Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

ΕΠΟ10 (Ευρωπαϊκή Ιστορία) - 11/2007


ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2007

ΘΕΜΑ
« Σχολιάστε τους λόγους για τους οποίους η μετανάστευση των λαών υπήρξε σημαντικό γεγονός για τη μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού χώρου. Ποιες τομές και ποιες συνέχειες σηματοδότησε; »

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το θέμα πραγματεύεται το ζήτημα της μετανάστευσης των λαών, που έζησαν σε αυτό που σήμερα ονομάζουμε ευρωπαϊκό χώρο. Ειδικότερα, την μαζική μεταναστευτική κίνηση που πραγματώθηκε τον 5ο αιώνα μΧ στον Δυτικό τομέα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Αρχικά, χρειάζεται να εντοπιστούν οι λόγοι που παρακίνησαν ή ανάγκασαν τους λαούς να μετακινηθούν και να περιγραφούν τα αποτελέσματα αυτής της μετακίνησης.
Η μετεξέλιξη του ευρωπαϊκού χώρου, προσλαμβάνει διάσταση πρωτίστως κοινωνική, με την εξέλιξη των θεσμών, των συστημάτων και των δομών του κράτους. Αποδεχόμενοι ότι λαμβάνει χώρα μια μετάβαση από μια πρότερη κατάσταση (ρωμαϊκή αυτοκρατορία) σε μια μεταγενέστερη (βαρβαρικά βασίλεια), θα πρέπει να προσδιοριστούν και να αναλυθούν ανά τομέα ανθρώπινης δράσης οι ιστορικές ‘τομές’ και ‘συνέχειες’. Δηλαδή τα στοιχεία εκείνα της πρότερης κατάστασης που αναγκάστηκαν να διαρραγούν καθώς και εκείνα που συνέχισαν αναλλοίωτα ή κατάλληλα διαμορφωμένα την εξελικτική τους πορεία μετά τις μεταναστεύσεις.

ΟΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΤΙΚΕΣ ΦΑΣΕΙΣ: Αιτίες & Αποτελέσματα των Μεταναστεύσεων
Οι λαοί που ζούσαν πέρα από τα σύνορα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατηγοριοποιούνται σε γερμανικά φύλα σκανδιναβικής προέλευσης και σε νομάδες των στεπών της κεντρικής Ασίας. Από τον 1ο και 2ο αιώνα οι γερμανικοί λαοί έχοντας το δικό τους εθνικό χαρακτήρα, γλώσσα και τρόπο ζωής, συγκρότησαν χαλαρές ομοσπονδίες όπως αυτές των Σαξόνων, Φράγκων, Αλαμαννών και Γότθων και άσκησαν πίεση στα ρωμαϊκά σύνορα, συχνά μετακινούμενοι πέρα από αυτά. (1)
Μέχρι το τέλος του 4ου αιώνα, οι μετακινήσεις αυτές ήταν ανοργάνωτες και περιορισμένες σε αριθμό και πλήθος. Δεν συμπίεσαν τους ρωμαϊκούς πληθυσμούς, οι οποίοι ήταν συνηθισμένοι σε τέτοιες ‘επισκέψεις’. Οι βάρβαροι είχαν από καιρό έρθει σε επαφή με τον ρωμαϊκό κόσμο και είχε ήδη ξεκινήσει η επιμιξία γερμανικών, κέλτικων και ρωμαϊκών στοιχείων. Ο ρωμαϊκός στρατός βρέθηκε να επανδρώνεται συχνά από βαρβάρους στρατιώτες και να διοικείται από βαρβάρους στρατηγούς. (2)
Ως ξεκίνημα της περιόδου των μαζικών μεταναστεύσεων θεωρούμε τα τέλη του 4ου αιώνα, όταν η εισβολή των Ούννων συμπίεσε τα βόρεια γερμανικά φύλα και τα ανάγκασε να μετακινηθούν μαζικά πέρα από την ρωμαϊκή μεθόριο. Αυτός ο πολυάριθμος νομαδικός λαός της στέπας, μετακινήθηκε δυτικά, καταστρέφοντας ή υποτάσσοντας όσους αντιστάθηκαν. Πολλοί γερμανικοί λαοί για να μην κατακτηθούν από τους ιππείς-καταστροφείς, άρχισαν να μετακινούνται. (3)
Η αγριότητα των Ούννων, ο κατακερματισμός των γερμανικών λαών σε μεμονωμένες οντότητες ή χαλαρές ομοσπονδίες και η ανάγκη για αναζήτηση νέων τόπων εγκατάστασης, οδηγούν τους ‘βαρβάρους’ να καταπατήσουν τα ρωμαϊκά εδάφη, είτε με τη μορφή εισβολής είτε ως ‘φιλοξενούμενοι’ ομόσπονδοι σύμμαχοι, που ενίσχυαν την ρωμαϊκή άμυνα με αντάλλαγμα γη και αναγνώριση των εθίμων τους. (4)
Ιδιαίτερα επί αρχηγίας Αττίλα, οι Ουννικές εισβολές στο ρωμαϊκό έδαφος ήταν συνεχείς και καταστροφικές. Ο θάνατος του Αττίλα ένα χρόνο μετά την ήττα στα Καταλαυνικά πεδία, σηματοδοτεί την αυτοδιάλυση της αυτοκρατορίας των Ούννων, λόγω της επανάστασης των υποταγμένων σε αυτούς γερμανικών λαών και της κατάτμησης των εδαφών από τις εσωτερικές έριδες διαδοχής. (5)
Η απελευθέρωση των υποτελών στους Ούννους γερμανικών λαών, ενεργοποιεί μια δεύτερη φάση μετακινήσεων όπου «λαοί περνούν τα σύνορα αναζητώντας νέους και προπαντός ασφαλέστερους τόπους για εγκατάσταση». (6) Σημαντικότερη μετακίνηση ήταν αυτή των Φράγκων στην Γαλατία, οι οποίοι από τον 4ο αιώνα είχαν εκρωμαϊσθεί και ενσωματωθεί στο ρωμαϊκό στρατό, αποτελώντας μέρος του διοικητικού συστήματος. Παράλληλα οι Αγγλοσάξωνες κατακτούν την Βρετανία, αναγκάζοντας τους πληθυσμούς να μετακινηθούν στην Ηπειρωτική Ευρώπη. Από την καθαίρεση του τελευταίου Ρωμαίου αυτοκράτορα Ρωμύλου Αυγουστύλου το 476 μέχρι τα τέλη του αιώνα, λαοί όπως Φράγκοι, Βουργουνδοί, Βησιγότθοι, Λομβαρδοί, αγωνίζονται για το μοίρασμα των ρωμαϊκών εδαφών, τερματίζοντας την εποχή των μεταναστεύσεων στο δυτικό κομμάτι της αυτοκρατορίας και ανοίγοντας την εποχή των πρώτων εθνικών βασιλείων της Ευρώπης. (7)

Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΜΙΑΣ ΝΕΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: Οι Εξελίξεις στους Τομείς Ανθρώπινης Δράσης
Αναμένει κανείς ότι η σύσταση βαρβαρικών βασιλείων στα παλαιά εδάφη της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, θα συνεπάγεται την απαγκίστρωση από τις υφιστάμενες ρωμαϊκές δομές. Για να διαπιστωθεί αν όντως ισχύει αυτό, πρέπει να εξεταστούν οι εξελίξεις που έλαβαν χώρα στις βασικές κατευθύνσεις της ανθρώπινης δράσης :
• στην Οικονομία (παραγωγή, εμπόριο, νόμισμα, οικισμός, φορολογία, κλπ)
• στην Διοίκηση (εξουσία, διακυβέρνηση, δικαιοσύνη, νόμοι, κοινωνικές δομές, κλπ)
• στον Πολιτισμό (εκπαίδευση, γλώσσα, εκκλησία-θρησκεία, κλπ.).

α/ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ
Οι εμπορικές σχέσεις ήταν ανεπτυγμένες πολύ πριν τις μετακινήσεις πληθυσμών και οι βαρβαρικοί λαοί ήταν ήδη επηρεασμένοι από την Ρώμη πολύ πριν ‘εισβάλουν’ εντός αυτής. Αν και οι λαοί αυτοί διαφέρουν ως προς τη γλώσσα ή την εθνική προέλευση, είναι όμοιοι ως προς το ότι δεν είναι νομάδες και έχουν ως κύρια ασχολία τη γεωργία και την κτηνοτροφία χρησιμοποιώντας αρχαϊκές μεθόδους παραγωγής. (8)
Οι μεταναστεύσεις αυτές καθαυτές δεν μείωσαν την εμπορευματική οικονομία, καθώς οι κύριοι δρόμοι προς Αφρική, Ινδία, Κίνα, Βυζάντιο έμειναν ανοιχτοί και στην ξηρά και στην θάλασσα. Οι ρωμαίοι είχαν κατασκευάσει λιθόστρωτες οδούς σε όλη τη επικράτεια και παρά την ελλιπή συντήρηση τους διατηρήθηκαν κατά τον μεσαίωνα και αποτέλεσαν βασικό συστατικό στοιχείο του εμπορίου. (9)
Οι γερμανικοί λαοί δεν εγκαταστάθηκαν σε πόλεις πριν την τελική είσοδό τους στα όρια της αυτοκρατορίας. Πριν τις μεταναστεύσεις υπήρχε η έννοια του πυρηνικού χωριού όπου οι κατοικίες συγκεντρώνονταν γύρω από ένα πυρήνα (πιθανώς ο οίκος του τοπικού άρχοντα). Μετά τις μεταναστεύσεις, υιοθέτησαν και προσάρμοσαν το ρωμαϊκό σύστημα villa. Η έπαυλης, είτε ο ιδιοκτήτης ήταν απόγονος της ρωμαϊκής αριστοκρατίας είτε βάρβαρος άρχοντας, είχε στο κέντρο την κατοικία, γύρω της την καλλιεργήσιμη ζώνη, τα κτίσματα εργασιών και τα σπίτια των χωρικών ή δούλων. (10)
Οι Γερμανοί ηγεμόνες, χρησιμοποίησαν πολλές προϋπάρχουσες ρωμαϊκές πόλεις ως επισκοπικές έδρες ή διοικητικά και εμπορικά κέντρα. Στα τέλη του 5ου αιώνα η έννοια της πόλης παράκμασε με εξαίρεση τις πρωτεύουσες των βασιλείων. Καμία από τις σημαντικές πόλεις με εξαίρεση τη Βενετία δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα των μεταναστεύσεων. Οι μεσαιωνικές πόλεις είτε αποτελούν συνέχεια ρωμαϊκών πόλεων, είτε είναι επανιδρυμένοι πάνω σε ρωμαϊκά ερείπια οικισμοί. (11)
Το ρωμαϊκό σύστημα φορολόγησης επέζησε, όμως πρακτικά λόγω της άρνησης των βαρβάρων να υπαχθούν στον υποτιμητικό κεφαλικό φόρο, οι τακτικοί φόροι καταργούνται και μένουν ως έσοδο προς είσπραξη μόνο οι φόροι μεταφορών και διοδίων. Οι Οστρογότθοι διατήρησαν τον ρωμαϊκό θεσμό της ‘φιλοξενίας’ κυρίως για να μπορούνε να εισπράττουν έγγειους φόρους και να συντηρούν τα στρατεύματα της Ιταλίας. (12)

β/ ΔΙΟΙΚΗΣΗ
Πριν τις μεταναστεύσεις, οι γερμανικές φυλές κυριαρχούνταν από την αριστοκρατία των πολεμιστών. Επικρατούσε ένα σύστημα κληρονομικής μοναρχίας και η κοινωνική θέση ήταν αποτέλεσμα συγγενικής κληρονομικότητας ή επιβράβευσης μέσα από την πολεμική καταξίωση. Ο βασιλιάς-πολέμαρχος ήταν πρώτος μεταξύ ίσων και μπορούσε να αναβαθμίσει ή να υποβαθμίσει κοινωνικά όσους έκρινε. Σε κάθε φυλή υπήρχε αριστοκρατία και γενική συνέλευση που είχαν υπολογίσιμη δύναμη και η βασιλική εξουσία ήταν ανάλογη των πολεμικών επιτυχιών και των λαφύρων που μοιράζονταν ως ανταμοιβή. (13)
Μετά τις μεταναστεύσεις, όταν αναπτύχθηκαν εδαφικές κτήσεις, η κοινωνική θέση προσδιοριζόταν από τον πλούτο σε γαία, ζώα και υποτελείς. Η απόκτηση γης αύξησε την ισχύ της αριστοκρατίας, την οποία ο ηγεμόνας συμβουλευόταν για σημαντικά ζητήματα. Μόλις οι εγκαταστάσεις μονιμοποιήθηκαν, οι συνελεύσεις αποδυναμώθηκαν και επικράτησαν οι ευγενείς που κατείχαν εξουσία και γη, περίπου όπως ίσχυε και στην ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Οι βασιλιάδες, αναγκάστηκαν να στηριχθούν στην επαρχιακή αριστοκρατία της πρώην αυτοκρατορίας, που κατείχε πλούτο και μόρφωση για να επανδρώσουν τη διοίκηση πριν συγχωνευτεί τελικά με την γερμανική αριστοκρατία των πολεμιστών. (14)
Η επιβίωση της ρωμαϊκής πρακτικής για απόκτηση κύρους μέσω των δημόσιων αξιωμάτων, διαίρεσε την κοινωνία σε ισχυρούς παράγοντες και στους πελάτες αυτών. Η νέα τάξη ευγενών μονοπώλησε τα αξιώματα και επέτεινε την τάση των αδυνάτων να επιζητούν προστασία από τους ισχυρούς. Ρωμαίοι αριστοκράτες και Γερμανοί πολέμαρχοι πάλευαν να αυξήσουν την προσωπική τους επιρροή, δημιουργώντας πελατειακή σχέση με πολίτες που αναζητούσαν προστασία. (15)
Είναι πλέον σαφές ότι μετά τις μεταναστεύσεις, η ρωμαϊκή έννοια της res publica αντικαταστάθηκε από την γερμανική απόλυτη κληρονμική μοναρχία. Το κράτος πλέον δεν είναι υπεράνω του ατόμου και ο ηγεμόνας-πολέμαρχος δεν κάνει διάκριση ανάμεσα στο κράτος και την περιουσία του. Για τους γερμανικούς λαούς η έννοια του ενιαίου κράτους ήταν καινοτομία, αφού έως τότε οι φυλές αποτελούνταν από επιμέρους ομάδες με τοπικό αρχηγό, ενωμένες σε ένα πλέγμα στρατιωτικής ισχύος. Η ισχυροποίηση των ηγετών των τοπικών φατριών, συνεπάγεται την μεταβίβαση της εξουσίας σε ένα όμιλο ισχυρών, που ανάλογα με το μέγεθος των γαιοκτησιών τους, συντηρούν στρατό και ακολούθους. (16)
Ως κατοπινό επακόλουθο, η χωροδεσποτεία εμφανίζεται ως μια νέα μορφή κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης που αντικαθιστά την ισχύ της συγγένειας με τον ηγεμόνα, με την ισχύ των εδαφικών αρχόντων. Ο βασιλιάς δεν μπορεί να μεταβιβάσει τη βασιλική εξουσία αλλά μόνο να εκχωρήσει το δικαίωμα άσκησης κάποιων τομέων αυτής. Οι εδαφικοί άρχοντες ήταν απαραίτητοι για την τήρηση της τάξης σε τοπικό επίπεδο και με τον καιρό καθίστανται δημόσια αρχή. (17)
Σε νομικό επίπεδο, το ρωμαϊκό δίκαιο ως συνεκτικός κρατικός παράγοντας επέζησε και μάλιστα επέδρασε ιδιαίτερα στο μεσαιωνικό δίκαιο. Οι Γερμανοί μονάρχες ακολουθώντας το παράδειγμα των ρωμαίων αυτοκρατόρων, χρησιμοποίησαν τις αρχές του ρωμαϊκού δικαίου για να ταυτίσουν το κράτος στο πρόσωπό τους και να ενισχύσουν την θέση τους. Η χρήση του ρωμαϊκού δικαίου ευνοήθηκε από την αρχή που ασπάζονταν οι γερμανικές φυλές για την ‘προσωπικότητα’ του νόμου, σύμφωνα με την οποία κάθε κατηγορούμενος δικαιούνταν να δικαστεί σύμφωνα με τους νόμους της εθνικής του ομάδας και όχι του τόπου διαμονής του. (18)

γ/ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο ρωμαϊκός πολιτισμός συνέχισε να εμπνέει τους νέους ηγεμόνες, οι οποίοι πίστευαν ότι είναι φυσικοί διάδοχοι των ρωμαίων. Άλλωστε μία χιλιετία ελληνορωμαϊκού πολιτισμού δεν ήταν δυνατό να λάβει τέλος μέσα σε ένα αιώνα μεταναστεύσεων, τη στιγμή που αυτό δεν συνέβη ούτε με τις οικονομικές ούτε με τις κοινωνικές δομές της ρωμαϊκής δύσης. (19)
Η φυλετική και γλωσσική συνέχεια αποτελεί όψη της ρωμαϊκής παρουσίας. Οι Γερμανοί αριστοκράτες προχώρησαν σε γάμους με ρωμαϊκές συγκλητικές οικογένειες υιοθετώντας γλώσσα και έθιμα. Οι ρομανικές γλώσσες ως μετεξέλιξη των λατινικών αποτελούν κληροδότημα των ρωμαίων και ομιλούνταν στις περισσότερες περιοχές. Οι Γερμανοί δεν είχαν γραπτή γλώσσα πριν συναντήσουν τους Ρωμαίους. Τα λατινικά επιβλήθηκαν στο σύνολο των πληθυσμών και τα ρωμαϊκά τοπωνύμια διατηρήθηκαν παρά την τοπική ισχύ των γερμανικών διαλέκτων. (20)
Όσον αφορά τη θρησκεία, οι βάρβαροι ασπάζονται στην πλειοψηφία τους τον χριστιανισμό με πρώτο τον ηγεμόνα ο οποίος το επιβάλει στους υπόλοιπους υπηκόους του. Το κάνουν κυρίως γιατί οι θρησκευτικοί δεσμοί συντελούσαν στην γρήγορη συγχώνευση βαρβάρων και Ρωμαίων, καθώς η ενέργεια αυτή νομιμοποιεί τους πρώτους στα μάτια των γαλατορωμαίων. Άλλες φορές πίσω από την απόφαση αυτή κρύβονται πολιτικές σκοπιμότητες, όπως στην περίπτωση του Φράγκου ηγεμόνα Κλόβι που ασπάστηκε τον ορθόδοξο παπικό χριστιανισμό. (21)
Στη διάρκεια των μεταναστεύσεων, η εκκλησία αποτέλεσε κομμάτι της διοικητικής μηχανής καθώς φρόντιζε για τη διατροφή του πληθυσμού, τα νοσοκομεία, τη συντήρηση σχολείων και μερικές φορές την απόδοση δικαιοσύνης. Ο επίσκοπος σε τοπικό επίπεδο ήταν όχι μόνο πνευματικός, αλλά και κοσμικός ηγέτης. Η επιρροή των επισκόπων έκανε τους βασιλιάδες να προσπαθούν να τους προσεταιρισθούν, με παραχώρηση γης, προνομίων και φορολογικών απαλλαγών. Το επόμενο βήμα ήταν να τους επιλέγουν για διορισμό από το κοσμικό περιβάλλον, ώσπου τελικά ο θεσμός έχασε την αξιοπιστία του και έπεσε σε παρακμή. (22)
Αποτέλεσμα της παρακμής αυτής ήταν να μειωθεί το θρησκευτικό αίσθημα και να πέσει το μορφωτικό επίπεδο, αφού οι λαϊκοί δεν δέχονται συστηματική εκπαίδευση. Ο κόσμος απομακρύνθηκε από τα κλασικά λατινικά, ενώ συχνά οι ίδιοι οι ιερείς ήταν αγράμματοι ώσπου το μοναστικό κίνημα να γνωρίσει εντυπωσιακή ανάπτυξη. (23)
Χάρη στην ανάπτυξη του μοναστικού κινήματος από τον Βενέδικτο με την ίδρυση του Μόντε Κασίνο και την παρότρυνση του πάπα Γρηγορίου Α’, εξαπλώθηκε ο χριστιανισμός στη δύση και διασώθηκε η ελληνορωμαϊκή πολιτιστική παράδοση και πνευματικότητα, αφού η μοναστηριακή πρακτική αναθέτει στους μοναχούς την μελέτη και αντιγραφή των αρχαίων κειμένων. Ωστόσο, ο Γρηγόριος απαγόρευσε τη διδασκαλία των ειδωλολατρικών γραμμάτων στις επισκοπικές σχολές. Η εκπαίδευση λοιπόν «δεν καταργήθηκε αλλά απομακρύνθηκε από την κλασική ρωμαϊκή παράδοση», ενώ τα μοναστήρια έγιναν επίκεντρο της πνευματικής παραγωγής. (24)

ΕΠΙΛΟΓΟΣ - ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Από την σύγκριση των περιόδων πριν και μετά τις μεγάλες μεταναστεύσεις ανά τομέα ανθρώπινης δράσης, συμπεραίνεται ότι η αξία και το μέγεθος της ρωμαϊκής πραγματικότητας, ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για να ξεθωριάσουν και να χαθούν.
Ασφαλώς και υπήρξαν ρήξεις και διαφορές. Στον οικονομικό τομέα βλέπουμε κυρίως διαφορές στο σύστημα φορολόγησης που είναι ανοργάνωτο και τοπικιστικό, στον αστικό σχεδιασμό με σταδιακή εγκατάλειψη του συστήματος villa και στην γεωργική παραγωγή που είναι φτωχότερη και ‘ερασιτεχνική’. Στον διοικητικό τομέα έχουμε αντικατάσταση της res publica από την απόλυτη μοναρχία, δημιουργία νέας αριστοκρατίας τοπικιστικής ισχύος, απονομή δικαιοσύνης με θεοκρατικές μεθόδους και εξαγορά ποινών με την ‘τιμή αίματος’, ενδυνάμωση εδαφικών έναντι των συγγενικών κριτηρίων προστασίας. Στον πολιτισμικό τομέα έχουμε ανάληψη της εκπαίδευσης από την μοναστική πρωτοβουλία, κοσμικοποίηση της κληρικής εξουσίας, εκχριστιανισμό με πολιτικά κριτήρια.
Όμως οι πολιτικές και θεσμικές δομές της Ευρώπης την περίοδο μετά τις μεταναστεύσεις, προδίδουν σε πολλά σημεία μια συνέχεια με το ρωμαϊκό προηγούμενο. Προκαλεί επίσης εντύπωση, ο βαθμός στον οποίο τα νέα βαρβαρικά βασίλεια στηρίχτηκαν στις προϋπάρχουσες δομές της αυτοκρατορίας, σε θέματα οργάνωσης του κράτους. Ταυτόχρονα, οι εισβολείς υιοθέτησαν τα τοπικά έθιμα και διατήρησαν τα υφιστάμενα δίκτυα προστασίας.
Για παράδειγμα, τα βησιγοτθικά βασίλεια του 5ου & 6ου αιώνα αποτέλεσαν «κέντρα διάσωσης και ανανέωσης της αρχαίας πολιτιστικής παράδοσης». Οι Οστρογότθοι σέβονται την συγκλητική οργάνωση, διατηρούν την αυτοκρατορική διοίκηση, τους νόμους, τα ρωμαϊκά δικαστήρια και τα αξιώματα, απεκατέστησαν τα μνημεία της Ρώμης και ανανέωσαν τον ρωμαϊκό πολιτισμό. Ο Φράγκοι, διατηρούν το νόμισμα του αυτοκράτορα και δίνουν κύρος στα ρωμαϊκά δικαστήρια. Οι Λομβαρδοί, συγκροτούν το κράτος και την διοικητική γραφειοκρατία στηριζόμενοι στην ρωμαϊκή αριστοκρατία, καταπιάστηκαν με την προστασία των μοναστηριών, ενώ η τοπική γλώσσα τους επικαλύφθηκε από τα λατινικά. (25)
Είναι λοιπόν σαφές, ότι παρά τις αναμενόμενες διαφορές ή ρήξεις με το ρωμαϊκό παρελθόν, είναι πιο έντονες σε αριθμό και σημασία, οι συνέχειες εκείνες, που καθιστούν ομαλή την μετάβαση από την ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο καθεστώς των πρώτων εθνικών βασιλείων. Ίσως για αυτόν τον λόγο, τόσο συχνά γίνεται αναφορά στο ελληνορωμαϊκό υπόστρωμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε, αυτό που καλούμε σύγχρονη δυτική Ευρώπη.

ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ
1 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 32-33
2 Ράπτης Κ., 1999, σελ 27 και Nicholas D., 1999, σελ. 89 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 37
3 Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 134 & 138 και Nicholas D., 1999, σελ. 91
4 Nicholas D., 1999, σελ. 95 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 34-35 και Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 140
5 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 34 και Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 141
6 Ράπτης Κ., 1999, σελ 27
7 Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., 2003, σελ. 141-142
8 ο.π., σελ. 113-115
9 Nicholas D., 1999, σελ. 51 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 45
10 Nicholas D., 1999, σελ. 91 & 93 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46
11 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46 και Nicholas D., 1999, σελ. 50-52
12 Nicholas D., 1999, σελ. 101 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 48
13 Nicholas D., 1999, σελ. 94-95 & 119
14 ο.π., σελ. 94-95 & 119 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46-47
15 Nicholas D., 1999, σελ. 41 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 46-47
16 Nicholas D., 1999, σελ. 108-109 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 43 & 47
17 Nicholas D., 1999, σελ. 117 & 121-122
18 ο.π., σελ. 47-49 & 119
19 Nicholas D., 1999, σελ. 44 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 51
20 Nicholas D., 1999, σελ. 46-47 & 89 & 100 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 51
21 Nicholas D., 1999, σελ. 105 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 40
22 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 48
23 Nicholas D., 1999, σελ. 126-127 και Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 49
24 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 50-51 και Nicholas D., 1999, σελ. 81-82 & 129-130
25 Berstein S. & Milza P., 1997, σελ. 39-41 & 44-46 & 52

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Αρβελέρ Ε. & Aymard Μ., Οι Ευρωπαίοι: Αρχαιότητα, Μεσαίωνας, Αναγέννηση, Τόμος Α’, Εκδόσεις ΣΑΒΒΑΛΑΣ, Αθήνα 2003.
2. Berstein S. & Milza P., Ιστορία της Ευρώπης: Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία στα Ευρωπαϊκά Κράτη 5ος-18ος Αιώνας, Τόμος 1, Εκδόσεις ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑ, Αθήνα 1997.
3. Nicholas D., Η εξέλιξη του Μεσαιωνικού Κόσμου: Κοινωνία, Διακυβέρνηση και Σκέψη στην Ευρώπη 312-1500, Εκδόσεις MIET, Αθήνα 1999.
4. Ράπτης Κ., Γενική Ιστορία της Ευρώπης από τον 6ο έως τον 18ο Αιώνα, Τόμος Α’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

© ΙΖ 2007