Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Παρασκευή 12 Νοεμβρίου 2010

ΕΠΟ22 (Ευρωπαϊκή Φιλοσοφία) - 3/2010


ΜΑΡΤΙΟΣ 2010

ΘΕΜΑ
«Οι θέσεις περί ηθικής και ελευθερίας του Καντ και του Χέγκελ συνιστούν δύο θεμελιώδη παραδείγματα της νεωτερικής ηθικής φιλοσοφίας. Χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης των δύο αυτών παραδειγμάτων είναι η μετάβαση από την υποκειμενική/ατομική ηθική/ηθικότητα (Moralität) στην αντικειμενική ηθική/ηθικότητα (Sittlichkeit). Παρουσιάστε τις θέσεις των δύο φιλοσόφων, εντοπίστε τις μεταξύ τους συγκλίσεις και διαφοροποιήσεις και αναπτύξτε τες.
Συγκεκριμένα αναπτύξτε τα ακόλουθα:
α) Τους κεντρικούς άξονες της πρακτικής - ηθικής φιλοσοφίας του Καντ
β ) Την κριτική της καντιανής ηθικής από τον Χέγκελ
γ) Την αντικειμενική ηθική (Sittlichkeit) του Χέγκελ ως ουσιαστικότητα του αντικειμενικού πνεύματος και τη σχέση της με το τυπικό-αφηρημένο δίκαιο και την ατομική ηθική
δ) Τις κοινές συνιστώσες της καντιανής και εγελιανής ηθικής φιλοσοφίας»

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Η Ηθική Φιλοσοφία του Καντ
2. Η Ηθική Φιλοσοφία του Χέγκελ
3. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Σημεία Τριβής και Κοινές Συνιστώσες της Καντιανής και της Εγελιανής Ηθικής Φιλοσοφίας
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το παρόν θέμα θέτει υπό εξέταση τις απόψεις περί ηθικής και ελευθερίας δύο σημαινουσών μορφών της ευρωπαϊκής φιλοσοφίας που ασχολήθηκαν με τα ζητήματα της ηθικής. Στα πλαίσια των ζητούμενων της εργασίας, θα εξεταστεί αρχικά το γενικό πλαίσιο της ηθικής θεωρίας που διατυπώθηκε από τον κάθε ένα εκ των δύο φιλοσόφων.
Εντός της κάθε ενότητας θα εξειδικευτούν τα επιμέρους ερωτήματα του θέματος με έμφαση στην εγελιανή κριτική στην καντιανή ηθική. Με αυτό τον τρόπο θα καταδειχθούν πιο έντονα τα σημεία στα οποία το κάθε σύστημα σκέψης διαφοροποιείται από το προγενέστερό του, αλλά και τα πιθανά σημεία στα οποία παρατηρούνται συνέχειες ή κοινές προσεγγίσεις και παραδοχές.
Τέλος, θα γίνει μια σύνοψη των καθοριστικών σημείων των φιλοσοφικών θεωριών, με σκοπό την έκφραση τελικών συμπερασμάτων και προσπάθεια ανεύρεσης ενός κοινού πλαισίου αναφοράς της καντιανής και εγελιανής ηθικής φιλοσοφίας.

1. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΤ
Γνωσιολογικά ο Καντ θεωρεί ότι κάθε εμπειρία αποτελείται από πράγματα που συνδέονται μεταξύ τους με τη σχέση αιτίου-αποτελέσματος και ότι η ερμηνεία των φαινομένων με τη σχέση αυτή αποτελεί μια έμφυτη προδιάθεση. Για τον Καντ η αιτιότητα είναι μια ‘κατηγορία’ a priori δεδομένη, δηλαδή εκ των προτέρων, ενσωματωμένη στο υποκείμενο ανεξάρτητα από την ψυχική του κατάσταση ή σύνθεση (Βαλλιάνος, 2008: σ.39).
Αναγνωρίζοντας την ανάγκη να θεμελιωθεί μια ηθική απελευθερωμένη από κάθε τι εμπειρικό, θεωρεί ότι για να έχει ένας νόμος ηθικό κύρος πρέπει να είναι απόλυτα αναγκαίος για όλα τα έλλογα όντα. Άρα αυτό που θεμελιώνει τις ηθικές υποχρεώσεις δεν είναι στη φύση των ανθρώπων ή στα εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά a priori σε έννοιες της καθαρής λογικής (δεδομένες εκ των προτέρων, σε αντίθεση με τις a posteriori προτάσεις οι οποίες γίνονται γνωστές μέσω της εμπειρίας). Οι ηθικές έννοιες έχουν την έδρα τους a priori στη λογική και δεν μπορούν να προκύψουν από μια εμπειρική γνώση. Η ηθική λοιπόν παρέχει a priori νόμους που επηρεάζουν την ανθρώπινη βούληση (Καντ, 1984: Πρόλογος VIII & IX και 28&34 και Walker, 2003: σ.11).
Η έννοια της βούλησης αποτελεί επίκεντρο της ηθικής θεωρίας του Καντ. Την διακρίνει σε εμπειρική που υπαγορεύεται από εξωγενείς σκοπιμότητες και σε καθαρή που επιδιώκει τους στόχους που η ίδια θέτει και αποτελεί το μόνο νοούμενο το οποίο μπορεί να είναι κατεξοχήν αγαθό Η αγαθή βούληση δεν είναι καλή λόγω όσων πετυχαίνει αλλά επειδή είναι καθ’ εαυτήν καλή, δεν λαμβάνει αξία από τη χρησιμότητά της αλλά έχει απόλυτη αξία. Προορισμός μάλιστα της λογικής είναι να δημιουργήσει μια καθ’ εαυτήν καλή βούληση που ως ανώτατος νόμος θα κυριαρχεί πέρα από ιδιοτελείς σκοπούς και θα αποτελεί το ανώτατο αγαθό (Καντ, 1984: 2-4&6-7 και Walker, 2003: σ.32).
Η ηθική πράξη αποτελεί μια συμπεριφορά σύμφωνη με την έννοια του δέοντος-καθήκοντος που εδρεύει στο νου και εμπεριέχει την έννοια της αγαθής βούλησης. Το καθήκον είναι πέρα από τη φυσική νομοτέλεια καθώς ηθικός είναι εκείνος που πράττει το ορθό, ακόμα και όταν είναι βλαπτικό για εκείνον υπό φυσικούς όρους (Βαλλιάνος, 2008: σ.55). Η επιδίωξη του δέοντος αποτελεί αυτοσκοπό πέρα από το προσωπικό ή κοινωνικό όφελος. Πρακτικά, η σύμπτωση δέοντος και συμφέροντος αποτελεί μια σπάνια και τυχαία ευτυχή συγκυρία (στο ίδιο, σ.57).
Οι ανθρώπινες πράξεις δεν αρκεί όμως να γίνονται σύμφωνα με το καθήκον αλλά και να γίνονται εκπορευόμενες από αυτό. Μια πράξη που είναι σύμφωνη με το καθήκον αν εκπορεύεται από συμφέρον και υπολογισμό δεν είναι και ηθική. Για παράδειγμα η διατήρηση της ζωής του ανθρώπου αποτελεί καθήκον για αυτόν, αλλά δεν μένουμε εν ζωή λόγω αυτού αλλά από τη φυσική ροπή και παρόρμηση να επιζήσουμε. Αν αντίθετα η θλίψη, η αγανάκτηση, η απογοήτευση ή η λιγοψυχία κάποιου του αφαιρέσουν την επιθυμία για ζωή και παρόλα αυτά δεν αυτοκτονεί από καθήκον, τότε εδώ ενυπάρχει ηθικό περιεχόμενο. Επίσης κάποιος που ελεεί τον διπλανό του από ματαιοδοξία ή για προσωπική ευχαρίστηση δεν επιτελεί ηθική πράξη. Αν όμως ο ίδιος άνθρωπος συνεχίσει να είναι φιλάνθρωπος ενώ για παράδειγμα έχει δικά του προσωπικά προβλήματα και αδυναμίες, τότε η φιλανθρωπία του έχει γνήσια ηθική αξία (Καντ, 1984: 8-11 και Kenny, 2005: σ.262).
Εκείνος που πράττει ηθικά ορθά προκειμένου να κερδίσει κάτι υλικό ή το αίσθημα της ικανοποίησης, δεν ανταποκρίνεται στους καντιανούς κανόνες ηθικής. Άλλωστε η ηθική πράξη συνοδεύεται από αυτοσυνειδησία, δηλαδή την γνώση του υποκειμένου ότι πράττει όπως οφείλει ανεξάρτητα από το κόστος/όφελος και γι’ αυτό το λόγο ο πόνος ή η δυσαρέσκεια κατά την τέλεση του καθήκοντος αποτελούν σημάδια ορθότητας (Βαλλιάνος, 2008: σ.58 και Kenny, 2005: σ.263).
Άρα λοιπόν η ηθική αξία δεν εξαρτάται από την πράξη ή την υλοποίηση μιας ιδέας και τα αποτελέσματά της, αλλά από το αξίωμα της βούλησης από όπου εκπορεύτηκε η πράξη. Το καθήκον ισοδυναμεί με την αναγκαιότητα αυτής της πράξης ως σεβασμός στον ηθικό νόμο γιατί μόνο ο ηθικός νόμος μπορεί να αποτελεί αντικείμενο σεβασμού και συνεπώς μορφή προσταγής (Καντ, 1984: 13-16).
Ο Καντ επίσης αναγνωρίζει την κατηγορική προστακτική ως την προστακτική που εκφράζει την αντικειμενική ανάγκη μιας πράξης ανεξάρτητα από κάθε σκοπό. Δεν αφορά δηλαδή την πράξη ή το αποτέλεσμά της αλλά το αξίωμα από το οποίο πηγάζει. Όποια πράξη μπορεί να αναχθεί σε ένα υποκειμενικό σκοπό μπορεί να θεωρηθεί τυχαία και πιθανώς να εγκαταλείψει το σκοπό αυτό. Μόνο η απόλυτη προσταγή δεν αφήνει τη βούληση να αλλάξει και επιβάλλει την αναγκαιότητα που απαιτεί ο νόμος. Μια τέτοια προστακτική είναι και αυτή της ηθικότητας. (Καντ, 1984: 39&43 και Kenny, 2005: σ.263 και Walker, 2003: σ.46-47).
Σύμφωνα με αυτή την κατηγορική προσταγή ο άνθρωπος οφείλει να ενεργεί σαν να έπρεπε ο υποκειμενικός του γνώμονας να μπορεί να γίνει καθολικός νόμος της φύσης. Η ηθική συμπεριφορά προϋποθέτει την ύπαρξη ελευθερίας. Η καθαρή βούληση επιτάσσει να επιλέγουμε ελεύθερα και να ακολουθούμε με συνέπεια την επιλογή μας. Εφόσον η βούληση είναι ανεξάρτητη από τα αποτελέσματα της πράξης τότε αξιωματικά οι πράξεις πρέπει να συμφωνούν με τον καθολικό ηθικό νόμο. Η βούληση έτσι αποτελεί κριτήριο ηθικής ακριβώς επειδή είναι ελεύθερη. Μια ελεύθερη βούληση και μια βούληση υπό τους ηθικούς νόμους αποτελούν ταυτόσημες έννοιες (Βαλλιάνος, 2008: σ.55 και Μολύβας, 2000: σ.70&94 και Καντ, 1984: 17&52&99 και Walker, 2003: σ.66-67).
Εάν όλοι συμπεριφέρονταν βάσει της παραπάνω κατηγορικής προσταγής, τότε θα είχαμε μια τέλεια ιδεατή κοινωνία δικαιοσύνης που ο Καντ ονομάζει ‘βασίλειο των τελών’ (σκοπών), μια κοινωνία-‘δημοκρατία’ αυτοκυβερνώμενων πολιτών που νομοθετούν και εκτελούν κανόνες ζωής. Τα πάντα εδώ έχουν είτε τιμή είτε αξιοπρέπεια και η τιμή μπορεί να είναι αγοράς (ανάγκη) ή προτίμησης (επιθυμία). Η ηθική είναι πάνω από τιμές και το μόνο που έχει αξιοπρέπεια. Η πραγμάτωση του βασιλείου αυτού θα επέφερε την παγκόσμια ειρήνη (Βαλλιάνος, 2008: σ.64 και Kenny, 2005: σ.264).

2. Η ΗΘΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΟΥ ΧΕΓΚΕΛ
Η φιλοσοφία του Χέγκελ έρχεται να αντιπαρατεθεί με την υποκειμενική ηθική των έμφυτων a priori ηθικών αρχών του Καντ. Η ανεπάρκεια της καντιανής Moralitat έγκειται κατά τον Χέγκελ στην εξάρτηση της από τα υποκειμενικά πάθη. Όμως η υποκειμενική βούληση έχει παρόλα αυτά για σκοπό ύπαρξης κάτι ουσιώδες και αυτό είναι η ένωση υποκειμενικής και έλλογης βούλησης. Πραγμάτωση αυτού αποτελεί η έννοια του κράτους εντός του οποίου το άτομο απολαμβάνει ελευθερία. Το κράτος αποτελεί την πραγματική ηθική ζωή ως σύνθεση υποκειμενικής και καθολικής βούλησης. (Χέγκελ, 2006: σ.128-129).
Το κράτος αποτελεί πραγμάτωση ελευθερίας δηλαδή αποτελεί αυτοσκοπό. Ο άνθρωπος διάγει εντός των ηθών μόνο όταν βρίσκεται στα πλαίσια της ζωής στο κράτος και κάθε αξία και πνευματική πραγματικότητα οφείλεται σε αυτό. Το κράτος εν τέλει αποτελεί μια θεϊκή επί γης ιδέα όπου η ελευθερία συναντά την αντικειμενικότητα. Ο Χέγκελ ονειρεύεται ένα κράτος όπου το άτομο είναι ελεύθερο και όχι σκλάβος της αντικειμενικότητας. Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος στο βαθμό που αναγνωρίζει το νόμο και τον ακολουθεί. Τότε αντικειμενική και υποκειμενική βούληση συμφιλιώνονται και το ήθος στηρίζεται στην εκπλήρωση του καθήκοντος. Η παρουσία του κράτους μέσα στα άτομα αποτελεί ήθος. Νόμοι, θεσμοί, δικαιώματα, πατρίδα, ιστορία κλπ. αποτελούν ένα πνευματικό σύνολο , το πνεύμα ενός λαού (Geist) που προσδιορίζεται από τη βαθμίδα της ιστορικής εξέλιξης (Χέγκελ, 2006: σ.130-137 και Regnier, 1987: σ.105).
Το Πνεύμα δεν είναι μια έννοια ή κατηγορία αποκομμένη από την υλική πραγματικότητα. Είναι η κοινωνική ολοκλήρωση εννοιών, αξιών και πολιτιστικών θεσμών στα πλαίσια της συλλογικής ζωής. Πνευματικός άνθρωπος είναι ο κοινωνικός άνθρωπος και η κοινωνικότητα αποτελεί ύψιστο πνευματικό στόχο για τον Χέγκελ (Βαλλιάνος, 2008: σ. 129).
Η υποκειμενική ηθική είναι κλεισμένη εντός του εαυτού της και το καθήκον συνιστά μοναδικό σκοπό και αντικείμενο. Η υποκειμενική ηθική συνείδηση είναι προϋποτιθέμενη και το καθήκον ισχύει γι’ αυτήν ως ουσία. Σε αυτή την έννοια το καθαρό καθήκον και η πραγματικότητα τίθενται σε μία ενότητα όχι ως καθαυτά όντα αλλά ως στάδια (Χέγκελ, 1995: §599&601&610).
Στον υποκειμενισμό και φορμαλισμό της καντιανής ηθικής και στην ανεπάρκεια παραγωγής ηθικού περιεχομένου ο Χέγκελ αντιτάσσει την αντικειμενική ηθική Sittlichkeit, μια ηθική θεμελιωμένη στους θεσμούς και το δίκαιο. Υπό μια έννοια η Sittlichkeit εκφράζει έναν κοινωνικό τρόπο ζωής, ήθη και έθιμα που ενώνουν όσους μοιράζονται ένα κοινό σύστημα ύπαρξης, αυτό που στα ελληνικά αποκαλούμε ήθος. Αυτό το ήθος αποτελεί στοιχείο του δικαίου που διαποτίζει τη συμπεριφορά των ανθρώπων λειτουργώντας ως δεύτερη φύση τους (Λεφεβρ, 2006: σ.22-23).
Το ήθος αποτελεί μια διαδικασία διαδοχής από την οικογένεια στην κοινωνία των πολιτών και τελικά στην πολιτεία. Η οικογένεια αντιπροσωπεύει την πρώτη ενστικτώδη μορφή ήθους στη βάση συναισθημάτων που δένουν τα μέλη μιας οικογένειας με μια πρωτογενή αλληλεγγύη. Αυτή η αλληλεγγύη εξασφαλίζει την αφομοίωση του ατόμου στην οικογένεια έτσι ώστε αυτό να παραιτείται από την ανεξάρτητη ύπαρξή του (Λεφεβρ, 2006: σ.24-25).
Για τον Χέγκελ το να πράττουμε το καθήκον για χάρη του καθήκοντος δεν είναι αρκετό γι’ αυτό και προβαίνει σε έντονη κριτική προς την καντιανή ηθική. Καταρχάς κατηγορεί τον Καντ ότι δεν προσφέρει λεπτομέρειες για το πώς πρέπει να πράττουμε. Σύμφωνα με την καντιανή ηθική η θεωρία μπορεί να προσφέρει την καθολική μορφή του ηθικού νόμου όχι όμως και τα συγκεκριμένα καθήκοντα. Άρα ισχυρίζεται ο Χέγκελ αν δεν έχουμε μια αφετηρία δεν θα καταλήξουμε κάπου. Η ένσταση στην κατηγορική προσταγή για την έννοια της ιδιοκτησίας πχ. λέει ότι αν δεχτούμε το θεσμό της ιδιοκτησίας τότε η κλοπή είναι ανήθικη, αν όμως δεν δεχτούμε τα δικαιώματα αυτού του θεσμού τότε οι κλέφτες θα είναι συνεπείς ηθικά. Η καθολικότητα των ηθικών αρχών αποτελεί συνεπώς έναν κενό φορμαλισμό με την ηθική να αποτελεί μια εσωτερικότητα που δεν εξηγεί πως θα μετατραπεί σε θεσμικό κοινωνικό σύστημα (Singer, 2006: σ75-76 και Βαλλιάνος, 2008: σ.142).
Ακολούθως ο Χέγκελ κατηγορεί τον Καντ ότι καθιστά τον λόγο ως μόνιμο αντίπαλο της επιθυμίας καθώς αρνείται στον άνθρωπο την φυσική του υπόσταση να επιθυμεί την ικανοποίηση. Εφόσον οι φυσικές ορμές, ροπές και επιθυμίες πρέπει να καταπιεστούν από τον λόγο για χάρη του καθήκοντος, ο Καντ δεν δίνει λύση στην αντίθεση μεταξύ ατομικού συμφέροντος και ηθικής. Επιπροσθέτως δεν απαντά πειστικά στο ερώτημα γιατί πρέπει να είμαστε ηθικοί και κατηγορείται για έλλειψη περιεχομένου. Με τη θεωρία του ο Χεγκελ προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα αυτό συνταιριάζοντας την ελεύθερη συνείδηση της καντιανής ηθικής με την ικανοποίηση μιας ‘ελληνικού τύπου’ ζωής. Σε μια ηθική κοινότητα του κράτους ο άνθρωπος αρκεί να κάνει όσα του προδιαγράφονται στα πλαίσια των σχέσεών του (Singer, 2006: σ77-78 και Hegel, 2004: Πρόλογος W7 και §150).

3. ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ : ΣΗΜΕΙΑ ΤΡΙΒΗΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΕΣ ΣΥΝΙΣΤΩΣΕΣ ΤΗΣ ΚΑΝΤΙΑΝΗΣ ΚΑΙ ΕΓΕΛΙΑΝΗΣ ΗΘΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
Οι μορφές των Καντ και Χέγκελ δεσπόζουν στη φιλοσοφική σκέψη των νεότερων χρόνων. Οι θέσεις τους σχετικά με το ηθικό ενεργείν και την ελευθερία, πρόβαλλαν θεμελιώδη ζητήματα, η διαλεκτική επεξεργασία των οποίων καθόρισε τις κατευθύνσεις κυρίαρχων πολιτικών και φιλοσοφικών ρευμάτων την περίοδο της νεωτερικότητας. Οι δύο φιλόσοφοι εκκινούν από μια κοινή αφετηρία, την αυτονομία του ανθρώπινου πνεύματος ως μέσο για την επίτευξη ενός κοινού έλλογου κώδικα ο οποίος οδηγεί στην πραγμάτωση του ηθικού βίου.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο Χέγκελ έθεσε την καντιανή ηθική θεώρηση σε ένα πλαίσιο που ορίζεται από τη δυναμική της ιστορίας και της συλλογικής ανθρώπινης κινητικότητας. Μολονότι η θεωρία του στηρίζεται πάνω στις καθολικές προσταγές του Καντ, καθότι μόνο έτσι μπορούν οι επιλογές μας να οδηγηθούν από τη λογική, τις ενσωματώνει σε μια οργανική κοινότητα, ορθολογικά οργανωμένη, όπου τα συμφέροντα των ατόμων και του συνόλου συμβιώνουν αρμονικά.
Διαρρηγνύοντας τον πνευματικό χαρακτήρα της καθαρής βούλησης του Καντ, ο Χέγκελ συναρτά την ελευθερία από την ύπαρξη του ‘άλλου’. Ο ‘άλλος’ παρέχει την αυτοσυνειδησία μέσω της πρακτικής μας εμπλοκής με αυτόν, που έχει τη μορφή μιας πάλης για επικράτηση (Βαλλιάνος, 2008: σ.127). Οι ‘Κύριοι’ αντλούν την ισχύ τους από το παραγωγικό δυναμικό των ‘Δούλων’, για να χάσουν μέσω της ιστορικής εξέλιξης τη δεσπόζουσα θέση τους από τους δεύτερους, μέχρι και εκείνοι με τη σειρά τους να παρακμάσουν νομοτελειακά λόγω της παρασιτικής τους ύπαρξης στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας, αφού πρώτα μέσω της ανοδικής τους κίνησης έχουν παράγει νέες θεωρίες και θεσμούς, ωθώντας τον πολιτισμό σε ένα ανώτερο στάδιο της εξέλιξής του (Βαλλιάνος, 2008: σ.128).
Για τον Χέγκελ, συνεπώς, η αυθύπαρκτη συνείδηση, η αλήθεια η οποία πραγματώνει σύμφωνα και με τον Καντ την έννοια της ελευθερίας, είναι η συνείδηση του Δούλου κατά την ιστορική στιγμή της ανόδου του στην τάξη των Κυρίων. Αυτή η ιστορική προσέγγιση του Χέγκελ και η θέση του Πνεύματος ως ηθικού στυλοβάτη των ανθρώπινων συλλογικοτήτων αφήνει περιθώριο στην πραγμάτωση του τελικού στόχου της καντιανής θεώρησης (Βασίλειο των Σκοπών). Η ελευθερία αποτελεί βασικό στοιχείο της ηθικής θεώρησης αμφότερων των φιλοσόφων λειτουργώντας ως αντισταθμιστικό στοιχείο της κοινωνικής επιβολής, ενώ σε κάθε περίπτωση ο λόγος αποτελεί το τελικό κριτήριο των ηθικών προσταγμάτων.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΠΡΩΤΟΓΕΝΗ ΚΕΙΜΕΝΑ
1. Hegel, G.W.F., (1995), Φαινομενολογία του Πνεύματος, τόμος Β’, μέρος Β’, §596-616, εισαγ.-μτφ.-σχόλια Δ. Τζωρτζόπουλος, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα.
2. Hegel, G.W.F., (2004), Βασικές Κατευθύνσεις της Φιλοσοφίας του Δικαίου, μτφ. Σ. Γιακουμής, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα.
3. Hegel, G.W.F., (2006), Ο Λόγος στην Ιστορία: Εισαγωγή στη Φιλοσοφία της Ιστορίας, μτφ. Παν. Θανασά, Εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα.
4. Kant, I., (1984), Τα Θεμέλια της Μεταφυσικής των Ηθών, εισαγ.-μτφ.- σχόλια Γ. Τζαβάρας, Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
1. Βαλλιάνος, Π., (2008), Φιλοσοφία στην Ευρώπη: Νεότερα και Σύγχρονα Φιλοσοφικά Ρεύματα (19ος-20ος Αιώνας), τόμος Γ’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
2. Μολύβας, Γ., (2000), Φιλοσοφία στην Ευρώπη: Η Εποχή του Διαφωτισμού (17ος-18ος Αιώνας), τόμος Β’, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.

ΜΕΛΕΤΕΣ ΞΕΝΩΝ ΣΥΓΓΡΑΦΕΩΝ
1. Λεφέβρ, Ζ. Π. και Μασερέ, Π., (2006), Ο Έγελος και η Κοινωνία, μτφ. Γ. Φαράκλας, Εκδόσεις Εστία, Αθήνα.
2. Kenny, Α., (2005), Από τον Ντεκάρτ στον Καντ, στο ‘Ιστορία της Δυτικής Φιλοσοφίας’, επιμ. A. Kenny, μτφ. Δ. Ρισσάκη, Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα.
3. Regnier, M., (1987), ‘Έγελος’ στο ‘Encyclopedie de la Pleiade: Ιστορία της Φιλοσοφίας - Η Καντιανή Επανάσταση, μτφ. Κ. Κατσιμάνη, Εκδόσεις ΜΙΕΤ, Αθήνα.
4. Singer, P., (2006), Χέγκελ, μτφ. Μ. Χαραλάμπη, Εκδόσεις Πολύτροπον, Αθήνα.
5. Walker, R., (2003), Καντ: Ο Καντ και ο Ηθικός Νόμος, μτφ. Λ.Θεοδωρίδου, Εκδόσεις Ενάλιος, Αθήνα.

© ΙΖ 2010