοπό (κάλυψη φυσικών αναγκών). Για να πολεμηθεί, απαιτείται μια αίσθηση ευθύνης και μια γενικότερη στάση που να μην καταφεύγει σε συνεχείς υπολογισμούς αποφυγής του κόπου. Απαιτείται μια στάση όπου η εντατική εργασία να θεωρείται ‘κλήση’ και αυτοσκοπός. Το επάγγελμα-κάλεσμα αποτελεί στοιχείο με θρησκευτική προέλευση. Επίσης αποτελεί προϊόν μακράς εκπαίδευσης. Εδώ έχουμε περίπτωση εκλεκτικής συγγένειας  που υποδηλώνει την ανέλιξη του καπιταλισμού σε παραδοσιοκρατικό περιβάλλον (Weber, 2006, σ51-55 και Κονιόρδος, 2002, σ59-60).
            Ο ιδεότυπος του καπιταλιστή επιχειρηματία δεν συνάδει με αριστοκρατικές συμπεριφορές. Προερχόμενος από τα μεσαία ή κατώτερα στρώματα των πόλεων, μέσα από σκληρές λιτότητες και αποφυγή κατανάλωσης σχηματοποιεί οικονομίες και κεφάλαια προς επανεπένδυση με σκοπό το μεγαλύτερο κέρδος. Έρχεται σε ρήξη με τις παραδοσιακές πρακτικές και εγκαθιδρύει ένα νέο πνεύμα επιχειρηματικότητας. (Weber, 2006, σ60 και Κονιόρδος, 2002, σ60). Αποφεύγει την επίδειξη και τα έξοδα και δυσανασχετεί με την κοινωνική του αναγνώριση. Είναι κατ’ ουσία ένας ασκητής με μετριοφροσύνη και επιφυλακτικότητα, που εκπληρώνει πρωτίστως το επαγγελματικό του χρέος (Weber, 2006, σ62-63).
            Ο Βέμπερ καταλήγει ότι οι διαφορές που υπάρχουν σήμερα σε σχέση με το παρελθόν προέρχονται πρωτίστως από τη θρησκευτική επίδραση. Οι πολιτιστικές συνέπειες του προτεσταντισμού ήταν πρωτίστως απρόβλεπτες και ακούσιες. Το καπιταλιστικό πνεύμα δεν αποτέλεσε στόχο ζωής, ούτε η επιδίωξη κέρδους σαν αυτοσκοπός ίσχυε εξαρχής σαν ηθική αξία για τους μεταρρυθμιστές. Πρώτη τους επιδίωξη ήταν η σωτηρία της ψυχής τους και όλα τα υπόλοιπα αποτέλεσαν αποτέλεσμα αυτού του βασικού θρησκευτικού ελατηρίου. Από αυτή την άποψη η ενασχόληση των προτεσταντικών αιρέσεων με τον εγκόσμιο προορισμό του ανθρώπου σε σχέση με το επάγγελμα, αποτελεί ένα ακόμα παράδοξο μη αναμενόμενου αποτελέσματος (Weber, 2006, σ78-79 και Κονιόρδος, 2002, σ63).
            Δεν πρόκειται δηλώνει ο Βέμπερ να αξιολογήσει τις ιδέες του προτεσταντισμού κοινωνικά ή θρησκευτικά. Επιδίωξή του είναι να συμβάλει στην κατανόηση του τρόπου επίδρασης των ιδεών στην ιστορία και να διευκρινίσει το ρόλο τους στο σύγχρονο κοσμικό πολιτισμό, αποδίδοντας συγκεκριμένα χαρακτηριστικά του δόγματος στα ιστορικά αίτια της μεταρρύθμισης. Επιπρόσθετα, να εντοπίσει αν και πόσο η θρησκευτική επίδραση αναμόρφωσε ποσοτικά και ποιοτικά το καπιταλιστικό πνεύμα. Μόνο μέσα από την βήμα προς βήμα διερεύνηση των εκλεκτικών συγγενειών μεταξύ θρησκείας και πρακτικής ηθικής, θα εντοπιστεί το πως τα προτεσταντικά κινήματα επηρέασαν τον υλικό πολιτισμό (Weber, 2006, σ79-80 και Κονιόρδος, 2002, σ63-64).
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • ΚΟΝΙΟΡΔΟΣ, Σ., (2002), Η θέση του Βέμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
  • LOWY, M., (2002), «Βέμπερ εναντίον Μαρξ; Η πολεμική εναντίον του ιστορικού υλισμού στην προτεσταντική ηθική», στο Κονιόρδος, Σ., Η θέση του Βεμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
  • LOWY, M., (2005), «Βέμπερ και Μαρξ: Προτεσταντισμός και Καπιταλισμός», Ουτοπία, νο64 Μαρ-Απρ 2005, σ39-48. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/2548
  • ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ, Α., (1995), «Ηθική και νεοτερικότητα στον Μαξ Βέμπερ», Δοκιμές επιθεώρηση κοινωνικών σπουδών, τεύχος 3, σελ 39-50. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:  http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/555
  • WEBER, M., (2006), Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού, μτφ. Μ. Κυπραίου, επιμ. Β. Φίλιας, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα.

© ΙΖ 2011