Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΕΠΟ 41 (Εξελίξεις Ευρ.Πολιτισμού τον 20ο αι.) - 5/2012


ΜΑΙΟΣ 2012

ΘΕΜΑ
Ποια είναι τα βασικά σημεία της συζήτησης σχετικά με την κρίση των ταυτοτήτων (κοινωνικών, πολιτισμικών, εθνικών ή άλλων) σήμερα

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                     
◦ Η εννοιολογική προσέγγιση των ταυτοτήτων                           
◦ Σε τι συνίσταται η κρίση των ταυτοτήτων                                            
◦ Εθνική ταυτότητα : μια παραδειγματική προσέγγιση                           
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Μετανεωτερικές ταυτότητες σε καθεστώς παγκοσμιοποίησης       
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Το παρόν θέμα πραγματεύεται το ζήτημα της διαμόρφωσης των ταυτοτήτων στα πλαίσια της νεωτερικής και μετανεωτερικής κοινωνίας, καθώς και το επιχείρημα περί της ‘κρίσης’ αυτών.
            Αρχικά θα παρουσιαστεί εν συντομία το εννοιολογικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διατυπώνεται η έννοια των ταυτοτήτων και ο ρόλος τους για τον καθορισμό τόσο του υποκειμένου, όσο και των συλλογικών συσσωματώσεων. Ακολούθως θα γίνει ανάλυση του επιχειρήματος περί της ‘κρίσης’ των ταυτοτήτων, σε τι συνίσταται αυτή η κρίση και πως συνδέεται με τη νεωτερική κοινωνία και το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης.
            Προκειμένου να εντοπιστούν επιμέρους παράμετροι της ταυτοτικής μεταβολής και να αναπτυχθούν επιχειρήματα προς επίρρωση της προαναφερθείσας ‘κρίσης’, θα γίνει παραδειγματική ανάλυση της εθνικής ταυτότητας. Έμφαση θα δοθεί μέσα από τα παραδείγματα της μετανάστευσης και των σχολικών εγχειριδίων, στον τρόπο που η εθνική ταυτότητα χάνει ή αναβιώνει την παραδοσιακή της σημασία, προκειμένου να εφαρμόσει τακτικές ‘άμυνας’ ή συνύπαρξης ετερογενών καταβολών.
            Εν κατακλείδι, ‘αντί επιλόγου’ θα γίνει προσπάθεια να σκιαγραφηθούν με τρόπο συγκεντρωτικό, οι ανυπέρβλητες εξελίξεις στη διαμόρφωση των ύστερων νεωτερικών ταυτοτήτων με άξονα το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης, που αποτελεί καίριο διαμορφωτικό παράγοντα της σύγχρονης πραγματικότητας. Θα διατυπωθεί η άποψη ότι μια υβριδική μορφή ανεκτικού συνδυασμού ετερογενών στοιχείων σε καθεστώς αμοιβαίου σεβασμού, μπορεί να διαμορφώσει συνθήκες ειρηνικής κοινωνικής συμβίωσης.

Η ΕΝΝΟΙΟΛΟΓΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ
            Η εννοιολογική ερμηνεία του όρου ταυτότητα εξαρτάται εν πολλοίς από το ανθρώπινο υποκείμενο και το χρόνο-τόπο μέσα στα οποία αυτό αναπτύσσεται και λειτουργεί. Για τον Διαφωτισμό ο άνθρωπος από τη γέννησή του είναι ενιαίος και προικισμένος με τον Λόγο. Η ταυτότητά του ατόμου είναι το κέντρο του εαυτού του και τον ακολουθεί σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. Στο κοινωνιολογικό υποκείμενο, η ταυτότητα συλλαμβάνεται διαδραστικά ως η αλληλεπίδραση του εαυτού και της κοινωνίας. Το εγώ διαμορφώνεται από τη συνεχή επαφή με τον έξω κόσμο και η ταυτότητα διαμεσολαβεί το ‘μέσα’ με το ‘έξω’, το ιδιωτικό με το δημόσιο, σταθεροποιώντας τα υποκείμενα μέσα στο περιβάλλον. Λόγω όμως του κατακερματισμού του υποκειμένου στο σύγχρονο κόσμο, εμφανίζεται σήμερα το μετανεωτερικό υποκείμενο που δεν έχει μόνιμη ταυτότητα, αλλά αποκτά διάφορες ταυτότητες ανά εποχή συχνά αντιφατικές. Αν εμείς αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε μια ενιαία ολοκληρωμένη ταυτότητα, είναι επειδή φαντασιώνουμε τη σύνθεση των ετερογενών ταυτοτήτων μας (Hall, 2003, σ.403-406).
            Σύμφωνα με τη Δραγώνα, η ταυτότητα είναι συνυφασμένη με τη συνειδητοποίηση της ύπαρξης. Η ταυτότητα προϋποθέτει ότι αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη μας στο χώρο και το χρόνο, ότι ταυτιζόμαστε και ανήκουμε μαζί με άλλους σε ένα πλέγμα όμοιων ιδιοτήτων και τέλος ότι υπάρχουν κάποιοι που διαφοροποιούνται από εμάς ακριβώς επειδή δεν μοιράζονται αυτές τις ιδιότητες. Ακούγεται παράδοξο, αλλά στην έννοια της ταυτότητας ενυπάρχουν ταυτόχρονα και αλληλένδετα τόσο η ταυτοσημία όσο και η ετερότητα (Δραγωνα, 2003, σ.19).
            Η ταυτότητα γίνεται αντικείμενο διεργασιών τόσο του ατόμου όσο και των ομάδων. Ο Erikson θεωρεί ότι η ταυτοποίηση είναι μια εσωτερική διαδικασία του ατόμου, αλλά και μια διαδικασία διαμόρφωσης της συνολικής κουλτούρας μιας κοινότητας. Έτσι μιλάμε για ατομικές και συλλογικές ταυτότητες, δηλαδή ταυτότητες με τις οποίες το άτομο φτιάχνει μια εικόνα του εαυτού του, ένα πλέγμα πεποιθήσεων και προσωπικών στάσεων αλλά και ταυτότητες που χρησιμοποιεί για να διαμορφώσει τις κοινωνικές του σχέσεις στα πλαίσια ομάδων (πολιτικών, ταξικών, επαγγελματικών κλπ.) (ο.π., σ.20&21&24).
            Η ταυτότητα επίσης έχει διάφορες διαστάσεις. Η ατομική ταυτότητα έχει καταρχάς αισθητηριακή διάσταση, με την οποία αντιλαμβανόμαστε το περιβάλλον και αντιδρούμε σωματικά. Έχει μια κοινωνικο-ενταξιακή διάσταση υπό την έννοια ότι εκφράζει την ανάγκη μας να γινόμαστε αποδεκτοί από τους άλλους αλλά και ταυτόχρονα να διαφοροποιούμαστε ποιοτικά ώστε να ξεχωρίζουμε. Έχει μια διάσταση ενσωματική, δηλαδή εκφράζει την ανάγκη να ανήκουμε σε ομάδες ακόμα και φαντασιακές. Τέλος έχει και μια ψυχολογική διάσταση, στο βαθμό που το άτομο φτιάχνει μια εικόνα του εαυτού του με συγκεκριμένη αυτοεκτίμηση, που επηρεάζεται από τις εκτιμήσεις των γύρω του (ο.π., σ.22-23).
            Οι συλλογικές ταυτότητες από την άλλη αναδεικνύονται μέσα από την ενταξιακή πολλαπλότητα των ατόμων σε ομάδες διαφορετικού κύρους στη βάση χαρακτηριστικών όπως το χρώμα, το έθνος, η ηλικία, το φύλο, η γλώσσα, το επάγγελμα κλπ. Όπως λέει ο Lipiansky τα ατομικά χαρακτηριστικά διαπλέκονται με αυτά των ομάδων ένταξης με τρόπο δυναμικό, διαμορφώνοντας ταυτίσεις ή αντιθέσεις που ορίζουν τις στρατηγικές συμπεριφοράς. Έτσι πχ. ένας μετανάστης μπορεί να αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην κουλτούρα του και την κουλτούρα της χώρας που τον φιλοξενεί και να επιλέγει είτε να αφομοιωθεί από αυτήν, είτε να της αντισταθεί ολικά, είτε τέλος να συνθέσει στοιχεία από τις δύο κουλτούρες. Η αντίληψη της ταυτότητας ως διαδικασίας σύνθεσης και πρόσμιξης επιρροών, μας φέρνει σε μια λιγότερο ομοιογενή μεν αλλά περισσότερο ανεκτική και απροκατάληπτη σχέση με τους άλλους, που μειώνει τις πιθανότητες αντιπαράθεσης (ο.π., σ.24-28).

ΣΕ ΤΙ ΣΥΝΙΣΤΑΤΑΙ Η ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΤΑΥΤΟΤΗΤΩΝ
            Στη σημερινή εποχή το ζήτημα των ταυτοτήτων τίθεται με τρόπο οξύ καθώς οι πολιτικο-κοινωνκές μεταβολές των τελευταίων δεκαετιών δυσχεραίνουν τις μονοδιάστατες προσεγγίσεις των προβλημάτων, που πλέον απαιτούν πολυσύνθετες στρατηγικές επίλυσης. Η πολυπλοκότητα των σύγχρονων ταυτοτήτων σε εθνοτικό, θρησκευτικό και πολιτισμικό κυρίως επίπεδο, αναζωπυρώνει τα συναισθήματα ετερότητας, που δημιουργούν με τη σειρά τους στρατηγικές αμφισβήτησης και διεκδίκησης στη βάση διπολικών επιλογών (‘εμείς’ και οι ‘άλλοι’). Όσο η ένταξή μας σε διαφορετικές ομάδες δεν γίνεται με τρόπο που να δημιουργείται ισορροπία μεταξύ ταύτισης και διαφοροποίησης, τόσο πιο πολύ επέρχεται ο εγκλωβισμός σε μονοδιάστατες ταυτότητες (ο.π., σ.29-30).
            Στη νεωτερική εποχή οι άνθρωποι καλούνται να κάνουν πλήθος διαφορετικών επιλογών (καριέρας, κατανάλωσης, στυλ κλπ) μέσω των οποίων κατασκευάζουν τη συνολική τους ταυτότητα, σε αντίθεση με τις παραδοσιακές κοινωνίες όπου οι πεπερασμένες επιλογές καθορίζονταν από την παράδοση και τη συνήθεια. Ειδικότερα στην ύστερη νεωτερικότητα η δυνατότητα ορθολογικών υπολογισμών των συνεπειών και των κινδύνων των επιλογών μας, χάνεται καθώς σταδιακά εγκαταλείπονται οι σταθερές ταυτότητες κι επέρχεται αβεβαιότητα. Οι παραδοσιακές ταυτότητες χάνουν την ισχύ τους και ο συνεχής αναστοχασμός με τον οποίο αντιμετωπίζουμε το ποιοι είμαστε και που πάμε, σχετικοποιεί τη σταθερότητα της ταυτότητας στο χώρο και το χρόνο.  Έτσι τα άτομα σχηματοποιούν μια συνολική εικόνα του εαυτού τους εκτεθειμένη στην αβεβαιότητα και την αίρεση ως ένα ψηφιδωτό επιμέρους αντιφατικών ταυτοτήτων (Μαυρίδης, 2008, σ.12).
            Στη μοντέρνα κοινωνία οι ταυτότητες μετατρέπονται σε χωροχρονικές συνθετικές αφηγήσεις που αποκαλύπτουν τον εαυτό μας μέσα από την συνεχή αναζήτηση του ευ ζην. Ο Γκίντενς ονομάζει την επικέντρωση στον εαυτό ως ‘μετασχηματισμό της οικειότητας’, που έχει ως αποτέλεσμα την κατασκευή του εαυτού ως προϊόν αναστοχασμού, την αύξηση του ενδιαφέροντος για αυτοπραγμάτωση, την αυτοαποκάλυψη μέσω των διαπροσωπικών σχέσεων και τέλος την αλληλοσύνδεση του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης και της επιρροής των ΜΜΕ με την καθημερινότητα. Έτσι ενώ σήμερα περισσότερο από ποτέ διαθέτουμε ένα πλήθος πληροφοριών για τις αιτίες και τις συνέπειες των επιλογών μας, είναι αδύνατο να υπολογίσουμε ακριβώς αυτές τις συνέπειες και αναγκαζόμαστε να εναποθέσουμε αυξημένα ποσοστά εμπιστοσύνης σε όσους κατέχουν ‘ειδικές’ γνώσεις και εξειδικεύσεις (ο.π., σ.11&13).
            Η κρίση των ταυτοτήτων έγκειται λοιπόν στην παρακμή των παραδοσιακών σταθερών ταυτοτήτων (τάξη, φύλο, έθνος κλπ.) που πλέον αντικαθίστανται από νέες πολυσχιδείς και κατακερματισμένες ταυτότητες, που υπονομεύουν τη σταθερότητα των κοινωνικών δομών αλλά και την ενότητα των ίδιων των ατόμων (Hall, 2003, σ401-402). Όπως λέει ο Χάρβει στην ύστερη νεωτερικότητα, οι κοινωνίες παρουσιάζουν νέους κοινωνικούς ανταγωνισμούς και διαιρέσεις, έτσι ώστε να παράγεται μια ποικιλία ταυτοτήτων οι οποίες προσπαθούν να συναρθρώνονται διατηρώντας μια κάποια συνοχή. Η συνάρθρωση όμως παραμένει ανοιχτή, προσδίδοντας στην ταυτότητα μια προσωρινότητα και την προοπτική παραγωγής νέων υποκειμένων (ο.π., σ.408). Έτσι πχ. οι άνθρωποι πλέον δεν ταυτίζονται στη βάση ταξικών μόνο όρων (υπέρβαση ταξικής ταυτότητας) καθώς ανταγωνιστικές ταυτότητες που προέρχονται από το πεδίο των κοινωνικών κινημάτων (φεμινισμός, οικολογία, κλπ) αντιπροσωπεύουν τα κοινωνικά συμφέροντα με μεγαλύτερες δυνατότητες κινητοποίησης (ο.π., σ.410).

ΕΘΝΙΚΗ ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ : ΜΙΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
            Η εθνική ταυτότητα προσεγγίζεται ως ένα σύνολο επιχειρημάτων που καθιστά το εγώ ως μέλος μιας εθνοτικής κατασκευής. Σε μια παγκόσμια κοινωνία εθνικών κρατών, η εθνική ταυτότητα συνυπάρχει ταυτόχρονα με την εθνική ετερότητα και η σχέση των δύο καθορίζει τους όρους με τους οποίους ανήκουμε στο ‘εμείς’ της πατρίδας τοποθετούμενοι απέναντι από τους ‘άλλους’ λαούς (Κωνσταντινίδου, 1999. σ.222-223).
            Ο εθνικός πολιτισμός αποτελεί πηγή της εθνικής πολιτιστικής ταυτότητας. Η εθνική ταυτότητα δεν είναι ενσωματωμένη στα γονίδια μας, εν τούτοις νοείται και αντιμετωπίζεται ως θεμελιώδης φύση μας. Το έθνος δεν είναι μια πολιτική οντότητα αλλά μια συμβολική κοινότητα που προκαλεί πίστη και υποταγή και αναπαριστά ως σύστημα το πλαίσιο εθνικής κουλτούρας. Το έθνος-κράτος παράγει εικόνες, μνήμες, ιστορίες και ταυτότητες με τις οποίες ταυτιζόμαστε. Ο Άντερσον θεωρεί την εθνική ταυτότητα μια φαντασιακή κοινότητα, όπου οι διαφορές μεταξύ των εθνών είναι στον τρόπο που εμείς τα φανταζόμαστε (Hall, 2003, σ426-429).
            Η εθνική ταυτότητα και κουλτούρα κατασκευάζεται μέσα από εικόνες, γεγονότα, σύμβολα και τελετές που αντιπροσωπεύουν κοινές ιστορικές εμπειρίες, συνδέοντας την καθημερινή μας ζωή με ένα πεπρωμένο που υπήρχε πριν από εμάς. Η έννοια της παράδοσης και της κληρονομιάς δημιουργούν μια αίσθηση συνέχειας, που δικαιολογεί τρόπον τινά τον ισχύοντα πολιτισμό ως αποτέλεσμα ωρίμανσης και όχι παρθενογένεσης. Η εθνική ταυτότητα φαντάζει πάντα αρχέγονη και αμετάβλητη μέσα στην ιστορία, ανά πάσα στιγμή έτοιμη να αφυπνίσει το μεγαλείο της. Οι Χομπσμπαουμ και Ρεϊντζερ μιλούν για την ‘επινοημένη παράδοση’, που πολλές φορές εκφράζει την ανάγκη των εθνών να υποδηλώσουν την ιστορική τους συνέχεια, μέσα από την επανάληψη αξιών και προτύπων που τους συνδέει με το ιστορικό παρελθόν (ο.π., σ.428-431).
            Η εθνική ταυτότητα ενσωματώνει επίσης την έννοια του ‘ιδρυτικού μύθου’, μιας ιστορίας δηλαδή που τοποθετεί την προέλευση ενός έθνους στα νεφελώδη πλαίσια του ‘μυθικού’. Ο μύθος της καταγωγής χρησιμοποιήθηκε από πολλά νέα έθνη (πχ. αποαποικιοποιημένα έθνη Αφρικής) για να υποδηλώσει ότι πάντα υπήρχε ένας ενιαίος λαός εν αναμονή, παρόλο που υπήρχαν πολυάριθμες διασπασμένες φυλές. Η ιδέα του αυθεντικού λαού είναι ένα συμβολικό, αλλά βασικό συστατικό της εθνικής ανάπτυξης. Ο εθνικός πολιτισμός κατασκευάζει ταυτότητες, συνδυάζοντας τη δόξα του παρελθόντος με τη μελλοντική εξέλιξη του έθνους. Συχνά ‘κολλάει’ σε αναχρονιστικές ταυτότητες της ιστορίας για να αναδείξει το εθνικό μεγαλείο αλλά και για να αφυπνίσει το λαό για ανασυγκρότηση και αντεπίθεση, έναντι εκείνων που τον επιβουλεύονται. Η ανεξαρτητοποίηση των πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, χαρακτηρίστηκε από την δυναμική επιβεβαίωση της εθνοτικής ταυτότητας, που βασίστηκε στη φυλετική καθαρότητα, τη θρησκευτική ορθοδοξία και τους ιδρυτικούς μύθους (ο.π., σ.431-433).
            Η εθνική ταυτότητα όπως ισχυρίζεται ο Μπρέναν, αναπαριστά μια συμφιλίωση ανάμεσα στην ιδιότητα του μέλους ενός έθνους-κράτους και στην ταύτιση με τον εθνικό πολιτισμό. Η εθνική κουλτούρα συνενώνει κάτω από την ίδια σκέπη, μέλη με ετερογενή στοιχεία, σε μια προσπάθεια πολιτιστικής ενοποίησης και εθνικής αναπαράστασης. Θα πρέπει όμως να θυμόμαστε πάντα ότι δεν αρκεί το συναισθηματικό δέσιμο ή η πίστη για να συγκρατηθεί μια τέτοια ένωση. Η καταπίεση της πολιτιστικής διαφοράς μέσα από την κατάκτηση αποτέλεσε στρατηγική επιβολής πολιτιστικής ηγεμονίας που ισχύει έως σήμερα (αγγλική κουλτούρα έναντι σκωτικής ή ουαλικής). Η ηγεμονία αυτή ειδικότερα ως προς τις αποικίες των παραδοσιακών αυτοκρατοριών, αρχικά κατέστησε συγκρίσιμους τους εθνικούς πολιτισμούς, αλλά τελικά ενοποίησε τεχνητά τις εσωτερικές διαιρέσεις υπό την κάλυψη μιας ενιαίας ταυτότητας (του ισχυρού). Κανένα έθνος σήμερα δεν αποτελείται από ένα μόνο λαό, μία κουλτούρα ή εθνότητα. Όλα τα έθνη αποτελούν πολιτιστικά υβρίδια και οι εθνικές ταυτότητες δεν είναι αμέτοχες στο παιχνίδι ισχύος, που ορίζει τους όρους συγκερασμού των εσωτερικών αντιφάσεων και διαφορών (ο.π., σ.434-438).
            Η γενικότερη κρίση των ταυτοτήτων εν μέσω παγκοσμιοποίησης, θέτει το ερώτημα της πιθανής υπονόμευσης και ομογενοποίησης των εθνικών ταυτοτήτων. Επ’ αυτού ο Ρόμπινς παρατηρεί ότι υπάρχει ένα έντονο ενδιαφέρον για το τοπικό παράλληλα με το παγκοσμιοποιημένο. Το τοπικό λειτουργεί ακόμα και οι τοπικές ταυτότητες ενισχύονται παρά αποδυναμώνονται. Μάλιστα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από την παγκοσμιοποίηση μέσω των αγορών και της ευέλικτης εξειδίκευσης. Η Μάσει θεωρεί από την άλλη ότι η παγκοσμιοποίηση γίνεται με μια ‘γεωμετρία εξουσίας’ δηλαδή άνισα και ως προς τις γεωγραφικές περιφέρειες και ως προς τα στρώματα του πληθυσμού. Ο Ρόμπινς επίσης θέτει το θέμα της ανισότητας των πολιτιστικών δυνάμεων Δύσης και λοιπών περιοχών, ως αποτέλεσμα του καπιταλισμού ο οποίος έχει αναχθεί σε δυτικό εκπολιτιστικό άξονα. Μπορεί οι μη δυτικοί να κατέστησαν καπιταλιστικοί ‘υποτελείς’ (όπως περίπου ο Μαρξ μίλαγε για την πολιτισμική κυριαρχία του ταξικά ισχυρού), όμως το άνοιγμα των συνόρων έφερε στα καπιταλιστικά κέντρα εικόνες και συνήθειες ‘εξωτικές’, που αποδεικνύουν ότι η παγκοσμιοποίηση λειτουργεί αμφίδρομα, απλά η περιφέρεια βιώνει την επίδρασή της άνισα σε σχέση με το δυτικό ‘κέντρο’ (ο.π. σ.446-448).
            Ενδεικτικό για την αναμόρφωση των εθνικών ταυτοτήτων, είναι το παράδειγμα της μετανάστευσης. Η μετακίνηση των ανθρώπων από την περιφέρεια προς το κέντρο (πρωτίστως) για λόγους οικονομικούς ή πολιτικούς, είτε με παράνομο είτε με νόμιμο τρόπο, έχουν μεταβάλει δραματικά το εθνικό μείγμα του πληθυσμού ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές μητροπόλεις. Η συσσώρευση συγκεκριμένων εθνοτικών ομάδων σε συγκεκριμένους τόπους, έχει διαμορφώσει θύλακες μειονοτήτων εντός των εθνών κρατών, προκαλώντας πολλαπλασιασμό των πολιτιστικών χαρακτηριστικών και ταυτοτήτων. Αυτό από τη μια ενέτεινε τις ενδείξεις ετερότητας και ποικιλομορφίας ενισχύοντας τις τοπικές ταυτότητες και από την άλλη διεύρυνε το πεδίο των ταυτοτήτων σε συνθήκες πόλωσης (ο.π., σ.449-451).
            Το πρώτο εκφράζει μια απόπειρα άμυνας έναντι των ξενόφερτων απειλών που εκφράζεται και με πολιτιστικό ρατσισμό. Αυτός ο ρατσισμός οδηγεί με τη σειρά του σε αμυντικές ταυτότητες από την πλευρά των μειονοτήτων, περιχαρακώνοντας έτσι και τις δύο πλευρές σε ταυτότητες μισαλλοδοξίας του παρελθόντος. Ως προς το δεύτερο, δηλαδή την ανάδυση νέων ταυτοτήτων, κοινός ‘άξονας ισοτιμίας’ ακόμα και για διαφορετικές ταυτότητες, αποτελεί ο αποκλεισμός τους από το κοινωνικό περιβάλλον. Πχ. η ‘μαύρη’ ταυτότητα μπορεί να συνενώνει άτομα διαφορετικής ταξικής, γλωσσικής ή φυλετικής προέλευσης, αλλά ο κοινός ‘τόπος’ και τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται όσοι ανήκουν σε αυτήν, συνενώνει διαφορετικές υπο-ταυτότητες σε μία, χωρίς αυτές να αναιρούνται (ο.π., σ.451-452).
            Ένα ακόμα παράδειγμα επίδρασης στην εκφορά της εθνικής ταυτότητας, σχετίζεται με τον τρόπο που αυτή διαμορφώνεται στην εκπαίδευση. Η ανάγκη του έθνους-κράτους να ενοποιήσει την κοινότητα μέσα από την κρατική εκπαιδευτική πολιτική, αναπαράγοντας την εθνική ιδεολογία μέσα από ‘αυτονόητα’ ιστορικά επιχειρήματα, βρίσκει έκφραση στον τρόπο συγγραφής των σχολικών βιβλίων. Η εθνική ταυτότητα αναπαράγεται μέσα από ιστορικά αποσπάσματα και πηγές, με τρόπο και εκφορά λόγου που επιτυγχάνει συγκεκριμένες εκδοχές της ιστορίας υπό εθνική ανάταση και όχι μέσω ουδέτερων περιγραφών των γεγονότων. Η χρήση συγκεκριμένου λόγου λειτουργεί και ως μέσο πειθαρχίας των μαθητών και των εκπαιδευτικών για επίτευξη συγκεκριμένων στόχων στη μέθοδο διδασκαλίας και το περιεχόμενο των μαθημάτων. Με κατάλληλη γλωσσική ανάλυση των κειμένων, είναι δυνατό να πάψει ένα κείμενο να επιβάλλει ως φυσική την εθνική εκδοχή της πραγματικότητας, επιτρέποντας την κριτική των θέσεών του από τον αναγνώστη (Κωνσταντινίδου, 1999. σ.223-225).
 
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: ΜΕΤΑΝΕΩΤΕΡΙΚΕΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ ΣΕ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
            Ο Γκίντενς τονίζει ότι η νεωτερικότητα δεν έχει παρέλθει και ότι ακόμα δεν έχουμε περάσει σε ένα μετανεωτερικό ιστορικό στάδιο. Μπορεί η αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών να είναι γρηγορότερη από ποτέ και η σκέψη να είναι καταφανώς προσανατολισμένη στο μέλλον, απομακρύνοντας μας από τα προτάγματα του Διαφωτισμού, όμως αυτό είναι προϊόν της παγκοσμιοποίησης του δυτικού πολιτισμού. Η γενικότερη ριζοσπαστικοποίηση που παρατηρείται, δεν σημαίνει παρακμή της νεωτερικότητας, αλλά μετάβαση σε νέους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης εντός αυτής (Μαυρίδης, 2008, σ.8). Η παγκοσμιοποίηση μετασχηματίζει το τοπικό ως μέρος του παγκόσμιου και αντίστροφα, συνδέοντας και διαμορφώνοντας τις φαινομενικά απομακρυσμένες τοπικότητες, μέσα από την αλληλεξάρτηση γεγονότων και τάσεων (ο.π., σ.9).
            Ως φαινόμενο που επιταχύνθηκε από το 2ο μισό του 20ου αι. και μετά, η παγκοσμιοποίηση ξεκινά από την ανάδυση των παγκόσμιων καπιταλιστικών αγορών και των πολυεθνικών επιχειρήσεων, επεκτείνεται στην επίδραση του βιομηχανισμού στο περιβάλλον σε παγκόσμια κλίμακα και αγγίζει την εγκαθίδρυση μιας παγκόσμιας πολιτιστικής βιομηχανίας των ΜΜΕ και των νέων τεχνολογιών (ο.π., σ.9). Η παγκοσμιοποίηση δημιουργεί νέες προοπτικές συνεργασίας αλλά και κινδύνους αλληλεξάρτησης που ξεπερνούν τα όρια του δυτικού πολιτισμού. Οι νέες μορφές κοινωνικής επιτήρησης, νεοφιλελεύθερης οικονομικής δράσης και διαμάχης για γεωστρατηγική επικράτηση, επιτείνουν την παγκόσμια ανισότητα αλλά και τα κινήματα αντίστασης, επιφέροντας θεσμικές αλλαγές αρχικά σε μάκρο επίπεδο στο νεωτερικό σύστημα και εν τέλει στην καθημερινή συμπεριφορά των ατόμων. Οι άνθρωποι ατομικά αλλά και συλλογικά, καλούνται μέσα σε καθεστώς ανασφάλειας και αμφισβήτησης, να διακινδυνεύσουν με επιλογές ταύτισης πέρα από τα όρια των παραδοσιακών σχημάτων (ο.π., σ.10-11 ).
            Η παγκοσμιοποίηση διαπερνά τα εθνικά σύνορα συνδέοντας το χώρο και το χρόνο με την πραγματικότητα και την εμπειρία και απομακρύνοντας από την κλασική ιδέα της οριοθετημένης κοινωνίας. Η συμπύκνωση του χώρου και του χρόνου που καθιστά τον κόσμο μικρότερο, έχει επιπτώσεις στην αναπαράσταση των ταυτοτήτων. Ο τόπος για τον Γκίντενς καθορίζεται από συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές, που μας καθορίζουν και μας συνδέουν με την ταυτότητά μας. Στις προνεωτερικές κοινωνίες τόπος και χώρος συμπίπτουν, όμως στη νεωτερική κοινωνία ευνοούνται οι απρόσωπες απομακρυσμένες σχέσεις. Έτσι ενώ ο τόπος/ρίζα παραμένει σταθερός ο χώρος μπορεί να διασχισθεί πλέον τεχνολογικά σε ελάχιστο χρόνο, δηλαδή όπως λέει ο Χάρβει να εκμηδενιστεί ο χώρος μέσα στο χρόνο (Hall, 2003, σ.440-442).
            Η ανάδυση μεταβατικών πολιτιστικών ταυτοτήτων που αντλούν στοιχεία από διαφορετικές παραδόσεις, είναι αποτέλεσμα των πολιτιστικών επιμιξιών που καθίστανται κανόνας στο σύγχρονο καθεστώς παγκοσμιοποίησης. Οι αυτονόητες επιλογές πλήρους αφομοίωσης ή απόλυτης επιστροφής στην παράδοση, συμπληρώνονται από την προοπτική της ‘μεταφοράς’. Η προοπτική αυτή αναφέρεται σε ταυτότητες που τέμνουν τα σύνορα επειδή αφορούν ανθρώπους που μεταναστεύουν αλλά διατηρούν δεσμούς με την πατρίδα και τις παραδόσεις της. Οι άνθρωποι αυτοί συμβιβάζονται τρόπον τινά με τους πολιτισμούς υποδοχής, χωρίς όμως να αφομοιώνονται πλήρως. Αυτές οι ταυτότητες δεν είναι ενιαίες με την παραδοσιακή έννοια, καθώς μοιράζονται από πολλές πατρίδες και αποτελούν προϊόντα της παγκοσμιοποιημένης διασποράς (ο.π., σ.454-455).
            Ο υβριδισμός μεταξύ γλωσσών, εθνών, θρησκειών είναι χαρακτηριστικό της ύστερης νεωτερικότητας και αντιμετωπίζεται διττά. Κάποιοι τον ευνοούν ως κατάλληλη μέθοδο διαπολιτισμικής ανταλλαγής και κάποιοι άλλοι τον θεωρούν υπεύθυνο για την ανάδυση του αγώνα αποκατάστασης των ακραίων ταυτοτήτων συνοχής, όπως ο φονταμενταλισμός. Έτσι, ενώ η οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση (βλέπε ΕΕ)  μειώνει την εθνική κυριαρχία, ταυτόχρονα αναδύονται φαινόμενα και κινήματα εθνικισμού, θρησκευτικής ακρότητας και φυλετικής καθαρότητας που ευνοούν ομοιογενείς ταυτότητες. Στις συνθήκες της παγκοσμιοποιημένης ανισότητας και υπανάπτυξης των αδυνάτων, η στράτευση σε ακραίες μισαλλόδοξες ταυτότητες γίνεται πιο εύκολη, ξεπερνώντας τα στεγανά των παραδοσιακών ιδεολογιών, των οικουμενικών αξιών του Διαφωτισμού και του ορθολογισμού.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • HALL, S., HELD, D. & McGREW, A., (2003), «Το ζήτημα της πολιτιστικής ταυτότητας», στο Η Νεωτερικότητα Σήμερα, μτφρ Θ. Τσακίρης & Β. Τσακίρης, Αθήνα, Εκδόσεις Σαββάλας.
  • ΔΡΑΓΩΝΑ, Θ., (2003), «Ταυτότητα και Εκπαίδευση», στο Κλειδιά και Αντικλείδια, Αθήνα, Έκδοση ΥΠΕΠΘ – Πανεπιστήμιο Αθηνών.
  • ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ, Ε., (1999), «Κατασκευάζοντας την Ελληνική σχολική ταυτότητα: Η περίπτωση των σχολικών βιβλίων», Ψυχολογία, τόμος 6, τεύχος 2, σ.221-226.
  • ΜΑΥΡΙΔΗΣ, Η., (2008), «Ο Γκίντενς και η Νεωτερικότητα», Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό ΕΑΠ (ΕΔΥ CD) για την ΕΠΟ41 - Προσεγγίσεις για τη Νεωτερικότητα κατά τον 20ο αι, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
 
© ΙΖ 2012