Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΟ10 (Ευρωπαϊκή Ιστορία) - 2/2008


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2008

ΘΕΜΑ
«Κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα, νέες αποικιακές δυνάμεις αναδύονται στην ευρωπαϊκή σκηνή και σταδιακά εξελίσσονται σε αυτοκρατορίες. Αναφέρετε ποιες δυνάμεις πρωταγωνίστησαν στη φάση αυτή της ευρωπαϊκής επέκτασης και περιγράψτε τις μεθόδους κυριαρχίας τους στις κτήσεις και τις αποικίες τους»

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα πραγματεύεται την ανάδυση νέων αποικιοκρατικών ευρωπαϊκών δυνάμεων την περίοδο πριν και κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα και την σταδιακή μετεξέλιξή τους σε αυτοκρατορίες μέσα από τη διαδικασία του αποικιακού ανταγωνισμού.
Ξεκινώντας με μια αναδρομή στις αποικιακές δυνάμεις της πρώτης περιόδου των ανακαλύψεων και δίνοντας έμφαση στη μεθοδολογία με την οποία αντιμετώπισαν τις νέες κτήσεις τους, θα καταγραφούν οι συνθήκες υπό τις οποίες απώλεσαν την πρωτοκαθεδρία τους. Ακολούθως θα γίνει μια παρουσίαση των ναυτικών ευρωπαϊκών δυνάμεων που πρωτοστάτησαν στον αποικιακό μαραθώνιο του 18ου αιώνα και θα αναλυθούν εμφατικά οι τρόποι που επέλεξαν, για να ασκήσουν την κυριαρχία τους επί των κτήσεων τους, των αποίκων και των αυτοχθόνων λαών. Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί μια αξιολόγηση των μεθόδων αυτών και των αποτελεσμάτων τους για τις χώρες που τις χρησιμοποίησαν.
Κλείνοντας, θα αναφερθούν επιχειρήματα και απόψεις που αφορούν τη σύνδεση της αποικιοκρατίας με τη γένεση συγκεκριμένων ιδεολογημάτων. Συμπερασματικά θα επιχειρηθεί μια σύγκριση με τη σύγχρονη πολιτική φιλοσοφία που επικρατεί στη σημερινή Ευρώπη.

Η δημιουργία των πρώτων αποικιακών αυτοκρατοριών
Ο 16ος αιώνας χαρακτηρίζεται από την ‘έξοδο’ της Ευρώπης από τα στενά γεωγραφικά όρια της ηπείρου μέσω των μεγάλων ανακαλύψεων, των υπερπόντιων ταξιδιών και της ίδρυσης αποικιών στον λεγόμενο Νέο Κόσμο. Η Ισπανία και η Πορτογαλία είναι οι δύο χώρες που πρωτοστατούν σε αυτή την εξωστρέφεια εγκαινιάζοντας ένα νέο είδος ανταγωνισμού που θα διατρανωθεί στους επόμενους αιώνες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Τα τεχνικά μέσα (ναυσιπλοΐας, χαρτογραφίας, ναυπηγικής κλπ.) που είχαν την τύχη να διαθέτουν, η δίψα των ευγενών και αριστοκρατών για περισσότερη γη, αξιώματα και κοινωνική άνοδο, η δημογραφική πίεση στο εσωτερικό των χωρών και οι κοινωνικές αντιθέσεις, η κατοπινή επιθυμία εκπολιτισμού και εκχριστιανισμού των νεοανακαλυφθέντων λαών, αλλά κυρίως η διαχρονική παθιασμένη επιδίωξη για πλούτο, εξουσία και επέκταση της επιρροής και ηγεμονίας στην ηπειρωτική Ευρώπη, αποτέλεσαν τους κύριους γενεσιουργούς παράγοντες της Ιβηρικής πρωτοκαθεδρίας στην πρώτη φάση της αποικιοκρατίας (1).
Η Πορτογαλία είχε εξαρχής φιλοδοξίες στοχευμένες στο χτίσιμο εμπορικής αυτοκρατορίας, δηλαδή στην εμπορική εκμετάλλευση των νέων περιοχών και όχι στην εδαφική κυριαρχία επί αυτών. Πριν καν ανακαλυφτεί η Αμερική, κατασκευάζει οχυρά, φρούρια και εμπορικούς σταθμούς ανεφοδιασμού στους κυριότερους θαλάσσιους δρόμους προς τις Ινδίες, την Απω Ανατολή, τον Ειρηνικό και την Αφρική. Λόγω δε της προσήλωσης αυτής στο εμπόριο (κυρίως των Ινδιών), οι αμερικάνικες κτήσεις της όπως πχ. η Βραζιλία παρέμειναν για χρόνια ανεκμετάλλευτες (2).
Η Ισπανία αντίθετα που θεωρείται η μεγάλη ευνοημένη από την ανακάλυψη της αμερικάνικης ηπείρου, ακολουθεί μια πολιτική επέκτασης βασισμένη στην κατάκτηση εδαφών και στην μόνιμη εγκατάσταση στις υποταγμένες χώρες. Στόχος της Ισπανίας είναι τα πολύτιμα μέταλλα των νέων εδαφών και ο πλούτος που μπορεί να προέλθει από τη λεηλασία των κατακτημένων, τα λύτρα των αιχμαλώτων, τους φόρους των υποταγμένων λαών και την εκμετάλλευση των ορυχείων τους. Αδιαφορώντας κατ’ ουσία για την εσωτερική της ανάπτυξη, η Ισπανία χρησιμοποιεί τον αμύθητο πλούτο της νέας ηπείρου για να εδραιώσει την υπεροχή της στην ηπειρωτική Ευρώπη (3).
Συγκριτικά με τους Πορτογάλους, οι Ισπανοί προσπάθησαν να αντιγράψουν στις αποικίες τα αστικά πρότυπα της μητρόπολης και να μεταλαμπαδεύσουν τα χριστιανικά και πολιτιστικά πρότυπα τους με τη βία, αναστατώνοντας τους ντόπιους πληθυσμούς. Αδιαφόρησαν για τους ιθαγενείς, τους αντιμετώπισαν βάναυσα και τους απαξίωσαν στο επίπεδο των απολίτιστων δούλων οδηγώντας σταδιακά μέσα από τις κακουχίες στον αφανισμό τους και στην αναγκαστική εισαγωγή των εργατικών χεριών Αφρικανών σκλάβων. Αντίθετα οι Πορτογάλοι, δεν μετέβαλλαν τα συστήματα παραγωγής ούτε προέβησαν σε παρεμβάσεις υψηλής εμβέλειας στον κοινωνικό ιστό και τις τοπικές δομές. Η συνένωση των δύο κρατών υπό τον Φίλιππο Β’ στα τέλη του 16ου αιώνα και οι αμοιβαίες επιδράσεις, οδήγησαν σε μια προσπάθεια δημιουργίας μεγαλύτερης πορτογαλικής βάσης στην ενδοχώρα μέσα από εδαφικές κατακτήσεις (4).

Η παρακμή των παραδοσιακών αποικιακών δυνάμεων
Η συνένωση των Ιβήρων και η δημιουργία μιας τεράστιας αποικιακής αυτοκρατορίας ενώ φαινομενικά οδηγεί στη δημιουργία μιας παγκόσμιας υπερδύναμης, εν τούτοις σηματοδοτεί την απαρχή της αντίστροφης μέτρησης για την τελική συρρίκνωση. Είναι τόσο μεγάλη η έκταση της αυτοκρατορίας που η περαιτέρω επέκτασή της στην ηπειρωτική Ασία και την Κίνα, εγκαταλείπονται γρήγορα προς χάριν της συντήρησης και διατήρησης των κεκτημένων. Η Ισπανία ειδικότερα εισέρχεται σε οικονομική και ηθική πτώχευση. Ο Φίλιππος και οι διάδοχοι του επικεντρώθηκαν στα βραχυπρόθεσμα οφέλη του αποικισμού και δεν έδωσαν τη δέουσα σημασία στις ανάγκες των λαών στις ανόμοιες και υπερβολικά διάσπαρτες κτήσεις (5).
Οι Ισπανοί δεν ανέπτυξαν ποτέ τις τοπικές οικονομίες, το εμπόριο και τη γεωργία και παρέμειναν πιστοί στην νοοτροπία της αρπαγής χρυσού και αργύρου, η συσσώρευση των οποίων, χωρίς νομισματικές πολιτικές και οικονομικό προγραμματισμό, οδήγησε σε οικονομική ύφεση και τελικά σε κρίση. Οι πόροι του κράτους δαπανιόντουσαν για τον έλεγχο των ωκεανών και τη συντήρηση και προστασία των απομακρυσμένων αποικιών. Αργά αλλά σταθερά η αυτοκρατορία αρχίζει να αποσυντίθεται έναντι των αναδυόμενων ανταγωνιστών και μάλιστα στην ηπειρωτική ευρώπη. Τρανό παράδειγμα αποτελούν οι επαναστατημένες Κάτω Χώρες που μετά από 80ετή πόλεμο πετυχαίνουν την ανεξαρτητοποίηση τους και συγκροτημένες πολιτειακά ως δημοκρατία θα αποτελέσουν βασικό ανταγωνιστή στο αποικιακό πεδίο του 17ου αιώνα (6).
Από τα τέλη του 16ου αιώνα οι νέες δυνάμεις και ειδικότερα η Ολλανδία, η Γαλλία και η Βρετανία αμφισβητούν την κυριαρχία των Ιβήρων οι οποίοι χάνουν σταδιακά την πρωτοκαθεδρία της αποικιακής εξάπλωσης και του διηπειρωτικού εμπορίου. Οι νέες δυνάμεις έπρεπε αρχικά να υπερκεράσουν το εμπόδιο ότι η πρόσβαση στην Αμερική και τις Ινδίες ελεγχόταν από τους Ίβηρες και έπρεπε να ανακαλύψουν νέους θαλάσσιους δρόμους. Πρώτα οι Ολλανδοί και μετά οι Άγγλοι κινήθηκαν προς τον Β. Καναδά, την Αυστραλία, τη Ν. Ζηλανδία, τα νησιά του Ειρηνικού, ενώ η Γάλλοι προς την Πολυνησία και την Ταϊτή. Αυτή η δεύτερη φάση ανακαλύψεων ήρθε να στηρίξει την δεύτερη φάση της αποικιοκρατίας προς όφελος των αναδυόμενων δυνάμεων, που πετυχημένα διέκριναν ότι το μέλλον δεν βρισκόταν στην αναζήτηση του Ελντοράντο, αλλά στο εμπόριο για το οποίο απαραίτητη ήταν η ναυτική κυριαρχία στους ωκεανούς (7).
Έτσι λοιπόν από τον 17ο αιώνα, Ολλανδοί και Άγγλοι επελαύνουν στις πορτογαλικές εμπορικές κτήσεις αφήνοντας ανέγγιχτες μόνο τη Βραζιλία, το Μακάο και τις κτήσεις της Δ. Αφρικής. Η Ισπανία με βραδύτερους ρυθμούς χάνει και αυτή τον έλεγχο της αυτοκρατορίας της έχοντας απωλέσει την άλλοτε κραταιά ναυτική ισχύ του στόλου της. Ο πόλεμος της διαδοχής του Κάρολου Β’ άφησε την Ισπανία με μια συρρικνωμένη αυτοκρατορία που διατηρεί μόνο τις αποικίες της Αμερικής και τις Φιλιππίνες, έχοντας ουσιαστικά ως μοναδικό πεδίο αναφοράς στον Νέο Κόσμο την αμερικάνικη ήπειρο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Ισπανική παρουσία εξαφανίζεται εντελώς, απλά στα πλαίσια του αποικιακού ανταγωνισμού χάνει την πρωτοκαθεδρία της από τις νέες δυνάμεις (8).

Οι νέες αποικιακές δυνάμεις και οι μέθοδοι κυριαρχίας τους : Ολλανδία – Γαλλία – Μ. Βρετανία
Η Ολλανδία οικοδομεί υπερπόντια αυτοκρατορία ήδη από το τέλος του 16ου αιώνα και φτάνει στο απόγειό της στα μέσα του 17ου. Ο οικονομικός και κοινωνικός χαρακτήρας των Κάτω Χωρών ευνοεί την υπερπόντια επέκταση καθώς οι επιχειρηματικές τάξεις συγκεντρώνουν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία. Επίσης οι τεχνικές εξελίξεις στη ναυσιπλοΐα, τους ευνοούν στην απόκτηση υπεροχής έναντι των ανταγωνιστών κατά τον 17ο αιώνα (9).
Έχοντας εκτοπίσει τους Πορτογάλους από την Ασία ακολουθούν το παράδειγμά τους και διατηρούν εμπορικούς σταθμούς και όχι αποικίες εγκατάστασης. Δεν επιθυμούσαν να επεκταθούν στην ενδοχώρα αλλά να μπορέσουν να κινούν τα νήματα στο πολιτικό πεδίο έτσι ώστε να ελέγχουν την διεξαγωγή του εμπορίου. Όχημά τους σε αυτήν την προσπάθεια αποτέλεσε η Εταιρία Ανατολικών Ινδιών που λειτουργούσε υπό τον έλεγχο των επιμελητηρίων του Άμστερνταμ με στόχο την ελαχιστοποίηση του επιχειρηματικού κινδύνου και την αύξηση των κερδών για την παροχή αυξημένων μερισμάτων στους μετόχους που βρίσκονταν στην μητρόπολη. Ο έλεγχος του εμπορίου στηρίχθηκε σε συμμαχίες και συνθήκες που εσύναπτε η εταιρία ως προνομιακός εκπρόσωπος του μητροπολιτικού κράτους με τους τοπικούς ηγεμόνες (10).
Οι Ολλανδοί ίδρυσαν αποικίες και στον Νέο Κόσμο μέσω της Εταιρίας Δυτικών Ινδιών, όμως είχαν μικρή διάρκεια ζωής. Δεν επρόκειτο για αποικίες εγκατάστασης λόγω του περιορισμένου πληθυσμού της μητρόπολης, της ευημερίας και της θρησκευτικής ανεκτικότητας (παράγοντες υποκίνησης της μετανάστευσης). Αυτό προκάλεσε τελικά την πτώχευση της εταιρίας ταμειακά και εμπορικά. Όσο επέζησε αποτέλεσε ένα οιονεί κράτος με στρατιωτικό μηχανισμό και αλλεπάλληλες κατακτήσεις. Η εταιρία υποστήριξε όπου εγκαταστάθηκε την ύπαρξη συστήματος διοίκησης με αντιπροσωπευτικότητα για τους αποίκους, σε αναλογία με το αντιπροσωπευτικό πολιτικό σύστημα που ίσχυε στη μητρόπολη (11).
Η Γαλλία στο δεύτερο μισό του 17ου αιώνα προχώρησε στην ίδρυση αποικιών στην Αμερική , την Ασία και την Δ. Αφρική, έχοντας ως βασικό κίνητρο το εμπορικό κέρδος. Ένα κράτος βέβαια που σε αντίθεση με την Ολλανδία και την Βρετανία είχε συγκεντρωτικό χαρακτήρα και απόλυτη μοναρχία, αποσκοπεί επίσης στην αύξηση της ισχύος και του γοήτρου. Το πολιτικό σύστημα της μητρόπολης αντανακλάται στην διοικητική οργάνωση των αποικιών. Τα όχημα παρέμεινε η ίδρυση μετοχικών Εμπορικών Εταιριών όμως το κράτος εδώ έχει ενισχυμένο και πρωτεύοντα ρόλο και στην κεφαλαιακή σύνθεση και στην διοίκηση (12).
Οι γαλλικές Εμπορικές Εταιρίες ήταν ιδιοκτήτριες των αποικιών και είχαν μονοπώλιο του αποικιακού εμπορίου, με τον Γάλλο βασιλιά να έχει την υψηλή εποπτεία. Κυριότερη υπήρξε η εταιρία των Ινδιών που αναδιοργανώθηκε πολλές φορές μέχρι την οριστική διάλυσή της. Η επιτυχία των γαλλικών εταιριών ήταν πρόσκαιρη και δεν μπόρεσαν να ανταποκριθούν ούτε διοικητικά ούτε και ανταποδοτικά στους μετόχους, με αποτέλεσμα να διαλυθούν και οι αποικίες που κατείχαν πέρασαν στην κυριότητα του κράτους ως βασιλικές αποικίες (13).
Στον Νέο Κόσμο, η Γαλλία ξεκίνησε δυναμικά με αποικίες στην Β. Αμερική και αργότερα μέχρι και στη Νέα Ορλεάνη. Σημαντικότερες οικονομικά αποδείχτηκαν οι αποικίες φυτειών της Καραϊβικής. Στρατηγικά οι Γάλλοι ήρθαν σε συνεννόηση με φυλές Ινδιάνων είτε εμπορικά-οικονομικά είτε και σε πολιτικό επίπεδο συνάπτοντας συμμαχίες στα πλαίσια του ανταγωνισμού με Βρετανούς και Ισπανούς. Ο Επταετής Πόλεμος, η ήττα της Γαλλίας και η παραχώρηση των περισσότερων αποικιών της στη Βρετανία σηματοδότησε τη διάλυση του γαλλικού αποικιακού κράτους της Αμερικής. Στις αποικίες εφάρμοσαν ένα σύστημα όμοιο με το μητροπολιτικό, με κυβερνήτη διορισμένο από το στέμμα και ανώτατο συμβούλιο. Το σύστημα ήταν συγκεντρωτικό και αυταρχικό αλλά όχι αυθαίρετο. Στην Ασία λόγω της ύπαρξης πολλών ισχυρών και οργανωμένων κρατών δεν ευνοήθηκε η μετανάστευση πληθυσμών. Έτσι αντί για αποικίες εγκατάστασης οι Γάλλοι προτίμησαν Εμπορικούς Σταθμούς, μέσα από συμφωνίες και συμμαχίες της Εταιρίας των Ινδιών με Ινδούς ηγεμόνες (14).
Η Βρετανία από τον 17ο αιώνα ίδρυσε αποικίες εγκατάστασης στην Β. Αμερική και κατέλαβε αποικίες φυτειών στην Καραϊβική. Λόγω θέσης, λόγω πολιτικού συστήματος και λόγω του ισχυρού της στόλου, της ναυτικής εμπειρίας αλλά και της πειρατικής συνδρομής, είχε όλες τις προϋποθέσεις πολιτικά και υλικά για να προχωρήσει σε αποικιακή επέκταση. Σε συνδυασμό με κοινωνικές, θρησκευτικές και εμπορικές συγκυρίες, η αναζήτηση νέων εγκαταστάσεων και αγορών ενθαρρύνθηκε έντονα (15).
Η στρατηγική των Βρετανών στις αμερικάνικες αποικίες εγκατάστασης ήταν να δείξουν ανοχή στους ιθαγενείς κλείνοντας συμφωνίες με τις διάφορες φυλές. Αναγκάστηκαν να τους απωθήσουν σταδιακά μόνο όταν χρειαζόταν η περεταίρω εξάπλωση. Ταυτόχρονα ανέπτυξαν κι ένα είδος εμπορικών σχέσεων για προμήθεια γούνας και θηραμάτων. Αρχικά ακολουθήθηκε ως σύστημα διοίκησης η παραχώρηση της εκμετάλλευσης σε ιδιώτες και τελικά επικράτησε η εκμετάλλευση από μετοχικές εμπορικές εταιρίες ώσπου τελικά αυτές διαλύθηκαν και οι αποικίες περιήλθαν στην κατοχή του στέμματος (16).
Τον 18ο αιώνα οι αποικίες πολιτικά οργανωμένες κατά τα πρότυπα των μητροπολιτικών αγγλικών πόλεων, παρά τον διορισμό κυβερνήτη και εκτελεστικής εξουσίας από τον βασιλιά, αποτελούσαν αυτόνομες κοινότητες με κοινοβούλια και νομοθετική εξουσία. Επικρατούσε θρησκευτική ελευθερία και γι’ αυτό προσέλκυσαν μετανάστες από άλλες χώρες. Όμως σε οικονομικό επίπεδο υπήρχε εξάρτηση από την μητρόπολη τα συμφέροντα της οποίας εξυπηρετούνταν κατά προτεραιότητα από το αποικιακό εμπόριο. Η μητρόπολη έθετε φραγμούς στην βιομηχανική ανάπτυξη των αποικιών για να προστατεύσει τα εξαγωγικά της προϊόντα (17).
Στην Ινδική υποήπειρο η Βρετανία χρησιμοποίησε την Εταιρία των Ανατολικών Ινδιών ως όχημα για την ίδρυση εμπορικών σταθμών. Κυρίως όμως για την επικυριαρχία της έναντι της αντίστοιχης γαλλικής εταιρίας, αποσπώντας τελικά ακόμα μεγαλύτερα οφέλη και προνόμια από τους τοπικούς ηγεμόνες και τον αυτοκράτορα της Ινδίας. Η εταιρία ευνοήθηκε από την πολιτική αστάθεια και τις τοπικές έριδες και προχώρησε σε συμφωνίες και συμμαχίες με ηγεμόνες και κρατίδια. Για να συντηρήσει τον στρατό της που περιλάμβανε Ινδούς, επιδίωξε την εδαφική επέκταση που σήμαινε επιπλέον φόρους υποτέλειας και εισοδήματα για τους μετόχους. Οι Βρετανοί κυβέρνησαν σεβόμενοι τις τοπικές παραδόσεις και χρησιμοποιώντας ντόπιο διοικητικό προσωπικό. Συγκρότησαν δε ένα εκπαιδευμένο και επαγγελματικό σώμα για τη διοίκηση της χώρας (18).

Αξιολόγηση των μεθόδων κυριαρχίας για τις αποικιακές δυνάμεις
Η χρήση των Εμπορικών Εταιριών ως οχημάτων διοίκησης και οργάνωσης των αποικιών και του εμπορίου, αποδείχτηκε μια αποτελεσματική μέθοδος και για τις τρεις νέες αποικιακές δυνάμεις. Με εξαίρεση τις γαλλικές εταιρίες που είχαν πλήρη κρατική υποστήριξη στα πλαίσια της μερκαντιλιστικής οικονομικής θεώρησης, οι αγγλικές και ολλανδικές εταιρίες λειτούργησαν πιο αυτόνομα στη βάση κεφαλαίων ιδιωτών. Υπό την δικαιοδοσία τους γινόταν ένας συγκερασμός ατομικών, συλλογικών και κρατικών συμφερόντων και διασφαλίζονταν τα κεφάλαια που επενδύονταν στην αποικιακή επέκταση, ενώ δίδονταν πλούσια μερίσματα στους μετόχους (19).
Σχετικά με τα επιμέρους ειδικά χαρακτηριστικά των μεθόδων των τριών δυνάμεων, οι Ολλανδοί έδωσαν αποκλειστικά έμφαση στην ίδρυση εμπορικών σταθμών και όχι αποικιών εγκατάστασης. Αυτό εκ των αποτελεσμάτων αποδείχτηκε θνησιγενές. Δεν είχαν την ισχύ να προασπίσουν και να διασφαλίσουν τα συμφέροντά τους και την ίδια τους την οντότητα, ενώ η αναγκαστική σύναψη συμφωνιών και συμμαχιών με ντόπιους ηγεμόνες, τους ενέπλεξε σε τοπικές διαμάχες και πολέμους. Μέσα σε σύντομο σχετικά διάστημα οι αποικίες τους περιήλθαν στην κατοχή κυρίως των Βρετανών (20).
Το γαλλικό αποικιακό σύστημα διοίκησης ως αντανάκλαση του μητροπολιτικού πολιτεύματος ήταν καταφανώς συγκεντρωτικό. Μετά την Γαλλική Επανάσταση οι αποικίες εξισώθηκαν και αφομοιώθηκαν στην μητρόπολη, όμως υπό τον Ναπολέοντα επανήλθε η διάκριση των αποικιών και η εκ νέου υποταγή τους στη μητρόπολη. Αυτή η ανομοιογένεια δημιούργησε μια δισυπόστατη αντίληψη κι ένα προβληματισμό σχετικά με τον χαρακτήρα των αποικιών.
Επίσης για πολλές γαλλικές αποικίες ισχύει ότι και για τις ολλανδικές. Η ελλιπής επάνδρωσή τους σε σύγκριση με τις γειτονικές βρετανικές λειτούργησε ως παράγοντας αποδόμησης. Η διάψευση των οικονομικών προσδοκιών των καναδικών κτήσεων και η απαγόρευση μετανάστευσης προτεσταντών στην Αμερική από μια μητροπολιτική Γαλλία που έλεγχε το θρήσκευμα των αποίκων, λειτούργησαν σαν παράγοντες αποθάρρυνσης των ενδιαφερόμενων προς αποικισμό. Το κυριότερο όμως είναι ότι σε μια αποικιακή διαδικασία συνυφασμένη με τον ωκεανό και σε ένα γεωγραφικό χώρο όπου η ύπαρξη ναυτικής ισχύος είναι προαπαιτούμενο, η Γαλλία εμφανίζεται κυρίως ως ηπειρωτική δύναμη και όχι ως ναυτική (21).
Για την Βρετανία βασικό στοιχείο κριτικής της μεθοδολογίας της, αποτελεί η ανεξαρτητοποίηση των ΗΠΑ. Ακούγεται παράδοξο οι αποικίες με το μεγαλύτερο βαθμό πολιτικής αυτονομίας να νιώθουν την ανάγκη απόσχισης από την μητρόπολη. Όμως οικονομικά και εμπορικά οι 13 αποικίες εγκατάστασης πνίγονταν από την μητροπολιτική παρέμβαση που μονοπωλούσε τη διακίνηση προϊόντων για τα συμφέροντά της, δεν επέτρεπε την βιομηχανική ανάπτυξη, επέβαλε έμμεσους φόρους μετά τον Επταετή πόλεμο λόγω χρεών και εμπόδισε την επέκταση δυτικά. Την ίδια ώρα οι βόρειες αποικίες δεν αντιπροσωπεύονταν στο μητροπολιτικό κοινοβούλιο και αυτό επέτεινε την ήδη μεγάλη δυσαρέσκεια. Η ανεξαρτητοποίηση μετά τον επιτυχή ομώνυμο πόλεμο μετέβαλε και την αποικιακή στρατηγική της Βρετανίας, που πλέον δεν επιδίωξε τη δημιουργία αποικιών εγκατάστασης (22).
Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος η Βρετανία αποδείχτηκε η επικρατούσα αποικιακή αυτοκρατορία όχι μόνο λόγω των κτήσεών της αλλά επειδή κατάφερε διαχρονικά να διαμορφώσει μια αποικιακή στρατηγική με μακροπρόθεσμο χαρακτήρα. Μετά από κάθε διαμάχη του αποικιακού ανταγωνισμού η Βρετανία αποκτούσε νέες κτήσεις ή επιρροές και ερείσματα σε νέες περιοχές. Ακόμα και όταν τα κέρδη ήταν ισχνά οι ζημιές των ανταγωνιστών της ήταν πολύ μεγαλύτερες. Σε συνδυασμό με την πρωτοπορία στην βιομηχανική επανάσταση και την διατήρηση πανίσχυρου ναυτικού, δικαιολογημένα κατέκτησε την πρώτη θέση στην κούρσα της αποικιακής επικράτησης (23).

Επίλογος - Συμπεράσματα
Είδαμε αναλυτικά ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις κατεστημένες και αναδυόμενες, αφού πρώτα επιδόθηκαν σε ένα δεύτερο γύρο ανακαλύψεων νέων θαλάσσιων δρόμων και εδαφών, αντιλήφθηκαν εγκαίρως τη σημασία της ναυτικής κυριαρχίας και της εμπορικής ισχύος. Η σπουδαιότητα της αποικιακής επέκτασης, βρήκε ιδεολογικό υπόβαθρο στις θεωρίες του Άνταμ Σμίθ, που αναγνωρίζοντας την ανάπτυξη του εμπορίου ως θετικό αποτέλεσμα της αποικιοκρατίας, άσκησε κριτική στον μονοπωλιακό χαρακτήρα της μερκαντιλιστικής θεώρησης, διατυμπανίζοντας την ανάγκη απελευθέρωσης των εμπορικών συναλλαγών. Αυτό το ιδεολογικό αγκάλιασμα της ιμπεριαλιστικής επεκτατικής φιλοσοφίας και της φιλελεύθερης οικονομικής θεωρίας του ‘laisser faire’, αποτελεί ένα προοίμιο της σύγχρονης καπιταλιστικής θεώρησης των ελεύθερων αγορών.
Δυστυχώς όμως οι κατακτήσεις των αποικιακών αυτοκρατοριών έδωσαν το ιδεολογικό υπόβαθρο για τη γέννηση αμφιλεγόμενων απόψεων περί της ανωτερότητας των ευρωπαϊκών λαών. Αυτό μπορεί αρχικά να ενίσχυσε την εθνική συνείδηση του ευρωπαίου, όμως αποτέλεσε πάτημα για την στρεβλή οπτική της φυλετικής ανωτερότητας, που αποτελεί προοίμιο του ρατσισμού. Η Ναπολεόντεια ‘εκπολιτιστική αποστολή’ των ευρωπαϊκών δυνάμεων, τους επόμενους αιώνες προσέλαβε διαστάσεις φυλετικής ταξινόμησης.
Εν κατακλείδι και εν συνόλω, η πιθανή θεώρηση του αποικιακού ανταγωνισμού του 18ου αιώνα μέσα από το πρίσμα της ισορροπίας δυνάμεων των ευρωπαϊκών χωρών, τοποθετεί την Ευρώπη σε ένα σύστημα λειτουργίας καθαρά ανταγωνιστικό. Στην χρονική φάση που περιγράφηκε στις προηγούμενες ενότητες, η Ευρώπη δείχνει περισσότερο ικανή να προχωρήσει διαχειριζόμενη τις ανομοιογένειες των κρατών της, σε ένα καθεστώς ισορροπίας των αντιθέσεων.
Αντίθετα, στην σημερινή εποχή και στη σύγχρονη συγκυρία, βασική επιδίωξη στα πλαίσια της ΕΕ, έχει καταστεί η εκμηδένιση των διαφορών και η συγκέντρωση και ομογενοποίηση των ευρωπαίων κάτω από μια κοινή ομπρέλα κρατικής οργάνωσης και λειτουργίας.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1-Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 133-135 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 285-288 και McNeill W., 2007, σελ 721-723
2-Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 136-137 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 288-289 και Pagden A., 2004, σελ. 120
3-Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 290-291 και Pagden A., 2004, σελ. 109
4-Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 49-51
5-Pagden A., 2004, σελ. 107-109 και Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 51
6-Pagden A., 2004, σελ. 109-111
7-Pagden A., 2004, σελ. 118 και Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 51-53 και Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 202 και McNeill W., 2007, σελ 726
8-Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 52 και Pagden A., 2004, σελ. 112-113
9-Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 397 και Pagden A., 2004, σελ. 115-116
10-Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 203 και McNeill W., 2007, σελ 727 και Pagden A., 2004, σελ. 128
11-Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 52-53
12-Pagden A., 2004, σελ. 122 και Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 204
13-Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 53-54 και Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 206
14-Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 474 και Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 205 και Pagden A., 2004, σελ. 124
15-Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 203-204
16-Pagden A., 2004, σελ. 130-131
17-McNeill W., 2007, σελ 736-737
18-Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 204 και Pagden A., 2004, σελ. 129-130 & 135
19-Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 206 και Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 197
20-Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, τόμος Β, σελ. 193-194
21-Ράπτης Κ., 1999, τόμος Α, σελ 204 και Pagden A., 2004, σελ. 124-125
22-McNeill W., 2007, σελ 737-738 και Pagden A., 2004, σελ. 128
23-Pagden A., 2004, σελ. 134-135 & 197

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., Οι Ευρωπαίοι: Νεότερη και Σύγχρονη Εποχή, Τόμος Β’, Εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ, Αθήνα 2003.
2. Berstein S. & Milza P., Ιστορία της Ευρώπης: Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη 5ος-18ος Αιώνας, Τόμος 1, Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα 1997.
3. McNeill W., Η άνοδος της Δύσης: Μια Ιστορία της Πανανθρώπινης Κοινότητας, μεταφρ. Κ Ραμπαβίλα, Εκδόσεις ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ, Αθήνα 2007.
4. Pagden A., Λαοί και Αυτοκρατορίες, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗΣ, Αθήνα 2004.
5. Ράπτης Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο Αιώνα, Τόμος Α’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

© ΙZ 2008