Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΟ11 (Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορία) - 4/2010


ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2010

ΘΕΜΑ
«Εκτιμήστε τις συνέπειες των τεχνολογικών μεταβολών κατά τον 20ο αιώνα όπως αυτές εκδηλώθηκαν στους χώρους της εργασίας και της οργάνωσης των επιχειρήσεων»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΉ
◦ Οι Τεχνολογικές Εξελίξεις και οι Επιπτώσεις τους Κατά το 1ο Μισό του 20ου αι.
◦ Η Τεχνολογία ως Παράγοντας Διαμόρφωσης Νέων Εργασιακών Σχέσεων στη Μεταπολεμική Περίοδο
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Ο Ρόλος της Σύγχρονης Τεχνολογίας στην Εποχή της Παγκοσμιοποίησης
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Εισαγωγή
Οι τεχνολογικές επαναστάσεις της ανθρωπότητας επηρέασαν όχι μόνο την οικονομία των κρατών, αλλά και τον τρόπο διακυβέρνησης, τις κοινωνικές και εργασιακές σχέσεις και τον τρόπο παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων. Ιστορικά, τα τεχνολογικά επιτεύγματα διαδραμάτισαν κύριο ρόλο στη μετάβαση από τη φεουδαρχική κοινωνία στην κοινωνία του εμπορικού καπιταλισμού και ακολούθως στη μετεξέλιξη του βιομηχανικού καπιταλισμού. Οι τεχνολογικές καινοτομίες δημιούργησαν νέες οικονομικές και κοινωνικές θεωρίες για τον τρόπο παραγωγής, διανομής και κατανάλωσης των αγαθών, οι οποίες στην πορεία επηρέασαν την παγκόσμια οικονομική και πολιτική σκηνή και τις σχέσεις των κρατών μεταξύ τους.
Βασικός στόχος της εργασίας θα είναι να καταδειχτεί ο ρόλος που διαδραμάτισαν οι τεχνολογικές εξελίξεις του 20ου αι. στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα και ειδικότερα στις επιχειρήσεις, την οργάνωση της παραγωγής και τις εργασιακές σχέσεις. Για να συμβεί αυτό θα γίνει πρώτα ένας χρονικός διαχωρισμός ανάμεσα στο 1ο μισό του αιώνα όπου οι τεχνολογικές εξελίξεις είχαν κύριο αντίκτυπο στην παραγωγική λειτουργία και στο 2ο μισό του αιώνα όπου η τεχνολογία αποκτά πλέον δομικό συστατικό ρόλο στη διαμόρφωση του οικονομικού κλίματος και των διεθνών σχέσεων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι στο τέλος του 20ου αι. διαμορφώνεται μια κατάσταση υπέρβασης των συνόρων τόσο για τις μετακινήσεις όσο και για τις συναλλαγές, θα ακολουθήσει μία σύντομη περιγραφή των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούν στο σύγχρονο καθεστώς παγκοσμιοποίησης των αγορών.
Ο κόσμος στη διάρκεια του 20ου αιώνα ολοκληρώνεται προοδευτικά ως αποτέλεσμα οικονομικών και τεχνολογικών εξελίξεων, οι οποίες συνδέουν όλα τα μέρη σε ένα παγκόσμιο σύστημα. Το ζήτημα της παγκοσμιοποίησης αποτελεί καίριο θέμα σύγχρονου προβληματισμού, λόγω των αντικρουόμενων απόψεων περί των αποτελεσμάτων της και του αναπόφευκτου του χαρακτήρα της, ως λειτουργία και διαδικασία που λαμβάνει χώρα πέρα και πάνω από τις επιλογές μας. Δεχόμενοι ότι οι νέες τεχνολογίες αποτελούν δομικό συστατικό και για πολλούς γενεσιουργό αιτία του φαινομένου, θα επισημανθεί ο ρόλος των τεχνολογιών αυτών στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της παγκοσμιοποίησης.

Οι τεχνολογικές εξελίξεις και οι επιπτώσεις τους κατά το 1ο μισό του 20ου αιώνα
Προς το τέλος της δεύτερης φάσης της Βιομηχανικής Επανάστασης και λίγο πριν τον 20ο αι. οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά διογκώνονται, τα κερδοσκοπικά κεφάλαια συσσωρεύονται και οι τράπεζες προσδοκούν την απελευθέρωση των αγορών για να διεθνοποιηθούν. Η παραγωγή προσανατολίζεται στο χάλυβα, τα χημικά και τον μηχανολογικό εξοπλισμό σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των νέων μορφών ενέργειας (πετρέλαιο, ηλεκτρισμός) και ταυτόχρονη ανάπτυξη των αντίστοιχων κλάδων. Προς το τέλος του 19ου αι. η ηλεκτρική ενέργεια αρχίζει να βρίσκει εφαρμογές στη βιομηχανία ενώ η εξάπλωσή της κατέστησε εφικτή την ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών (Γαγανάκης, 1999: 264-266, 268).
Κάπως έτσι ξεκίνησε η εδραίωση μιας παγκόσμιας αγοράς που στηρίχθηκε εν πολλοίς στις τεχνολογικές εξελίξεις που συντελέστηκαν στις μεταφορές-συγκοινωνίες και επικοινωνίες. Η μείωση του κόστους μεταφορών που προέκυψε ενέτεινε το διεθνή ανταγωνισμό για εφοδιασμό των αγορών με αγαθά και ενίσχυσε το επιχείρημα για απελευθέρωση του εμπορίου Παρατηρήθηκε γενικότερα μια στροφή προς μακροπρόθεσμες επενδύσεις που απαιτούσαν μεγάλα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και συνεργασία με τον χρηματοπιστωτικό τομέα (Γαγανάκης, 1999: 263-264).
Καθώς λοιπόν οι εφαρμογές των τεχνολογικών καινοτομιών στρέφουν το επενδυτικό ενδιαφέρον προς τα προϊόντα της βαριάς βιομηχανίας, το παραγωγικό βάρος μετατοπίζεται γεωγραφικά από τη Βρετανία προς τις ραγδαία αναπτυσσόμενες ΗΠΑ και τη Γερμανία. Η Γερμανική υπεροχή εκφράστηκε μέσω κυρίως της χημικής βιομηχανίας ενώ η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ εκφράστηκε στον τομέα του μηχανολογικού εξοπλισμού και ειδικά στα τροχοφόρα οχήματα καθιστώντας το αυτοκίνητο ως βασικό συγκοινωνιακό μέσο, ενώ σύντομα ακολούθησε η εφεύρεση του αεροπλάνου. Τα νέα αυτά βιομηχανικά προϊόντα αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον κλάδο του πετρελαίου που αποτέλεσε τη νέα καύσιμη ύλη (Γαγανάκης, 1999: 266-268).
Η έναρξη του 20ου αι. προαναγγέλλει την μαζική χρήση καινοτόμων μηχανολογικών εξοπλισμών και ενεργειακών υλών (μηχανές ντίζελ εσωτερικής καύσης) αλλά και της επικράτησης νέων μεθόδων και διαδικασιών οργάνωσης της παραγωγής σταθερά προσηλωμένων στις εργασιακές πρακτικές της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Το μοντέλο της γραμμής παραγωγής της αυτοκινητοβιομηχανίας Φορντ αποτέλεσε ένα ολόκληρο θεωρητικό μοντέλο οργάνωσης της εργοστασιακής παραγωγής συνυφασμένο με την εξειδίκευση και τον καταμερισμό (Γαγανάκης, 1999: 267).
Η ανάγκη μαζικοποίησης της παραγωγής συνδυαστικά με τις τεχνολογικές μεταβολές επέβαλε την αναδιοργάνωση των παραγωγικών διαδικασιών. Η ζητούμενη αύξηση της παραγωγικότητας σε συνδυασμό με μείωση του κόστους παραγωγής και ταυτόχρονο συντονισμό των πολυάριθμων πρώτων υλών, δεν επιτεύχθηκαν από την αύξηση των εγκαταστάσεων και του παραγωγικού δυναμικού ή τον καλύτερο καταμερισμό εργασίας, αλλά από την μεγαλύτερη ταχύτητα επεξεργασίας και το συντονισμό ροής των υλικών που προσέφεραν οι μηχανές. Ταυτόχρονα άρχισε να ασκείται πίεση για ενσωμάτωση της διαδικασίας μαζικής διανομής του τελικού προϊόντος από την ίδια την επιχείρηση. Αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των παραγωγικών μονάδων και των λειτουργιών της επιχείρησης με συνολική διαχείριση της ροής των αγαθών από την αφετηρία (προμηθευτής πρώτης ύλης) μέχρι το τέρμα της διαδικασίας δηλαδή τον τελικό καταναλωτή (North, 2000: 271-272).
Στο εργασιακό επίπεδο η εκμηχάνιση της παραγωγής υπήρξε ο μεγαλύτερος εχθρός για τον ειδικευμένο τεχνίτη καθώς οι νέες μηχανές απαιτούν ανειδίκευτους χειριστές που μπορούν να αντληθούν από το πλεονάζον δυναμικό της πόλης και της υπαίθρου. Επιπλέον η εκμηχάνιση και η μαζικοποίηση της παραγωγής καταναλωτικών αγαθών οδήγησε στη δημιουργία πολυκαταστημάτων που καταδίκασαν σε μαρασμό τους μικρούς καταστηματάρχες περιθωριοποιώντας τους ή μετατρέποντάς τους σε απλούς εργάτες. Ταυτόχρονα όμως η εκμηχάνιση οδήγησε στη ανάπτυξη του τριτογενούς τομέα υπηρεσιών προσφέροντας μια κάποια διέξοδο στους εργάτες ώστε να αναζητήσουν απασχόληση σε τράπεζες, ασφάλειες, συγκοινωνίες, ταχυδρομεία κλπ. αναβαθμίζοντας το βιοτικό επίπεδό τους (Γαγανάκης, 1999: 271, 272-273, 276-277 και North, 2000: 253).
Ανακατατάξεις επήλθαν και στην οργάνωση και διοίκηση των επιχειρήσεων από την εισχώρηση των επενδυτικών κεφαλαίων και την παρέμβαση των μετόχων στη χάραξη της επιχειρηματικής πολιτικής. Οι ατομικές ιδιωτικές εταιρίες οι οποίες μπορούσαν μεν να αντλούν ξένα επενδυτικά κεφάλαια αλλά οι αρχικοί εταίροι διατηρούσαν την διεύθυνση, αρχίζουν σταδιακά να υποκαθίστανται από ανώνυμα μετοχικά σχήματα όπου η ιδιοκτησία διαχωρίζεται πλήρως από τη διαχείριση (Γαγανάκης, 1999: 268).
Επιγραμματικά, τα μεγάλα τεχνολογικά επιτεύγματα που έγιναν ορατά κατά το 1ο μισό του 20ου αι. είναι η ανάπτυξη αυτόματων μηχανών μαζικής παραγωγής που αντικαθιστούν το νου και τα χέρια των ανθρώπων και η χρήση νέων πηγών και υλών ενέργειας. Το πρώτο στο οποίο εντάσσεται και η γραμμή παραγωγής της Φορντ, αποτέλεσε αποτέλεσμα της εργασιακής εξειδίκευσης που διευκόλυνε την επινόηση μηχανών για την αντικατάσταση απλών εργασιών. Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν σε μια οικονομική μεγέθυνση συνυφασμένη με τις αγορές μεγάλης κλίμακας που δημιούργησαν (North, 2000: 269-270).
Ο ρυθμός οικονομικής μεγέθυνσης στη Βιομηχανική Επανάσταση καθίσταται εντυπωσιακός κατά το τέλος αυτής της περιόδου ειδικά για τα έθνη που προαναφέρθηκαν. Δεν θα ήταν άστοχο να ισχυριστεί κανείς ότι ο συνδυασμός επιστήμης και τεχνολογίας ευθύνεται για την οικονομική επανάσταση του 20ου αι.. Ακόμα και αν συνυπολογίσουμε την αναγκαστική διακοπή των αναπτυξιακών τάσεων που προκάλεσαν οι δύο κοντινοί χρονικά Παγκόσμιοι πόλεμοι, τα τεχνολογικά γεγονότα που σχετίζονται με την οικονομική μεγέθυνση ταυτίζονται με την εξαιρετική επιστημονική πρόοδο που συντελέστηκε ειδικότερα στο δεύτερο μισό του αιώνα (North, 2000: 253-254).

Η τεχνολογία ως παράγοντας διαμόρφωσης νέων εργασιακών σχέσεων στη μεταπολεμική περίοδο
Η τεχνολογική επανάσταση που βίωσε μεταπολεμικά η καπιταλιστική Δύση αποτέλεσε παράγοντα επιτάχυνσης της οικονομικής ανάπτυξης. Λόγω του Β’ Παγκόσμιου πολέμου οι τεχνολογικές ανακαλύψεις μαζικοποιήθηκαν, οι τεχνικές ειδικότητες πλήθυναν, η έρευνα προωθήθηκε εντατικά και τα επενδυτικά κεφάλαια κατευθύνθηκαν σε νεωτεριστικές εφαρμογές. Οι νέες τεχνολογίες που χρησιμοποιήθηκαν στη βιομηχανία ήταν έντασης κεφαλαίου δηλαδή απαιτούσαν μεγάλες και διαρκείς επενδύσεις σε χρήμα και οδήγησαν στην παραγωγή προϊόντων μαζικής κατανάλωσης (αυτοκίνητα, τηλέφωνα, ψυγεία, ραδιόφωνα κλπ.) για το διευρυμένο καταναλωτικό κοινό. Η επικράτηση της Κεϋνσιανής οικονομικής φιλοσοφίας, η διαθεσιμότητα του εργατικού δυναμικού, η κεφαλαιακή επάρκεια, η κρατική παρέμβαση στο τραπεζικό σύστημα και οι χρηματικές ροές από τις ΗΠΑ με το Σχέδιο Μάρσαλ, αποτέλεσαν ιστορικά τους πυλώνες της καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ευρωπαϊκής Δύσης (Γαγανάκης, 1999: 316 & 318).
Αντίθετα στις κομμουνιστικές χώρες της Ανατολική Ευρώπης η εκβιομηχάνιση και η μαζικοποίηση της παραγωγής ήταν αποτέλεσμα 5ετών αναπτυξιακών προγραμμάτων που δεν στηρίζονταν σε εφαρμογές υψηλής τεχνολογίας. Η σοβιετικού τύπου κρατικά ελεγχόμενη βιομηχανική οργάνωση ήταν έντασης εργασίας δηλαδή στηριζόταν στο εργατικό δυναμικό γι’ αυτό και διόγκωσε παραδοσιακού τύπου κλάδους της βαριάς βιομηχανίας όπως αυτόν των ορυχείων. Για να υπάρξει επανεπένδυση πλεονάσματος στη βιομηχανία υποβιβάστηκε ο αγροτικός τομέας και συμπιέστηκε το εισόδημα της εργατικής τάξης με αποτέλεσμα να συρρικνωθεί η αγοραστική της δύναμη υπονομεύοντας έτσι τις μελλοντικές προοπτικές ανάπτυξης (Γαγανάκης, 1999: 311-312).
Η πλήρης αποδοχή των μοντέλων μαζικής παραγωγής και οργάνωσης της εργασίας (φορντισμός, τεϋλορισμός) στις δυτικές οικονομίες συνδυάστηκε με μαζικοποίηση των τεχνολογικών εφαρμογών. Στόχος αλλά και τελικό αποτέλεσμα ήταν ο εκρηκτικός πολλαπλασιασμός της παραγωγής καταναλωτικών προϊόντων (πχ. αυτοκίνητα) που όμως ήταν επί τω πλείστον ενεργοβόρα με μακροπρόθεσμες οικολογικές συνέπειες. Η αμερικάνικη επιρροή υπήρξε έντονη με εκθέσεις, σεμινάρια και εκδόσεις που προπαγάνδιζαν την υψηλή παραγωγικότητα και τη μαζική κατανάλωση ως ανάχωμα στις εργατικές αναταραχές και τον κομμουνισμό. Τα οικονομικά αποτελέσματα της περιόδου επιβεβαίωσαν την ύπαρξη της οικονομίας μαζικής κατανάλωσης και συνοδεύτηκαν από αύξηση του εργατικού εισοδήματος, πλήρη απασχόληση και κοινωνική ασφάλιση. Όμως από τα τέλη του ’60 η κάμψη της παραγωγικότητας και η αύξηση των τιμών, η κατάρρευση του νομισματικού συστήματος, η πετρελαϊκή κρίση και η άνοδος του πληθωρισμού σηματοδότησαν μια περίοδο κρίσης και ανακατατάξεων (Γαγανάκης, 1999: 316-317, 319 και Ασημακοπούλου, 2008: 256-258).
Η οικονομική ανασφάλεια που προέκυψε οδήγησε στην ανάδυση νεοφιλελεύθερων προτάσεων για πλήρως ελεύθερες αγορές προκειμένου να δημιουργηθούν συνθήκες κερδοφορίας των επιχειρήσεων που θα τροφοδοτούσαν την εκ νέου ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Ταυτόχρονα το ενδιαφέρον επιστημόνων και πολιτικών στράφηκε στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που θεωρήθηκαν ευέλικτες και ευπροσάρμοστες στις συνθήκες της αγοράς ενώ άρχισε να εξετάζεται η ευελιξία στην παραγωγή και την εργασία ως λύση έναντι των διακυμάνσεων και του ανταγωνισμού (Ασημακοπούλου, 2008: 259-260).
Οι επιχειρήσεις που επέλεξαν ευέλικτες μορφές οργάνωσης της παραγωγής με αξιοποίηση της τεχνογνωσίας και των δεξιοτήτων των εργαζόμενων, θεωρήθηκε ότι δημιουργούσαν νέες συνέργιες τουλάχιστον στο επίπεδο της βιομηχανικής περιφέρειας. Άλλωστε η θεωρητική διατύπωση της ευέλικτης εξειδίκευσης στηρίχθηκε στην ανάγκη προσαρμογής στην αλλαγή και όχι στον έλεγχο αυτής. Η υλοποίηση της προσαρμογής θα προέλθει μέσα από μια στρατηγική μόνιμης καινοτομίας με χρήση ευέλικτου μηχανολογικού εξοπλισμού και εξειδικευμένου δυναμικού. Οι εκφραστές της θεωρίας αυτής απορρίπτουν την κυριαρχία της μαζικής παραγωγής λόγω τεχνικής υπεροχής και τη νομοτελειακή εξέλιξη της μεταποίησης και αποσυνδέουν την εκμηχάνιση και την τεχνολογία από την οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας (Ασημακοπούλου, 2008: 261-262).
Η θεωρία της ευέλικτης εξειδίκευσης δέχτηκε εμπειρική κριτική τόσο για τους γεωγραφικούς-τοπικούς περιορισμούς της όσο και για την απαιτούμενη τεχνική εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού και την μειωμένη λόγω μεγεθών διαπραγματευτική του ικανότητα. Έτσι εμφανίστηκαν νέες μορφές ευέλικτης οργάνωσης των επιχειρήσεων όπως η αποκέντρωση των παραγωγικών διαδικασιών μέσω της υπεργολαβίας και η δικαιοχρησία όπου η διαχείριση των καταστημάτων γίνεται από τον εκάστοτε ιδιοκτήτη αλλά οι κανόνες λειτουργίας, τα προϊόντα, το εμπορικό σήμα, η τεχνογνωσία και η εκπαίδευση παρέχονται από την παραγωγό επιχείρηση (Ασημακοπούλου, 2008: 263-264).
Από το τελευταίο τέταρτο του αιώνα διαφάνηκε ότι η οικονομία πλέον περνούσε σε μία διάσταση όπου η τεχνολογία και η πληροφορία αποτελούσαν δομικό συστατικό του συστήματος. Η οικονομική δραστηριότητα άρχισε να επικεντρώνεται στις υπηρεσίες και όχι στα εμπορικά αγαθά ενώ όσοι κατείχαν τον έλεγχο της επιστημονική γνώσης και την πρόσβαση στην πληροφορία, διαμόρφωσαν μια νέα κοινωνική τάξη από επαγγελματικά και τεχνικά στελέχη. Οι παλιές βιομηχανίες άρχισαν να παρακμάζουν και ο μεταποιητικός τομέας άρχισε να μειώνεται έναντι των υπηρεσιών, ενώ η ανάπτυξη της πληροφορικής τεχνολογίας και του αυτοματισμού επηρέασαν τόσο την παραγωγή όσο και την κινητικότητα των αγαθών αλλά και των κεφαλαίων. Η τεχνολογική επανάσταση μείωσε τις θέσεις εργασίας αυξάνοντας την ανεργία η οποία από το 1990 κατέστη δομική επειδή ακριβώς δεν ήταν συγκυριακή αλλά οφειλόταν στην βαθιά μεταβολή του οικονομικού συστήματος (Ασημακοπούλου, 2008: 265-266).
Η διεθνοποίηση της οικονομίας και του εμπορίου, η κινητικότητα των κεφαλαίων και οι τεχνολογικές αλλαγές επηρεάζουν τις δυνατότητες απασχόλησης. Η προσωρινότητα και αβεβαιότητα της αγοράς εργασίας αλλά και η ετερογένεια του τριτογενούς τομέα υπηρεσιών με τις διαφοροποιήσεις στις αμοιβές ανάλογα με το αν το επάγγελμα είναι εντάσεως εργασίας (πχ. τουρισμός) ή απαιτεί δεξιότητες και επιστημονική εξειδίκευση (πχ. χρηματοοικονομικά), προκαλεί κρίση του συστήματος και κατ’ επέκταση του κοινωνικού κράτους. Η εξειδίκευση και ο καταμερισμός κατέστησαν την αγορά εργασίας απρόσωπη χωρίς ιδεολογικούς δεσμούς κοινών συμφερόντων, δημιουργώντας ένα πλήθος αλληλοσυγκρουόμενων ιδεολογιών και διεκδικήσεων (Ασημακοπούλου, 2008: 275&279 και North, 2000: 282&283).
Η ραγδαία εξέλιξη των ηλεκτρονικών τεχνολογιών πληροφόρησης και επικοινωνίας, καθώς και η βελτίωση των μέσων μεταφοράς έχουν ως συνέπεια τη δραματική μείωση του κόστους διακίνησης υλικών, ανθρώπων και πληροφοριών. Οι νέες τεχνολογίες μειώνουν το κόστος μεταφοράς και πληροφόρησης και οδηγούν σε εξειδίκευση της εργασίας τόσο σε τοπικό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Αυτό δημιουργεί αγορές ευαίσθητες στους κανόνες προσφοράς και ζήτησης σε παγκόσμιο επίπεδο και ενθαρρύνει τις περιπτώσεις κερδοσκοπίας στις διεθνείς αγορές (North, 2000: 277).
Ο αυξανόμενος συγκεντρωτισμός των χρηματοοικονομικών θεσμών μέσω των οποίων κατανέμονται και χρησιμοποιούνται τα κεφάλαια, οδηγεί τις διεθνείς ηλεκτρονικές ροές χρηματικού κεφαλαίου να σχετίζονται λιγότερο με τις πραγματικές ανάγκες χρηματοδότησης της υλικής παραγωγής και περισσότερο με κερδοσκοπικές κινήσεις. Έτσι τελικά επικρατεί μια βραχυπρόθεσμη οπορτουνιστική λογική που προκειμένου να αντιμετωπιστεί επιβάλει την ένταση των προσπαθειών για κυβερνητική προστασία από την αστάθεια των αγορών και την κερδοσκοπία μέσα από συμπράξεις, ενώσεις και συνεργασίες κρατών. Η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση ξεκίνησε ως ένα πλαίσιο μακροοικονομικών αρχών που επεκτάθηκε σε επιμέρους εθνικές πολιτικές και πλέον αγκαλιάζει την πλειοψηφία των εθνικών δράσεων σε ένα πλαίσιο κοινού συντονισμού όλων των κρατών μελών της ΕΕ (Ασημακοπούλου, 2008: 276 και Κουρλιουρος, 2004).

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ : Ο ρόλος της σύγχρονης τεχνολογίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης
Η παγκοσμιοποίηση νοείται από πολλούς ως ένα νέο φαινόμενο που αποτελεί συνέπεια μιας σειράς τεχνολογικών, οικονομικών και πολιτικών καινοτομιών. Ο βασικός παράγοντας που προκάλεσε αυτές τις αλλαγές υπήρξε η ανάδυση στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, οι οποίες διαφέρουν ριζικά από τις επιχειρήσεις του παρελθόντος. Σε αυτές οφείλεται εν πολλοίς η εγκαθίδρυση μιας κοινής καταναλωτικής κουλτούρας που συνενώνει διαφορετικούς λαούς και περιοχές του πλανήτη. Εν γένει, ο όρος παγκοσμιοποίηση υποδηλώνει την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση των χωρών του πλανήτη στο οικονομικό, τεχνολογικό, πολιτικoρυθμιστικό και πολιτιστικό επίπεδο (Φωτοπουλος, 2005 και Κουρλιουρος, 2004).
Η ανάπτυξη των συγκοινωνιών και επικοινωνιών μειώνει τις αποστάσεις και δημιουργεί τη συνείδηση ότι όλοι οι κάτοικοι της γης ανήκουν σε ένα παγκόσμιο χωριό. Η κινητικότητα των εργαζομένων και των επιχειρήσεων αυξάνεται και αυτό έχει συνέπειες στη γεωγραφική εικόνα της παραγωγής και της αγοράς εργασίας. Ταυτόχρονα, η διάχυση της επιστημονικής γνώσης και η ευκολότερη μεταφορά τεχνογνωσίας, δημιουργούν θεωρητικά τη δυνατότατα εξάπλωσης της τεχνολογίας σε οποιονδήποτε χώρο και κλάδο, προς όφελος της ανάπτυξης. Η εκμηδένιση των αποστάσεων με τις τηλεπικοινωνίες και τις μεταφορές έχουν καταστήσει τον πλανήτη ένα ενιαίο σύνολο, όπου οι τρόποι κατανάλωσης και τα τεχνολογικά προϊόντα τείνουν να εξομοιωθούν και οι επιπτώσεις τους εμφανίζονται παντού (Μαράκη, 2006 και Χατζημπιρος, 2002).
Οι τεχνολογικές επαναστάσεις στις μεταφορές και επικοινωνίες διευκολύνουν σε κάθε περίπτωση την επέκταση της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων, που είναι οι κύριοι φορείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης. Αυτό που καθίσταται υπέρτατο αγαθό στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη κοινωνία της ηλεκτρονικής διασύνδεσης, είναι η ψηφιακή γνώση-πληροφορία η οποία ρυθμίζει πλέον την κοινωνική και οικονομική υπόσταση των φορέων σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Η αυξανόμενη σημασία των άυλων εισροών (επιστημονική γνώση και καινοτομία) στις οικονομικές δραστηριότητες των ανεπτυγμένων χωρών, μετασχηματίζει τις εθνικές οικονομίες από οικονομίες υλικών πόρων σε οικονομίες γνώσης. Παρατηρείται έτσι η διεθνοποίηση της έρευνας και η ταχύτατη διάχυση νέων τεχνολογικών εφαρμογών τόσο στις διαδικασίες παραγωγής, όσο και στα προϊόντα (Τσομπανογλου, 2006 και Κουρλιούρος, 2004).
Στη σύγχρονη φάση της παγκοσμιοποίησης, η πολλαπλή διασυνδεσιμότητα σε παγκόσμιο επίπεδο έγινε εφικτή χάρη στην τεχνολογική πρόοδο, που διευκολύνει τη μετάδοση της πληροφορίας τόσο ώστε να μιλάμε για τον θάνατο της απόστασης. Η ανάπτυξη της τεχνολογίας ενοποιεί σε παγκόσμιο επίπεδο τον σημερινό κόσμο, ο οποίος συρρικνώνεται με την επέκταση των επικοινωνιών και την άμεση διάδοση των πληροφοριών. Η ψηφιακή επανάσταση εντείνει την αλληλεπίδραση των ανθρώπων σε διαφορετικούς τόπους και δημιουργεί έτσι μια πολιτισμική ανταλλαγή. Η συμπίεση του χώρου και του χρόνου μέσω της τεχνολογίας των Η/Υ και της μικροηλεκτρονικής, αναδιατάσσουν τις έννοιες αυτές στην κοινωνική ζωή (Λεοντίδου, 2005: σ347 & 350-351 και Παναγιωτοπουλος, 2008).
Παρ’ όλα αυτά, στη διαδικασία διεθνοποίησης της έρευνας και της εξειδικευμένης γνώσης, σημειώνεται μία αντίφαση καθώς πρακτικά υφίσταται ένα ισχυρό δίκτυο προστατευτισμού, που εφαρμόζεται επιλεκτικά από τους ισχυρούς σε ζητήματα καινοτομιών και επιστημονικών επιτευγμάτων. Στα ζητήματα μάλιστα των νέων τεχνολογικών εφαρμογών καλύπτεται υπό το πέπλο της επιλεκτικής προστασίας των πνευματικών δικαιωμάτων. Έτσι παρά την επέκταση της δράσης των πολυεθνικών επιχειρήσεων και δικτύων, που είναι άλλωστε οι κύριοι φορείς της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, παρατηρείται αυξανόμενος έλεγχος των τεχνολογιών αιχμής και εν τέλει των αγορών από εκείνες τις ισχυρές πολυεθνικές επιχειρήσεις που κατέχουν την τεχνογνωσία (Κουρλιουρος, 2004).
Ο πλανήτης μας δεν βιώνει μια παγκοσμιοποίηση αγαθότητας και ισοτιμίας, αφού δεν είναι η επικοινωνία των λαών και η ελεύθερη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών, πολιτισμών και δραστηριοτήτων που αναδύονται ως επιστέγασμα της ομογενοποιητικής προσπάθειας. Αντίθετα, η παγκοσμιοποίηση βιώνεται ως η αντιφατική συνύπαρξη δυο αντίθετων κόσμων, ενός κόσμου άνεσης, αφθονίας, ισχύος για τους λίγους από τη μια, και ενός κόσμου πάλης για επιβίωση, ανέχειας και κοινωνικού αποκλεισμού για τους πολλούς από την άλλη. Οι κόσμοι αυτοί που διεισδύουν ο ένας στον άλλο σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αναπαράγουν στο χώρο και στο χρόνο την άνιση καπιταλιστική ανάπτυξη σε διεθνή αλλά και σε εθνική-περιφερειακή κλίμακα (Κουρλιουρος, 2004 & Λεοντίδου, 2002: 181).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ζ. (2008), «Όψεις οικονομικής και Κοινωνικής Εξέλιξης στη Μεταπολεμική Ευρώπη», στο ΑΡΚΟΛΑΚΗΣ, Μ., ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ζ. και λοιποί, Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
2. ΓΑΓΑΝΑΚΗΣ, Κ. (1999), Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
3. ΚΟΥΡΛΙΟΥΡΟΣ, Η. (2004), Η Συμβολή της Κριτικής Οικονομικής Γεωγραφίας στην Ολοκληρωμένη Προσέγγιση της Παγκοσμιοποίησης, 7ο Πανελλήνιο Γεωγραφικό Συνέδριο, Πρακτικά: Τόμος ΙΙ (σελ. 126-135). Μυτιλήνη: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Γεωγραφίας. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.srcosmos.gr/srcosmos/showpub.aspx?aa=6339  
4. ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ, Λ. (2005), Αγεωγράφητος Χώρα: Ελληνικά Είδωλα στις Επιστημολογικές Διαδρομές της Ευρωπαϊκής Γεωγραφίας, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
5. ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ, Λ. (2002), Η Πόλη της Παγκοσμιοποίησης: Τοπία Εξουσίας και Εστίες Αντίστασης στον Πλανητικό Πολιτισμό, στο Ευθυμιόπουλος & Μοδινός (επιμ.) 2002: 181-194, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα.
6. ΜΑΡΑΚΗ, Ε. (2006), Η Επίδραση της Παγκοσμιοποίησης στη Ζήτηση και την Προσφορά Εργασίας και στη Διαμόρφωση των Μισθών, Επιστημονικό Βήμα, τεύχος 6, Ιούνιος 2006, σελ 170-180, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.syllogosperiklis.gr/ep_bima/epistimoniko_bima_6/14_maraki.pdf  
7. NORTH, D. C. (2000), Δομή και Μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Μτφ. Α. Αλεξιάδη, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική.
8. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Π. (2008), Τα Ασύμμετρα Οφέλη της Παγκοσμιοποίησης. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
9. ΤΣΟΜΠΑΝΟΓΛΟΥ, Γ. (2006), Κοινωνική Οικονομία, Κοινωνικό Κεφάλαιο, Τοπική Ανάπτυξη Μέσω Καινοτόμων Δράσεων. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://62.103.39.56:8080/ketakemak_images/KoinonikiOikonomia-Koinonikokefalaio-Anaptyximesaapokainotomesdraseis_F24488.pdf
10. ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Τ. (2005), Οι Αντιτιθέμενες Προσεγγίσεις της Παγκοσμιοποίησης, Διάπλους, τεύχος 9, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2005, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:
11. ΧΑΤΖΗΜΠΙΡΟΣ, Κ. (2002), Το πλανητικό Οικοσύστημα, Παγκοσμιοποίηση Υπανάπτυξη και Προοπτικές, στο Ευθυμιόπουλος & Μοδινός (επιμ.) 2002, Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα. Διαθέσιμο και στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://www.itia.ntua.gr/~kimon/limnos4.doc  


© Ιωάννης Ζήσης 2010