Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

ΕΠΟ11 (Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορία) - 2/2010


ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2010

ΘΕΜΑ
«Εντοπίστε τις διαφορετικές φάσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης, λαμβάνοντας υπόψη τη γεωγραφική της εξάπλωση, τα βασικά χαρακτηριστικά των κυριότερων τομέων παραγωγής και τις δημογραφικές αλλαγές»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
-Εισαγωγή
-Το Γεωγραφικό Στίγμα της Βιομηχανικής Επανάστασης
-Οι Παραγωγικοί Τομείς που Επηρέασε η Βιομηχανική Επανάσταση
-Οι Δημογραφικές Επιπτώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης
-Επίλογος - Συμπεράσματα
-ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σύμφωνα με έναν από τους πολυάριθμους ορισμούς, η Βιομηχανική Επανάσταση αποτελεί ένα εννοιολογικό κατασκεύασμα, μια προσπάθεια ορισμού των σύνθετων και αλληλένδετων φαινομένων και μετασχηματισμών που έλαβαν χώρα σε ένα οριοθετημένο ιστορικά εύρος χρόνου. Αποτέλεσμα αυτής της επανάστασης, ήταν η εκ βαθέων μεταβολή πρωτίστως της οικονομικής αλλά και κοινωνικής πραγματικότητας, με επιπτώσεις στις ανθρώπινες σχέσεις στο χώρο και στο χρόνο (Benevolo, 1977: σ.35).
Αποτελεί δύσκολη αποστολή να προσδιορίσει κανείς ακριβώς τη χρονική στιγμή που το φαινόμενο αναδύεται γιατί πρόκειται για μια πορεία μακρόχρονη, ασυνεχή και με ιδιαίτερη ανομοιογένεια για κάθε ευρωπαϊκή χώρα. Κατά γενική ομολογία όμως υπάρχουν δύο διαφορετικές περίοδοι (φάσεις) με την πρώτη (1770-1850) να χαρακτηρίζεται ως η εποχή της υφαντουργίας, του άνθρακα και του σιδηροδρόμου και τη δεύτερη (1851-1914) ως η εποχή του χάλυβα, του πετρελαίου, του αυτοκινήτου και του ηλεκτρισμού.
Βασικός στόχος της εργασίας είναι να καταδειχτεί η διαφορετικότητα των φάσεων της Βιομηχανικής Επανάστασης τόσο ως προς τη γεωγραφική κατανομή της, όσο και σε σχέση με τη βιομηχανική παραγωγή και τις κοινωνικές επιπτώσεις που είχε για τους εμπλεκόμενους φορείς. Για να γίνει αυτό θα εξεταστεί αρχικά η γεωγραφική εξάπλωση της Βιομηχανικής Επανάστασης και η διαφοροποίηση των πρωταγωνιστικών χωρών σε κάθε φάση. Ακολούθως θα αναλυθεί η βιομηχανική παραγωγή κάθε φάσης, ώστε να εντοπιστούν οι κλάδοι όπου επικεντρώθηκε το ενδιαφέρον των αγορών. Τέλος, θα εξεταστούν οι συνέπειες που είχε σε κάθε φάση ο βιομηχανικός μετασχηματισμός για τους ανθρώπους και τις κοινωνικές σχέσεις.

Το γεωγραφικό στίγμα της Βιομηχανικής Επανάστασης
Η Βιομηχανική Επανάσταση δεν πραγματοποιήθηκε ούτε ταυτόχρονα ούτε ομοιόμορφα στην Ευρώπη. Κάτι τέτοιο δεν επετράπη λόγω της διαφοροποίησης που παρουσίαζαν οι οικονομίες των κρατών, τα κοινωνικά συστήματα, η άνιση αστικοποίηση αλλά και οι κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν. Γι’ αυτό και μιλάμε για την εμφάνιση της Βιομηχανικής Επανάστασης σε δύο φάσεις, διακριτές όχι μόνο χρονικά αλλά και γεωγραφικά. Μια σειρά μετασχηματισμών, οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών, πολιτικών και δημογραφικών, υποβοήθησαν την έναρξη της Βιομηχανικής Επανάστασης σε πρώτη φάση στην Αγγλία (Teich, 2008: σ.76 και Γαγανάκης, 1999: σ.233).
Το φαινόμενο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ‘βρετανικό’, επειδή πληρούσε προϋποθέσεις εγγενείς προς την αγγλική οργάνωση και είχε ρίζες στις κοινωνικο-οικονομικές εξελίξεις του 16ου-17ου αιώνα. Η ώθηση για την ανάπτυξη της αγγλικής βιομηχανικής παραγωγής δόθηκε από τη διεύρυνση της εγχώριας αγοράς, που προέκυψε από τη ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση και τη σημαντική αύξηση των αγροτικών εισοδημάτων, που επέτρεψε στους χωρικούς να γίνουν καταναλωτές βιομηχανικών προϊόντων. Το φαινόμενο αυτό οδήγησε με τη σειρά του στην ανάπτυξη της παραγωγής, ωθώντας τους παραγωγούς σε επενδύσεις (Γαγανάκης, 1999: σ. 238-239, 245).
Στην Αγγλία του 1760-1780 προηγήθηκε της βιομηχανικής η αγροτική ‘επανάσταση’, με ανάπτυξη της κτηνοτροφίας, καλλιέργεια ζωοτροφών, εντατική γεωργία και άνιση ανάπτυξη. Η Αγγλία είναι η μόνη στην Ευρώπη που καταλύει σε τέτοιο βαθμό τις παλιές σχέσεις ιδιοκτησίας, με τη δημιουργία τεράστιων καλλιεργειών, ενοικίαση της γης και παροχή μισθωτής αγροτικής εργασίας. Έτσι εδραιώθηκε η μαζική αγροτική παραγωγή προς κάλυψη των αυξημένων δημογραφικών αναγκών και ευνοήθηκε η δημιουργία οικοτεχνικών δικτύων στις φτωχότερες ή εγκαταλελειμμένες περιοχές. Στις τελευταίες, σχηματίστηκε ένα αγροτικό προλεταριάτο που πρόθυμα θα ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της επερχόμενης βιομηχανικής παραγωγής του 1780-1800 για εργατικά χέρια (Γαγανάκης, 1999: 240-241, 245 και North, 2000: σ.249).
Η Αγγλία ήταν επίσης η μόνη χώρα που αξιοποίησε συστηματικά τις προϋπάρχουσες και τις νέες τεχνολογικές καινοτομίες, αναπτύσσοντας νέους παραγωγικούς κλάδους. Η καινοτομία της υψικαμίνου υπήρξε κομβική για τη μεταλλουργία και την κατασκευή εργαλείων και εξαρτημάτων. Επιπλέον, η αντικατάσταση του ξύλου από τον γαιάνθρακα ως καύσιμη ύλη, επιφέρει νέα δεδομένα στο μεταποιητικό χάρτη. Η κατασκευή και χρήση ατμομηχανών κατευθύνει αρχικά τη δημιουργία νέων παραγωγικών μονάδων και πόλεων στις περιοχές με ανθρακοφόρα κοιτάσματα, ως τη στιγμή που η τεχνολογική αιχμή της χρήσης του σιδηρόδρομου, παρακάμπτει την παράμετρο της απόστασης και επιτρέπει τη διασπορά της βιομηχανίας σε περιοχές μακριά από την πηγή της πρώτης ύλης (Λεοντίδου & Σκλιας, 2001: 228, 236, 259 και Pounds, 2001: 47).
Στην υπόλοιπη ηπειρωτική Ευρώπη (Γαλλία, Πρωσία, Γερμανία, Αψβούργοι, Ρωσία κλπ.) παρά τη σταδιακή κατάργηση των δουλοκτητικών σχέσεων, τις προσπάθειες ανακατανομής γης και τις κατά καιρούς κρατικές παρεμβάσεις για ελάφρυνση της θέσης των χωρικών, η ισχυρή κτηματική αριστοκρατία (αστική και μη) διατήρησε τα προνόμιά της, απωθώντας τις νεωτερικές εργασιακές καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Οι χώρες αυτές δεν οδηγήθηκαν στην εδραίωση καπιταλιστικών δομών κατά το πρότυπο της Αγγλίας, αφού δεν εκπληρωνόταν η βασική προϋπόθεση που ήταν η μετατροπή της γης σε εμπορεύσιμο προϊόν, η υπαγωγή της στην ιδιωτική πρωτοβουλία και προπάντων η καπιταλιστική συσσώρευση (Γαγανάκης, 1999: 234-235, 241, 250-251).
Η έμπνευση που παρείχε η Γαλλική Επανάσταση του 1789, οδήγησε μεν τα κράτη σε αγροτικές μεταρρυθμίσεις, όμως η παλινόρθωση των απολυταρχικών καθεστώτων (Γαλλία, Ισπανία) ακύρωσε την πρόσκαιρη νίκη των φιλελεύθερων αστικών δυνάμεων και προκάλεσε κατακερματισμό της γης. Η προσήλωση σε παλαιά ιδεώδη, με σύμμαχο την Εκκλησία και τη Μοναρχία, συσπείρωσε τον αγροτικό κόσμο απέναντι στους αστούς και αναχαίτισε την εδραίωση της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης. Ειδικά στην λατινογενή Ευρώπη οι προϋπάρχουσες δομές ήταν ιδιαίτερα ανθεκτικές και αποτέλεσαν τροχοπέδη στην πλήρη στροφή προς τις καπιταλιστικές-βιομηχανικές ιδέες προκρίνοντας φεουδαλικού τύπου σχέσεις παραγωγής (Γαγανάκης, 1999: 248-249).
Μόνο με τη δεύτερη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης κατά το δεύτερο μισό του 19ου αι. περνάμε στη λεγόμενη ‘εποχή του κεφαλαίου’. Εδώ πλέον έχουμε αυτονόμηση του βιομηχανικού τομέα από τον γεωργικό. Μετά το 1850 οι διακυμάνσεις στις ευρωπαϊκές αγορές καθορίζονται από την πορεία των επιχειρήσεων και τις επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά και όχι από την κατάσταση της γεωργίας. Παράλληλα με τις νεοεισερχόμενες Αυστρία, Ουγγαρία, Δανία, στις πιο ‘ώριμες’ βιομηχανικά Αγγλία, Γαλλία, Βέλγιο και Ολλανδία, παρατηρείται πλέον και η ισχυροποίηση του τριτογενούς τομέα των υπηρεσιών (λιανεμπόριο, υπηρεσίες, εκπαίδευση, διοίκηση) (Γαγανάκης, 1999: 259-260).
Στην ηπειρωτική Ευρώπη τα επενδυτικά συμφέροντα στράφηκαν στην ανάπτυξη των σιδηροδρομικών μεταφορών, συμμετέχοντας στο διεθνή ανταγωνισμό για τον εφοδιασμό των αγορών. Συνεπικουρούμενα από τον τραπεζικό τομέα, προάσπισαν την χαλάρωση του προστατευτισμού με απελευθέρωση των εμπορικών συναλλαγών από τέλη και δασμούς και την εδραίωση ελεύθερων ζωνών εμπορίου ως το 1870 (Γαγανάκης, 1999: 263-264).
Την επόμενη δεκαετία, παρατηρείται στροφή προς μακροπρόθεσμες επενδύσεις, που απαιτούν μεγάλα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια και συνεργασία με τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Οι τεχνολογικές εξελίξεις στρέφουν το ενδιαφέρον στα προϊόντα της βαριάς βιομηχανίας, με αποτέλεσμα την μετατόπιση της παραγωγής προς τις ηπειρωτικές χώρες και ειδικά τη Γερμανία και την ραγδαία αναπτυσσόμενη Αμερική. Με την έναρξη του 20ου αι. η χρήση του πετρελαίου ως καύσιμης ύλης, αναγγέλλει την εποχή του αυτοκινήτου με την πρωτοκαθεδρία της αμερικάνικης αυτοκινητοβιομηχανίας και των εργασιακών πρακτικών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Αντίθετα, στις βιομηχανικά υπανάπτυκτες περιοχές όπως Μεσόγειος, Βαλκάνια, Αν. Ευρώπη, η έλλειψη εθνικών επενδυτικών κεφαλαίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων, οδήγησε σε κρατικοποιήσεις και εξάρτηση από ξένα επενδυτικά κεφάλαια εγκαθιστώντας μια μορφή ‘χρηματοδοτικού ιμπεριαλισμού’ και οικονομικής ομηρίας (Γαγανάκης, 1999: 266-267, 269 και North, 2000: σ.267).

Οι παραγωγικοί τομείς που επηρέασε η Βιομηχανική Επανάσταση
Οι τεχνολογικές καινοτομίες που υποστήριξαν την βιομηχανική παραγωγή και την ανάπτυξη νέων παραγωγικών κλάδων, δεν εφαρμόστηκαν αυτόματα αλλά σταδιακά, όταν το κόστος εφαρμογής τους επέτρεψε την πλήρη ένταξή τους στην παραγωγική διαδικασία. Η υφαντουργία που αποτέλεσε ένα από τα βαριά χαρτιά της αγγλικής βιομηχανίας γνώρισε την εκμηχάνιση από το 1760. Οι κλωστικές μηχανές (γνέσιμο) δεκαπλασίασαν την παραγωγή και συνεπακόλουθα τις ποσότητες εισαγόμενων πρώτων υλών από Ινδίες και Αμερική. Η ύπαρξη όμως άφθονων φθηνών εργατικών χεριών για αργαλειούς, δεν κατέστησε αναγκαία την αντίστοιχη εκμηχάνιση της ύφανσης, παρά μόνο όταν είκοσι χρόνια μετά απογειώθηκε η ζήτηση βαμβακερών στην αγορά (Γαγανάκης, 1999: 242-243).
Η βαμβακοβιομηχανία σηματοδότησε την πρώτη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης και της βρετανικής εκβιομηχάνισης. Η συνεπακόλουθη χρήση του ατμού λίγο πριν το 1800, δημιούργησε νέα εντυπωσιακά αποτελέσματα για τον κλάδο. Παρ’ όλα αυτά, ο κλάδος διατήρησε την παραδοσιακή του ταυτότητα βασισμένος στα εργατικά χέρια. Με στρατηγικές επιθετικής εξαγωγικής διείσδυσης στις διεθνείς αγορές, οι Άγγλοι βαμβακοβιομήχανοι αποκόμισαν αξιοσέβαστα κέρδη που στην πορεία επανεπενδύθηκαν σε άλλους ανερχόμενους κλάδους όπως αυτός των μεταφορών. Ο σιδηρόδρομος αποτέλεσε από μόνος του ένα δυναμικά αναπτυσσόμενο βιομηχανικό τομέα που κινητοποίησε την αγγλική οικονομία και εδραίωσε τη βιομηχανική οικονομία την περίοδο 1820-1850, αντιπροσωπεύοντας επενδυμένα κεφάλαια ύψους 240 εκ. στερλινών (Γαγανάκης, 1999: 243-244).
Σε αυτή την πρώτη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης τον 19ο αι. η βιομηχανική παραγωγή στηρίζεται στον παράγοντα εργασία-εργατικά χέρια και όχι στον παράγοντα κεφάλαια-επενδύσεις. Οι επιχειρηματίες αυτής της φάσης είναι αυτοδημιούργητοι και αυτοχρηματοδοτούμενοι και ο χρηματοπιστωτικός τομέας είναι ακόμα προσδεμένος στη γη και τον κρατικό δανεισμό. Η επενδυτική μανία των σιδηροδρόμων από το 1840, είναι αυτή που θα συστρατεύσει αναγκαστικά τα μεγάλα και μεσαία επενδυτικά κεφάλαια (Γαγανάκης, 1999: 251, 256-257).
Κατά τη δεύτερη φάση, μετά το 1850, οι επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά όπως άνθρακας και σίδηρος αρχίζουν να διογκώνονται. Τα κερδοσκοπικά κεφάλαια αρχίζουν να συσσωρεύονται και ο τραπεζικός τομέας προσδοκά την απελευθέρωση των αγορών για να διεθνοποιήσει τις δραστηριότητές του. Η σιδηροβιομηχανία απόλυτα συνυφασμένη με την σιδηροδρομική επέκταση γνωρίζει άνθηση. Σε πλήρη διαφοροποίηση από την υφαντουργική βάση της πρώτης περιόδου, η δεύτερη φάση βασίζεται στα ορυχεία, το σιδηρόδρομο και τη μεταλλουργία. Από το 1880 ο προσανατολισμός μετατίθεται στο χάλυβα, τα χημικά και τον μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ η εκμετάλλευση νέων μορφών ενέργειας (πετρέλαιο, ηλεκτρισμός) οδηγούν στην ανάπτυξη των αντίστοιχων κλάδων (Γαγανάκης, 1999: 259, 263, 264-266).
Η Γερμανική υπεροχή της περιόδου εκφράστηκε κυρίως μέσω της χημικής βιομηχανίας (βαφές, φιλμ, λιπάσματα, συνθετικές ίνες). Στον τομέα του μηχανολογικού εξοπλισμού, είχαμε επίσης εφαρμογές στους κλάδους των όπλων, των μεταλλικών κραμάτων, των εργαλείων και των τροχοφόρων οχημάτων. Σε αυτό το τελευταίο είναι ισχυρή η θέση των ΗΠΑ, που με την επαναστατική γραμμή παραγωγής της Φόρντ κατέστησε το αυτοκίνητο ως βασικό συγκοινωνιακό μέσο αλλά και καταναλωτικό αγαθό. Σύντομα ακολούθησε η ανάπτυξη της εφεύρεσης του αεροπλάνου κυρίως κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα δύο τελευταία βιομηχανικά προϊόντα αναπτύχθηκαν παράλληλα με τον κλάδο του πετρελαίου που αποτέλεσε τη νέα καύσιμη ύλη. Προς το τέλος του 1880 η ηλεκτρική ενέργεια αρχίζει να βρίσκει εφαρμογές στη βιομηχανία (λάμπα φωτισμού, τραμ, μετρό κλπ.) και με την εξάπλωσή της κατέστησε εφικτή την ανάπτυξη των τηλεπικοινωνιών (τηλέγραφος, ασύρματος, τηλέφωνο) (Γαγανάκης, 1999: 266-268).

Οι δημογραφικές επιπτώσεις της Βιομηχανικής Επανάστασης
Κατά την πρώτη φάση της Βιομηχανικής Επανάστασης η δημογραφική επέκταση και η άνοδος τιμών των αγροτικών προϊόντων, οδήγησαν σε εμπέδωση νέων αστικών καταναλωτικών προτύπων στη Βρετανία. Η δημογραφική έκρηξη του τέλους του 18ου αι. είναι συνυφασμένη με τη διαδικασία εκμηχάνισης και την απορρόφηση του δυναμικού στις κατασκευές. Χωρίς να είναι ξεκάθαρο ποιο προηγήθηκε, οι σχετικές μελέτες δείχνουν ότι η δημογραφική ανάπτυξη πήγασε εν μέρει από τη βιομηχανική, καθώς οι συνθήκες διαβίωσης στις εργατουπόλεις μείωναν το προσδόκιμο ζωής ενθαρρύνοντας τους γάμους σε μικρή ηλικία (Γαγανάκης, 1999: 239, 241-242).
Ως αποτέλεσμα της Βιομηχανικής Επανάστασης θεωρείται η εγκαθίδρυση ενός νέου καταμερισμού εργασίας που οδήγησε σε συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού με παράλληλη αύξηση του αστικού. Η εμπορευματοποίηση της γης, η εξαφάνιση της μικρής καλλιέργειας και η στόχευση της αγροτικής παραγωγής στις αυξανόμενες ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς, δημιούργησαν ένα πλεόνασμα ανειδίκευτου δυναμικού ως αποτέλεσμα της πτώσης της αγροτικής κοινωνίας. Το δυναμικό αυτό αντιμετώπισε το νέο καθεστώς εργασιακών σχέσεων με συνεχή ωράρια εργασίας, μισθούς δεμένους στο άρμα της παραγωγικότητας, ποινές και πρόστιμα, γυναικεία και παιδική εκμετάλλευση. Αυτό το νέο καθεστώς, χωροταξικά τοποθετημένο σε πρόχειρα στημένες, ασφυκτικές και επιβλαβείς εργατουπόλεις, αποτέλεσε αιτία δυστυχίας και γέννησης κοινωνικών προβλημάτων (Γαγανάκης, 1999: 245-246, 248).
Στο ξεκίνημα της Βιομηχανικής Επανάστασης, οι χαμηλοί ρυθμοί εκβιομηχάνισης καθήλωναν το πλεονάζον δυναμικό στην ύπαιθρο εξανεμίζοντας το βιοτικό του επίπεδο και οδηγώντας τα ασθενή αγροτικά στρώματα σε εξαθλίωση, με μοναδική διέξοδο τη μαζική μετανάστευση είτε σε βιομηχανικά αστικά κέντρα είτε στο Νέο Κόσμο. Αλλά και μακροπρόθεσμα η ανεργία που άρχισαν να βιώνουν οι ανειδίκευτοι εργάτες στα αστικά κέντρα λόγω της πλήρους εκμηχάνισης, οδήγησαν σε εσωτερική (από πόλη σε πόλη και από κλάδο σε κλάδο) και εξωτερική μετανάστευση (Γαγανάκης, 1999: 250-251, 253).
Οι ίδιοι οι εργαζόμενοι αρχίζουν να βιώνουν το βιομηχανικό καπιταλισμό μέσα από την επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου. Ο δείκτης θνησιμότητας από το τέλος της πρώτης φάσης αρχίζει να αυξάνει λόγω παιδικής και νεανικής θνησιμότητας στα αστικά κέντρα. Η φτώχια και η ανεργία εμφανίζονται αμείλικτα ως κοινωνικές πραγματικότητες, ειδικά για μικροτεχνίτες και εποχιακούς εργάτες. Η κατανάλωση βασικών προϊόντων επίσης διατηρεί πτωτική τάση, ενώ εμφανίζονται φθηνά τρόφιμα (πατάτα) και νοθεύσεις τροφών (πχ. ζάχαρης) αποδεικνύοντας την πτώση του βιοτικού επιπέδου των ασθενών στρωμάτων (Γαγανάκης, 1999: 253-255 και Teich, 2008: σ.77).
Από το 1850 με την έναρξη της Β’ φάσης της Βιομηχανικής Επανάστασης, η νέα δημογραφική τάση αφορά τη μεταβολή του δείκτη γεννήσεων ως απόρροια της εκβιομηχάνισης σε όλες τις χώρες της ΒΔ Ευρώπης έναντι της ΝΑ Ευρώπης. Η εξέλιξη της ιατρικής επιστήμης σε προληπτικό επίπεδο έναντι των λοιμωδών νοσημάτων βοήθησε σημαντικά. Η αύξηση των γεννήσεων στο Νότο αποτελεί πλέον ένδειξη υστέρησης, καθώς η μείωση παιδικής θνησιμότητας στο Βορρά δεν καθιστά αναγκαίες τις πολλές γεννήσεις. Επιπλέον, τα νέα βιομηχανικά καταναλωτικά πρότυπα δεν επιτρέπουν στα ασθενή στρώματα να θυσιάσουν το εισόδημά τους για κάτι πέρα από τη βελτίωση της υλικής διαβίωσής τους (Γαγανάκης, 1999: 258-259 και Aldcroft & Ville, 2005: σ.56).
Σε κοινωνικό επίπεδο ήδη από το τέλος του 18ου αι. η αστική τάξη σχηματοποιείται και αποκτά ταξική συνείδηση. Ο σταδιακός μετασχηματισμός της συνδυάζεται με την εσωτερική διαφοροποίηση πλούτου και ασχολιών σε επιμέρους ταξικές υποομάδες εισοδηματιών, κυβερνητικών γραφειοκρατών, μεγαλο-κατασκευαστών, επαγγελματιών τεχνιτών και βιομηχάνων μαζικής παραγωγής. Από τα μέσα του 19ου αι. η βιομηχανική αστική τάξη εδραιώνεται, εκπροσωπείται πολιτικά από τα φιλελεύθερα κόμματα και ελέγχει την τοπική αυτοδιοίκηση. Με λάβαρο τον καπιταλισμό, την ελεύθερη αγορά και την αντιπροσωπευτική κυβέρνηση, επιθυμεί να διαφυλάξει την ‘τάξη πραγμάτων’ έναντι των εργατικών στρωμάτων. Η επίγνωση της ισχύος της και η υιοθέτηση αστικής κουλτούρας, την οδηγεί σε ένα εργασιακό ήθος και μια καταναλωτική συμπεριφορά που της προσάπτουν μια ανωτερότητα βιολογικά θεμελιωμένη, νομιμοποιώντας τη σχέση εξουσίας έναντι των εργατών (Γαγανάκης, 1999: 236-237, 270).
Στον αντίποδα, από το 1860 οι εργάτες αποκτούν και αυτοί ταξική συνείδηση εκφράζοντας διεκδικήσεις. Οι δυνατότητες κοινής συνδικαλιστικής δράσης τα πρώτα χρόνια της βιομηχανικής κοινωνίας ήταν περιορισμένες για λόγους μορφωτικούς και κοινωνικούς. Το αντι-μηχανιστικό κίνημα των Λουδδιτών που είχε ως σκοπό την καταστροφή των μηχανών, στην ουσία αποτέλεσε μία πρώτη μορφή έκφρασης αντιπαλότητας μεταξύ εργάτη-εργοδότη και μια μορφή διεκδίκησης καλύτερων συνθηκών εργασίας και ημερομισθίων, με μέσο εκβίασης τα μέσα παραγωγής (Γαγανάκης, 1999: 251-252, 272).
Σιγά σιγά, τα κοινά προβλήματα και οι ανάγκες, ο κοινός τρόπος ζωής και οι τόποι συνάθροισης και κυρίως το κοινό αίσθημα αντιπαλότητας προς τους αστούς εργοδότες, σχηματοποίησαν την ευρωπαϊκή εργατική τάξη. Ακολούθως, η εργατική τάξη αυτοοργανώνεται είτε στα πλαίσια της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, είτε με αυτόνομες κλαδικές ενώσεις (ανθρακωρύχοι, λιμενεργάτες κλπ.) πολλές φορές μέχρι και το επίπεδο ενιαίας εθνικής κλίμακας (Γαγανάκης, 1999: 272-273 και Teich, 2008: σ.78).

Επίλογος - Συμπεράσματα
Ο τρόπος που προσεγγίζει ο κάθε μελετητής το θέμα της Βιομηχανικής Επανάστασης παίζει σημαντικό ρόλο στην υιοθέτηση ή όχι του όρου ‘επανάσταση’. Μέσα από μια υπερεθνική προσέγγιση του θέματος διαφαίνεται η σταδιακή διάχυση των αλλαγών με αφετηρία την πρώτη βιομηχανική χώρα, τη Βρετανία. Εστιάζοντας επίσης στη βιομηχανική παραγωγή αποκαλύπτεται ένα προβιομηχανικό τεχνολογικό υπόβαθρο που μέσα από την αυξανόμενη τεχνολογική πρόοδο οδήγησε σε κορύφωση των οικονομικών μεταβολών. Όμως αυτά αφορούν προσεγγίσεις σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο συντελέστηκε η αλλαγή, ενώ το πλέον ουσιώδες είναι το αποτελέσματα αυτής της αλλαγής. Ο όρος ‘επανάσταση’ έχει μεγαλύτερη σημασία ως προς την έννοια της ρήξης με το παρελθόν, παρά ως προς τη διάρκεια ζωής ή την διαδικασία ολοκλήρωσης. Όπως επισημαίνει ο North, η επανάσταση έγκειται στο μέγεθος των μεταβολών παρά στον ριζοσπαστικό χαρακτήρα τους (Aldcroft & Ville, 2005: σ.14-15 και North, 2000: σ.252).
Η ουσία της Βιομηχανικής Επανάστασης, έγκειται στην εξελικτική και σταδιακή διαδικασία ανατροπής των κατάλοιπων φεουδαρχικών κοινωνικο-οικονομικών δομών και στη μετάβαση από την φεουδαλική στην καπιταλιστική βιομηχανική οικονομία. Μια μετάβαση που είχε οικονομικές αλλά και κοινωνικοπολιτικές επιπτώσεις, αλλάζοντας τη μορφή και τον τρόπο ζωής των ανθρώπων. Αυτός ο ριζικός μετασχηματισμός όσο κι αν βασίστηκε σε προγενέστερες χρονικά και τοπικά αλλαγές και μικρότερες επιμέρους ‘επαναστάσεις’, ήταν τέτοιος σε σημασία και μέγεθός που όμοιος δεν είχε υπάρξει μέχρι τότε στην ιστορία (Γαγανάκης, 1999, σ. 239-240).

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. ALDCROFT, D. H. και VILLE, S. P. (2005), (Επιμ.), Η Ευρωπαϊκή Οικονομία 1750-1914: Θεματική Προσέγγιση, Μτφ. Ν. Σταματάκης, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια.
2. BENEVOLO, L. και ΛΑΖΑΡΙΔΗΣ, Π., (1977), Βιομηχανική Επανάσταση - Βιομηχανική Πόλη, Αθήνα, Εκδόσεις Νέα Σύνορα.
3. POUNDS, N. J. G. (2001), Ιστορική Γεωγραφία της Ευρώπης: Η μοντέρνα Ευρώπη – Τόμος Β’, μτφ. Μ. Αλεξάκης, Μ. Κονομή, Α. Λογιάκη, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
4. NORTH, D. C. (2000), Δομή και Μεταβολές στην Οικονομική Ιστορία, Μτφ. Α. Αλεξιάδη, Αθήνα, Εκδόσεις Κριτική.
5. TEICH, M. (2008), «Η Βιομηχανική Επανάσταση και η Κοινωνία στην Ευρώπη κατά τον 19ο Αιώνα», Μτφ. Μ. Αρκολάκης, στο ΔΡΙΤΣΑ, Μ., (Επιμ.), Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
6. ΓΑΓΑΝΑΚΗΣ, Κ. (1999), Κοινωνική και Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
7. ΛΕΟΝΤΙΔΟΥ, Λ. και ΣΚΛΙΑΣ, Π. (2001), Γενική Γεωγραφία, Ανθρωπογεωγραφία και Υλικός Πολιτισμός της Ευρώπης - Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.


© ΙΖ 2010