Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Τρίτη 27 Νοεμβρίου 2012

ΕΠΟ 43 (Πολιτικές Ιδεολογίες) - 11/2011


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2011
 
ΘΕΜΑ
Να προσδιοριστούν τα βασικά σημεία διαφοροποίησης του κοινωνικού φιλελευθερισμού από τον νεοφιλελευθερισμό. Θεωρείτε ότι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός ή ο νεοφιλελευθερισμός μπορεί να ανταποκριθεί καλύτερα στις προκλήσεις της εποχής μας ;

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                             
◦ Οι Βασικές Αρχές του Φιλελευθερισμού         
◦ Σύνοψη Βασικών Διαφορών των Σύγχρονων Φιλελεύθερων Τάσεων  
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Σύγχρονες Προκλήσεις-Φιλελεύθερες Λύσεις          
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                       

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Το θέμα πραγματεύεται την αντιπαραβολή και σύγκριση μεταξύ των δύο σύγχρονων μορφών φιλελευθερισμού, του κοινωνικού και του νεοκλασικού. Στόχος της εργασίας είναι να εξετάσει και να καταδείξει μέσα από τις αντικρουόμενες θεωρήσεις των στοχαστών, τα σημεία διαφοροποίησης τους και να παράγει χρήσιμα συμπεράσματα για τη διαφορετικότητα της σκέψης και των προτεραιοτήτων των υποστηρικτών κάθε τάσης.  
            Αρχικά θα παρουσιαστούν οι βασικές αρχές του φιλελευθερισμού στο γενικό τους πλαίσιο, κάποιες μάλιστα από αυτές, έτσι όπως τις συνέλαβαν οι πρώιμοι οραματιστές του 18ου-19ου αι.
            Στη συνέχεια θα επιχειρηθεί μια συγκριτική παράθεση των 2 σύγχρονων τάσεων, επικεντρώνοντας στον τρόπο που διαφοροποιούνται ως προς τις βασικές αρχές του φιλελευθερισμού. Για να επιτευχθεί αυτό θα δοθεί έμφαση στις αντικρουόμενες θεωρήσεις των κυριότερων στοχαστών-υποστηρικτών της κάθε τάσης.
            Εν κατακλείδι, ‘αντί επιλόγου’ θα επιχειρηθεί μια απάντηση στο ερώτημα ποια τάση δείχνει ικανότερη να απαντήσει στις προκλήσεις της εποχής μας. Ουσιαστικά θα διατυπωθεί το υποκειμενικό απόσταγμα της μελέτης των χαρακτηριστικών των 2 τάσεων και θα γίνει προσπάθεια να παντρευτούν οι προσωπικές απόψεις και αντιλήψεις του γράφοντος, με τα επιχειρήματα που έχουν ήδη διατυπωθεί στο κυρίως σώμα της εργασίας.

ΟΙ ΒΑΣΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΥ
            Ο φιλελευθερισμός παρά τις χωροχρονικές παραλλαγές του και τις ιστορικοπολιτικές αποκλίσεις του, χαρακτηρίζεται από βασικές αρχές και πεποιθήσεις.

Ο ρόλος του ατόμου
            Βασικό συστατικό της θεωρίας αποτελεί η πίστη στην δύναμη του ατόμου. Κάθε άνθρωπος είναι μοναδικός, με ξεχωριστά προσόντα, φυσικά δικαιώματα στη ζωή, την ελευθερία και την ιδιοκτησία και με ίση αξία έναντι των άλλων. Το άτομο είναι ιδιοκτήτης του εαυτού του και ικανοποιεί τις προσωπικές του ανάγκες χωρίς να χρωστά κάτι στην κοινωνία. Στην πορεία η ατομικιστική αναζήτηση του συμφέροντος απέκτησε την αναπτυξιακή χροιά, ότι τα άτομα έχουν αίσθηση κοινωνικής ευθύνης προς όσους δεν μπορούν να αυτοσυντηρηθούν (Heywood, 2007, σ78-79 και Μαρκετος, 2002, σ63-64).

Η έννοια της ελευθερίας
            Η ατομική ελευθερία αποτελεί πρωταρχικό αγαθό και πολιτική αξία. Είναι φυσικό δικαίωμα και προϋπόθεση ανάπτυξης των χαρισμάτων με στόχο την προσωπική ολοκλήρωση. Η απεριόριστη όμως ελευθερία μπορεί να μετατραπεί σε ασυδοσία και καταπάτηση των δικαιωμάτων των υπολοίπων. Ο Mill υποστήριξε ως θεμιτή την άσκηση εξουσίας πάνω σε ένα άτομο με σκοπό την αποτροπή βλαβών στα υπόλοιπα, αποδεχόμενος κάποιους ελάχιστους δυνατούς περιορισμούς (Heywood, 2007, σ80-81 και Μαρκετος, 2002, σ64).

Η σημασία του ορθολογισμού
            Η πίστη στον ορθό λόγο αποτελεί στοιχείο του Διαφωτισμού με το οποίο διαποτίστηκε η φιλελεύθερη ιδεολογία, προκειμένου να πολεμηθεί η αυθεντία του ‘παλαιού καθεστώτος’ στην οικονομική και πολιτική ζωή. Η πίστη στην ελεύθερη ατομική βούληση και πρόοδο μέσα από την επέκταση της γνώσης, αποτέλεσαν εργαλεία κατανόησης και ερμηνείας του κόσμου. Η απελευθέρωση μέσω της εκπαίδευσης οδηγεί στην αυτοανάπτυξη. Ο ορθολογισμός παρέχει μέσω του διαλόγου τη βάση για την επίλυση διαφορών, που είναι αναπόφευκτες εν μέσω ανταγωνισμού σε περιβάλλον ελεύθερης οικονομικής δραστηριότητας (Heywood, 2007, σ83-86 και Μαρκετος, 2002, σ65-66).

Η κοινωνική δικαιοσύνη
            Η κοινωνική δικαιοσύνη προϋποθέτει ίση ηθική αξία και νομική υπόσταση για όλους και διανομή δικαιωμάτων χωρίς προνόμια και διακρίσεις που να σχετίζονται με το φύλο, το χρώμα, τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις. Πρέπει όλοι να είναι ίσοι έναντι των ευκαιριών κοινωνικής ανόδου και ισότιμοι πολιτικά εκπροσωπώντας ο καθένας μια ψήφο. Πρακτικά όμως οι ανθρώπινες ικανότητες διαφέρουν άρα διαφέρουν και οι ανταμοιβές. Οι φιλελεύθεροι επιθυμούν να έχουν όλοι ίσες ευκαιρίες ανάπτυξης των άνισων φυσικών ικανοτήτων τους και να ανταμείβονται βάσει της ατομικής αξίας και ικανότητας. Θεωρούν εν τέλει αυτού του είδους την αξιοκρατική ανισότητα ως κάτι δίκαιο, όταν στηρίζεται στην άνιση κατανομή ικανοτήτων ή στην προσωπική καλλιέργεια (Heywood, 2007, σ86-88 και Μαρκετος, 2002, σ67).

Η ανοχή της διαφορετικότητας
            Αποδεχόμενοι την ατομικότητα, οι φιλελεύθεροι ανέχονται το διαφορετικό τρόπο σκέψης, έκφρασης και δράσης ακόμα και όταν διαφωνούν. Αυτό αποτελεί μια κοινωνική αρχή και ένα πλέγμα κανόνων συμπεριφοράς στη βάση των αρχών του Διαφωτισμού. Ο Locke υποστηρίζει την ανοχή της διαφορετικότητας στις ιδιωτικές υποθέσεις. Για τον Mill η ανεκτικότητα αποτελεί συνθήκη για την αυτόνομη ανάπτυξη των ανθρώπων και τη συνολική υγεία της κοινωνίας. Ο Berlin θεωρεί τη σύγκρουση αξιών ως έμφυτο ανθρώπινο χαρακτηριστικό, που ενισχύει τη σπουδαιότητα της ανοχής σε ένα πλουραλιστικό κόσμο. Ο διάλογος, η διαφωνία και η αμφισβήτηση ως συστατικά πλουραλισμού, αποτελούν μηχανισμό προόδου που η φιλελεύθερη προσέγγιση ευνοεί ως εργαλείο αποφυγής κοινωνικών συγκρούσεων (Heywood, 2007, σ89-93 και Μαρκέτος, 2002, σ68).

Η μορφή του κράτους
            Για τους φιλελεύθερους, προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση της ατομικής ελευθερίας αποτελεί η διασφάλισή της από τον σφετερισμό και την καταπάτηση. Το κράτος δρώντας υπό την εξουσία νόμων αποτελεί φορέα προστασίας της ελευθερίας (Heywood, 2007, σ94-95). Το κράτος εξυπηρετεί τις ανάγκες και τα συμφέροντα των πολιτών του και η εξουσία του στηρίζεται στη συγκατάθεση τους βάσει ενός ‘κοινωνικού συμβολαίου’. Μετατρέπεται έτσι σε διαιτητή που δεν εκφράζει τα συμφέροντα των ολίγων αλλά επιβάλει την τήρηση συμφωνημένων όρων, επιλύοντας αμερόληπτα τις διαφορές ανταγωνιστικών ομάδων (Heywood, 2007, σ96-97 και Μαρκετος, 2002, σ71-72). Η εξουσία όμως πρέπει να χαλιναγωγείται με μια διακυβέρνηση υπό συνταγματικούς και δημοκρατικούς περιορισμούς. Το σύνταγμα ως υπέρτατος νόμος καθορίζει εξουσίες και ευθύνες, εισάγοντας την κατάτμηση των εξουσιών σε επιμέρους θεσμούς (Heywood, 2007, σ97-99 και Μαρκετος, 202, σ73). Η αντιπροσωπευτική δημοκρατία αποτελεί το πλέον φιλελεύθερο πολιτικό σύστημα, καθώς συνδυάζει πολιτικό πλουραλισμό, σαφή διαχωρισμό κράτους και πολιτών και στοιχειώδη πολιτική ισότητα (ένας άνθρωπος-μια ψήφος-μια αξία) (Heywood, 2007, σ101&106 και Μαρκετος, 2002, σ75).

ΣΥΝΟΨΗ ΒΑΣΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΤΑΣΕΩΝ
            Οι δύο σύγχρονες μορφές φιλελευθερισμού, ο κοινωνικός και ο νεοκλασικός μπορούν να συγκριθούν πιο επιτυχημένα μέσα από την αντιπαραβολή των θεωριών των κυριότερων στοχαστών τους, ως προς τις βασικές αρχές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του ρόλου του κράτους.

Περί ισότητας και δικαιοσύνης
            Οι κοινωνικοί φιλελεύθεροι και ειδικότερα ο Rawls, υποστηρίζουν ότι η ανισότητα είναι αποδεκτή μόνο όταν λειτουργεί προς όφελος των πιο αδύναμων και μερικώς μόνο ως κίνητρο για εργασία. Η ‘αρχή της διαφοράς’, ορίζει ότι οι ανισότητες πρέπει να ρυθμίζονται έτσι ώστε η κοινωνία να ανακατανέμει τον πλούτο της, ενισχύοντας όσους βιώνουν τον ανεξέλεγκτο καπιταλισμό με επαχθείς όρους. Επομένως απαιτείται μια κρατική μορφή πρόνοιας που να ωφελεί τους λιγότερο προνομιούχους (Heywood, 2007, σ88-89&131 και Kymlicka, 2005, σ145-146).
            Ο Rawls χρησιμοποιώντας την έννοια του κοινωνικού συμβολαίου, αποδέχεται την ύπαρξη και λειτουργία μιας πολιτικής αυθεντίας ως εγγυήτριας των αρχών της δικαιοσύνης από θέση ισότητας, δηλαδή του σεβασμού της αξίωσης κάθε προσώπου να γίνεται αποδεκτό ως ελεύθερη ισότιμη ύπαρξη (Kymlicka, 2005, σ153&155). Ο Rawls υπερασπίστηκε την αναδιανομή του εισοδήματος ως εξασφάλιση δικαιοσύνης. Η ισότητα ευκαιριών συνεπικουρεί την ιδέα ενός κράτους που δίνει στους μειονεκτούντες τα εφόδια που εκ φύσεως δεν τους έχουν δοθεί για κοινωνική ανέλιξη. Κι αυτό γιατί τα φυσικά χαρίσματα είναι τυχαία, συνεπώς δεν ανήκουν αποκλειστικά στο φορέα τους αλλά στο κοινωνικό κεφάλαιο (Ανδρουλιδάκης, 2008, σ191 και Kymlicka, 2005, σ145&147).
            Σε αντίθεση, οι νεοφιλελεύθεροι ασπάστηκαν την ανάγκη ύπαρξης κινήτρων εργασίας μέσω της κοινωνικής ανισότητας και προασπίζονται τα ατομικά δικαιώματα με άνιση κατανομή πλούτου (Heywood, 2007, σ88-89). Ο Nozick δε δικαιολογεί καμία μορφή εκτεταμένου αναδιανεμητικού κράτους παρά μόνο του ελάχιστου κράτους που προστατεύει και διασφαλίζει από την επιβολή, τη βία και την απάτη. Διαφορετικά, προκύπτει εξαναγκασμός των προνομιούχων σε πράξεις ενίσχυσης των μειονεκτούντων χωρίς τη θέλησή τους. Εδώ τονίζει την αρχή της ‘ιδιοκτησίας του εαυτού’ και της ‘μεταβίβασης’ της ιδιοκτησίας, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος έχει απόλυτο δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στον εαυτό του και σε οτιδήποτε έχει αποκτήσει με θεμιτό τρόπο και μόνο η διανομή που πηγάζει από ελεύθερες μεταβιβάσεις θεωρείται δίκαιη (Kymlicka, 2005, σ200&202&205). Η εξισωτική άποψη του Rawls περί αναδιανομής αποτυγχάνει κατά τον Nozick να αντιμετωπίσει τα άτομα ως αυτοσκοπούς, καθώς δεν μπορεί κάποιος να είναι κύριος του εαυτού του όταν άλλοι έχουν αξίωση στα αποτελέσματα των ικανοτήτων του (ο.π., σ206-207).

Περί ελευθερίας
            Ο πρώιμος φιλελευθερισμός υποστήριξε σθεναρά την απελευθέρωση των αγορών και τις επιλογές των ελεύθερα σκεπτόμενων ανθρώπων. Ο ‘οικονομικός’ άνθρωπος πρέπει να δρα σε ένα ελεύθερο περιβάλλον, που αυτορυθμίζεται χάρη στις αρχές της προσφοράς και της ζήτησης. Αυτό το ‘αόρατο χέρι’ της αγοράς αντανακλά τη φιλελεύθερη πίστη σε μια κοινωνία αρμονικής συνύπαρξης διαφορετικών συμφερόντων (Heywood, 2007, σ114-116 και Μαρκετος, 2002, σ82). Το δόγμα ‘laissez-faire’ αποτελεί κορύφωση της ιδέας μιας απόλυτα ελεύθερης μη ελεγχόμενης από νόμους αγοράς, που στηρίζει την επιδίωξη του κέρδους με κάθε τίμημα (Heywood, 2007, σ116-117).
            Ο Green όμως στα τέλη του 19ου αι. έθεσε την απεριόριστη επιδίωξη κέρδους ως παράγοντα φτώχιας και αδικίας. Απορρίπτοντας τον ηδονισμό και τον ωφελιμισμό, υποστήριξε την ανάληψη κοινωνικών ευθυνών ως ίδιον της ανθρώπινης φύσης. Στήριξε το είδος ελευθερίας που δεν αφαιρεί απλά τους εξωτερικούς περιορισμούς (αρνητική), αλλά που αναπτύσσει τις ατομικές ικανότητες με στόχο την ολοκλήρωση (θετική). Η ‘θετική’ ελευθερία ενισχύει το άτομο έναντι των κοινωνικών δεινών του αχαλίνωτου καπιταλισμού (Heywood, 2007, σ126-127).
            Ο Rawls αναγνωρίζει την ελευθερία κάθε ανθρώπου να αυτενεργεί σεβόμενος ταυτόχρονα το δικαίωμα της ισότιμης ελευθερίας για όλους (Mouffe, 2002, σ.31). Επιπλέον θεωρεί ότι κάθε άτομο έχει ίσα δικαιώματα στο μεγαλύτερο δυνατό σύστημα ίσων βασικών ελευθεριών που ισχύει για όλους. Οι δε βασικές ελευθερίες (δηλαδή οι ελευθερίες των αστικών φιλελεύθερων δημοκρατιών όπως πχ. κίνησης, έκφρασης, εκλογής κλπ.) μπορούν να περιορίζονται μόνο για χάρη της γενικής ελευθερίας (Kymlicka, 2005, σ145-147 και Mouffe, 2002, σ.31).
            Στον αντίποδα, ο νεοφιλελευθερισμός προκρίνει την αρνητική ελευθερία ως απόλυτη και θεμελιώδη αξία έναντι των άλλων κοινωνικών αγαθών. Ο Nozick θεωρώντας ότι οι άνθρωποι είναι ιδιοκτήτες του εαυτού τους, επιστρέφει στην ωφελιμιστική προσέγγιση, υποστηρίζοντας ότι μία πράξη καθορίζεται από την ικανότητά της να προσφέρει ευδαιμονία. Συμφέρον των ανθρώπων είναι η εξασφάλιση της μέγιστης ίσης ελευθερίας με τον ‘εμπρόθετο’ ορισμό της, δηλαδή σύμφωνα με το βαθμό αξίας που έχει για τα συμφέροντά καθενός (Kymlicka, 2005, σ221&252-253). Υπό αυτή την έννοια το κράτος αποτελεί φορέα ανελευθερίας που αδυνατεί να κατανείμει κεντρικά τους πόρους της κοινωνίας. Έτσι σχηματοποιείται μια αντικρατιστική αντίληψη που εξυμνεί το κάθε τι ιδιωτικό εις βάρος του δημόσιου (Heywood, 2007, σ183-186 και Αρκολάκης, 2008, σ244).

Περί του ρόλου του κράτους
            Κεντρικό σημείο διαφοροποίησης των θεωρήσεων παίζει ο ρόλος του κράτους. Οι πρώτοι φιλελεύθεροι επιθυμούσαν την ελάχιστη δυνατή κρατική παρέμβαση στη ζωή των πολιτών, ενώ ο κοινωνικός φιλελευθερισμός αναγνωρίζει την ανάγκη κρατικής διακυβέρνησης που θα μεριμνά για τις παροχές πρόνοιας και θα θέτει κανόνες στη λειτουργία των αγορών (Heywood, 2007, σ75).
            Κατά τον Green, η αγορά δεν παρέχει ίσες ευκαιρίες εξέλιξης και δημιουργεί ανισότητες, συνεπώς απαιτείται παρέμβαση ενός φορέα που θα επωμιστεί τη συλλογική κοινωνική ευθύνη και θα εγγυηθεί την ατομική ελευθερία. Το κράτος παρεμβαίνει όχι για να επιβάλει μια αποδεκτή ατομική συμπεριφορά αλλά για να δημιουργήσει συνθήκες για τη λήψη υπεύθυνων ηθικών αποφάσεων. Μόνο όταν οι κοινωνικές συνθήκες είναι κατάλληλες, τα αυτόνομα και ελεύθερα άτομα θα  πράξουν ορθά (ο.π., σ126-128).
            Η ύφεση του ’30, η διόγκωση των φαινομένων ανισότητας και φτώχιας σε σημείο που δεν ήταν δυνατό να αγνοηθούν και η πολυπλοκότητα των αυτορυθμιζόμενων αγορών, οδήγησε σε εγκατάλειψη του ‘laissez-faire’ και σε μια παρεμβατική οικονομική σκέψη. Η κεϋνσιανή οικονομική πρόταση υποστήριξε ότι ειδικά σε καθεστώς ύφεσης, η ‘αυτορρύθμιση’ είναι αδύνατη και χρειάζεται κρατική παρέμβαση με δημόσιες δαπάνες που θα τονώσουν τη ζήτηση με πολλαπλασιαστικά φαινόμενα στην απασχόληση, την ανάπτυξη και τη γενική ευημερία (Heywood, 2007, σ123&132-135 και Αρκολάκης, 2008, σ256 και Μαρκετος, 2002, σ91-92).
            Η πιστοποίηση της ανάγκης κρατικής παρέμβασης για μείωση των ανισοτήτων, μεταφράστηκε στις δυτικές αγορές του  20ου αι. σε εγκαθίδρυση του κοινωνικού κράτους που θεωρήθηκε βάση για την παροχή ίσων ευκαιριών. Το κράτος πρόνοιας προσπαθεί να ενδυναμώσει τις οικονομίες και την απασχόληση, με μεταρρυθμίσεις που αντιβαίνουν την παραδοσιακή ατομική αυτενέργεια και παρέχουν ισότητα ευκαιριών. Η αρωγή του κράτους στην εξάλειψη των μειονεκτημάτων δεν θεωρήθηκε περιορισμός των ατομικών ελευθεριών, αλλά ενίσχυση των αυτονόητων ανθρώπινων δικαιωμάτων (Heywood, 2007, σ129-130 και Αρκολάκης, 2008, σ241).
            Ο Hayek αντιτάσσεται αιχμηρά στο κράτος πρόνοιας και ειδικά στις αναδιανεμητικές πράξεις υπέρ των ασθενέστερων, καθώς θεωρεί ότι κοινωνική δικαιοσύνη και ελεύθερη αγορά είναι δύο ασύνδετα πράγματα. Για τον Hayek η κοινωνία είναι η άθροιση μεμονωμένων ατόμων, συνεπώς ‘κοινωνικό’ είναι μονάχα ότι εξυπηρετεί τα επιμέρους ατομικά συμφέροντα. Επειδή η ταύτιση τόσων συμφερόντων είναι μάλλον αδύνατη, άρα δεν μπορεί να υπάρχει ένας γενικός κοινωνικός στόχος. Αποδέχεται την κρατική παρέμβαση μόνο με σκοπό την καταστολή της αναταραχής της αγοράς και όχι για αναδιανομή εισοδήματος (Μαραβέλιας, 1992, σ57-58&61-62).
            Η επιθυμία του κράτους για εξομοίωση της κοινωνικής θέσης μέσω της αναδιανομής, δεν είναι παρά δικαιολογία για μονόπλευρη καταπίεση. Η κυβέρνηση που δρα έτσι, καθιστά τις αποδοχές των πολιτών αναντίστοιχες με την πραγματική αξία τους, αντικαθιστώντας ένα τμήμα αυτών με μια άυλη ηθική ανταμοιβή. Για τον Hayek αυτή η λογική οδηγεί στον ολοκληρωτισμό, καθώς μόνο στην ελεύθερη αγορά η εργασία αμείβεται ανάλογα με την αξία της (ο.π., σ77-78).
            Η νεοφιλελεύθερη θεώρηση πολεμάει την κρατική παρέμβαση και προσπαθεί να επαναφέρει την οικονομία του ‘laissez-faire’ στα πλαίσια της παγκοσμιοποιημένης πλέον αγοράς (Heywood, 2007, σ121). Με αφετηρία τις δυτικές κυβερνήσεις της ‘Νέας Δεξιάς’ (Ρήγκαν, Θάτσερ) οι νεοφιλελεύθερες μονεταριστικές πρακτικές δέχτηκαν την εύνοια υπερεθνικών οικονομικών θεσμών (ΔΝΤ, ΓΚΑΤ κλπ), στα πλαίσια μιας παγκόσμιας οικονομικής διακυβέρνησης (Heywood, 2007, σ122).

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ - ΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΛΥΣΕΙΣ
            Ο φιλελευθερισμός ως πολιτικό ιδεολόγημα με συστηματοποιημένους κανόνες στηρίχθηκε σε αξίες που αποτελούν ‘τέκνα’ των ιδεών του Διαφωτισμού, των μεταρρυθμιστικών Επαναστάσεων, της εκβιομηχάνισης, της εγκαθίδρυσης της καπιταλιστικής κοινωνίας και της εδραίωσης της αστικής τάξης. Η ιστορική εξέλιξη των φιλελεύθερων ιδεών μέχρι τις μέρες μας, σχηματοποίησε ένα ιδεολογικό πλαίσιο που έφτασε να έχει επικρατήσει με διάφορες παραλλαγές στα περισσότερα μέρη του καπιταλιστικού (τουλάχιστον) κόσμου.
            Ειδικά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει καταστεί αδιαμφισβήτητη κυρίαρχη ιδεολογία και βασικό θεωρητικό συστατικό των σύγχρονων μορφών διακυβέρνησης, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Σε ένα περιβάλλον παγκόσμιου καπιταλισμού, ο φιλελευθερισμός έτσι όπως εκφράζεται στο πολιτικό και οικονομικό πεδίο, έχει καταστεί η κοινή γλώσσα των ηγετών, των επιχειρήσεων αλλά και των λαών, ο καθένας βέβαια εισπράττοντας τα αποτελέσματά του από διαφορετική σκοπιά και με διαφορετική ένταση.
            Την εποχή της επικράτησης της, κάθε μία από τις κυρίαρχες τάσεις έχει να παρουσιάσει αποτελέσματα που μπορούν να κριθούν ταυτόχρονα θετικά και αρνητικά. Και αυτό γιατί η όποια υποκειμενική κρίση εξαρτάται από την θέση που κατέχει ο κρίνων κατά την εφαρμογή των προτάσεων της κάθε τάσης. Έτσι λοιπόν ο μειονεκτών φυσικά ή κοινωνικά θα είχε κάθε λόγο να υποστηρίξει την εισοδηματική αναδιανομή ενός κράτους πρόνοιας, όπως ακριβώς ο ισχυρός κεφαλαιούχος παραγωγός θα ζητωκραύγαζε υπέρ της εκμηδένισης των φόρων και της κατάργησης των εργασιακών συμβάσεων στη νεοφιλελεύθερη αγορά. Στην προσπάθειά μας λοιπόν να εκφράσουμε υποκειμενική κρίση όσο γίνεται πιο αμερόληπτα, θα πρέπει να εξετάσουμε την κοινωνική πραγματικότητα σχεδόν μη-φιλελεύθερα, σαν να αναλογιζόμαστε μια ιδεατή μελλοντική κατάσταση με γνώμονα το συμφέρον του συνόλου και όχι το ατομικό.
            Ένα από τα πιο σημαντικά ζητήματα που θα απασχολήσει έντονα στο άμεσο μέλλον τα κράτη, τις αγορές και τους λαούς, είναι αυτό των ενεργειακών και φυσικών πόρων σε συνδυασμό με την εκρηκτική τεχνολογική εξέλιξη. Τα δύο αυτά συσχετίζονται, υπό την έννοια ότι το δεύτερο αποτελεί μια μορφή πόρου ή συγκριτικού πλεονεκτήματος με πολλαπλασιαστική για την οικονομία ισχύ και σπουδαιότητα όπως και οι μορφές ενέργειας.
            Αντιλαμβανόμαστε καθημερινά ότι ζούμε σε μια παγκοσμιοποιημένη κοινωνία, δικτυωμένη, άμεσα ενήμερη και συχνά ομογενοποιημένη ως προς τις αντιδράσεις. Εάν η κοινωνία αυτή κατά τη νεοφιλελεύθερη λογική αποτελείται από το άθροισμα των δισεκατομμυρίων μονάδων-ανθρώπων που την απαρτίζουν, τότε είναι προφανώς αδύνατο να επιτευχθεί μια μορφή παγκόσμιας ικανοποίησης. Αυτό όμως δεν δικαιολογεί το φαινόμενο, η διάχυση των οικονομικών πλεονεκτημάτων να επικεντρώνεται μονίμως σε μια μειοψηφία συντελεστών και δη των ελιτ του κυβερνητικού και οικονομικού φάσματος, με προεξάρχουσες τις παγκόσμιες πολυεθνικές.
            Η ισχύς των σημερινών πολυεθνικών τις έχει ήδη κατατάξει σε τέτοια επίπεδα ανισοκατανομής ευκαιριών και δυνατοτήτων, που εκμηδενίζουν τις πιθανότητες των υπολοίπων αδύναμων συντελεστών να τις ανταγωνιστούν. Καθώς οι παραδοσιακές μορφές ενέργειας εξαντλούνται, οι όποιες εναλλακτικές μορφές και οι φυσικοί πόροι (ήλιος, αέρας, φυσικό αέριο, νερό), αποτελούν ήδη το επόμενο εκμεταλλεύσιμο προϊόν με σκοπό την αποκομιδή υπεραξίας. Η νεοφιλελεύθερη λογική στηρίζεται στην χρηματική αποτίμηση και καταμέτρηση των ευκαιριών πλουτισμού, ακόμα και όταν το εμπλεκόμενο προϊόν αποτελεί αγαθό, κοινωφελή λειτουργία, δημόσιο κτήμα ή βιοποριστική ανάγκη.
            Σε μια εποχή που η ανισοκατανομή εισοδήματος, η ανεργία, η ακρίβεια και η αδυναμία παροχής κοινωνικής πρόνοιας λόγω δημοσίων χρεών, συμπιέζει σε παγκόσμιο επίπεδο την διαπραγματευτική ικανότητα του κράτους, την αγοραστική δύναμη και εν τέλει την αξιοπρέπεια των πολιτών, η μετατροπή των αυτονόητων κεκτημένων της φύσης σε καταναλωτικά εργαλεία πλουτισμού και εμπορευματοποίησης δεν είναι αποδεκτή.
            Παρά την ελκυστικότητα της αφελούς σύλληψης, μιας δήθεν ελεύθερης ατομικής δραστηριότητας στην αυτορυθμιζόμενη καπιταλιστική αγορά, η πρακτική καταδεικνύει ότι έτσι όπως έχει δομηθεί στρεβλά το σύστημα, οι όποιες ευκαιρίες παρουσιάζονται, υφαρπάζονται από τα ‘μεγάλα κεφάλια’ των αγορών, πράγμα που εντείνει την κεφαλαιακή συσσώρευση στα χέρια των λίγων. Στα θέματα φυσικών πόρων αλλά και τεχνολογίας αυτά τα φαινόμενα επισείουν τον κίνδυνο μιας εταιρικής ηγεμονίας, που θα υπερκαλύπτει τις εκλεγμένες κυβερνήσεις και θα καθοδηγεί τις αποφάσεις ερήμην των άβουλων πολιτών.
            Υπό αυτήν την έννοια, η δυνατότητα δικλείδων ασφαλείας (κρατικών ή υπερεθνικών) μέσα από δημοκρατικές κυβερνητικές επιλογές, στα πλαίσια διορθωτικών παρεμβάσεων εξάλειψης των ανισοτήτων σε μίκρο επίπεδο και θέσπισης οικουμενικών κανόνων σε μακρο επίπεδο, προκρίνεται ως μια ελκυστική πιθανότητα. Δυστυχώς για την νεοφιλελεύθερη θεώρηση η ‘αόρατος χειρ’ της αγοραίας εξισορρόπησης, αναπαύεται εδώ και δεκαετίες κρυμμένη σε παχιές τσέπες και γεμάτα πορτοφόλια.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·         ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ, Κ., ΒΙΡΒΙΔΑΚΗΣ, Σ., ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ, (2008), Κείμενα Νεώτερης και Σύγχρονης Φιλοσοφίας, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
·         ΑΡΚΟΛΑΚΗΣ, Μ., ΑΣΗΜΑΚΟΠΟΥΛΟΥ, Ζ., ΚΑΙ ΛΟΙΠΟΙ, (2008), Θέματα Οικονομικής και Κοινωνικής Ιστορίας της Ευρώπης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
·         HEYWOOD, A., (2007), Πολιτικές Ιδεολογίες, Μτφρ. Χ. Κουτρής, Θεσσαλονίκη, Εκδόσεις ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ.
·         KYMLICKA, W., (2005), Η πολιτική Φιλοσοφία της Εποχής μας, Μτφρ. Γ. Μολύβας, Αθήνα, Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ.
·         ΜΑΡΑΒΕΛΙΑΣ, Π., (1992), «Η Νεοφιλελεύθερη Θεμελίωση της Ηθικής – Ο Hayek ως κριτικός της Κοινωνικής Δικαιοσύνης», Αξιολογικά, vol3, No3, σελ 56-119. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση :
http://xantho.lis.upatras.gr/dexameni/index.php/aksiologika/article/view/18
·         ΜΑΡΚΕΤΟΣ, Σ., (2002), Εισαγωγή στη Μελέτη των Πολιτικών Ιδεολογιών - Εγχειρίδιο Μελέτης, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
·         MOUFFE, C., (2002), «Rawls: Πολιτική Φιλοσοφία χωρίς Πολιτική», Σύγχρονα Θέματα, τεύχος 80, Ιαν 2002, σελ 29-40. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση : http://library.panteion.gr:8080/dspace/bitstream/123456789/1205/1/mouffe.pdf

 
© ΙΖ 2011