Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2012

ΕΠΟ 41 (Εξελίξεις Ευρ.Πολιτισμού τον 20ο αι.) - 3/2012


ΜΑΡΤΙΟΣ 2012

ΘΕΜΑ
Αναπτύξτε τις βασικές γραμμές της ανάλυσης της Νεωτερικότητας από τη Σχολή της Φραγκφούρτης επικεντρώνοντας στην επικράτηση του εργαλειακού λόγου και της μαζικής κουλτούρας
 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                                                                 
◦ Η Σχολή της Φραγκφούρτης: Καταβολές και Επιδιώξεις της Κριτικής Θεωρίας  
◦ Η Κριτική Θεωρία για τον Εργαλειακό Λόγο                                       
◦ Η Κριτική Θεωρία για τη Βιομηχανία της Κουλτούρας                                      
◦ ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: Νεωτερικές Όψεις και Εναλλακτικές Απόψεις                     
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                                                                           
    
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Το παρόν θέμα πραγματεύεται τις βασικές θεωρητικές διατυπώσεις της Κριτικής Θεωρίας δηλαδή των διανοητών που απάρτισαν την 1η γενιά της Σχολής της Φραγκφούρτης, με ιδιαίτερη έμφαση στα ζητήματα του εργαλειακού Λόγου και της μαζικής κουλτούρας.
            Αρχικά θα παρουσιαστεί εν συντομία το πλαίσιο που καθόρισε τις θεωρητικές προβληματικές των διανοητών, με έμφαση στους επιστημονικούς στόχους, τις βασικές διαπιστώσεις και τις τελικές επιδιώξεις των διανοητών στην προσπάθειά τους να ορίσουν μια εναλλακτική διέξοδο του ανθρώπου από τα κοινωνικά προβλήματα της καπιταλιστικής κοινωνίας.
            Ακολούθως θα γίνει ανάλυση των βασικών θεωριών που διατύπωσαν οι εκπρόσωποι της 1ης γενιάς για το τον εργαλειακό Λόγο και τη μαζική κουλτούρα. Μέσα από τη συνδυασμένη παράθεση των βασικών εννοιών και επιχειρημάτων, θα πιστοποιηθεί η κρισιμότητα των παραπάνω δύο παραμέτρων για την συνολική κριτική της Σχολής στην νεωτερικότητα και η σύνδεση (ενδόμυχη ή εμφανής) της διαπιστούμενης κοινωνικής κατάστασης με τις επιρροές και τις πληγές που άφησε ο ναζιστικός ολοκληρωτισμός στους διανοητές.
            Εν κατακλείδι, ‘αντί επιλόγου’ θα γίνει προσπάθεια να σκιαγραφηθούν εναλλακτικές απόψεις και αποσπάσματα κριτικής, πάνω στη διατύπωση των νεωτερικών όψεων των διανοητών της Σχολής. Συμπερασματικά όμως θα προκύψει ότι η ιστορική αποδοχή της Σχολής οφείλεται στο ότι υπήρξε για την εποχή της απόλυτα επίκαιρη και στοχευμένη, παρά την ποικιλότητα των θέσεων που ποτέ δεν αποκρυσταλλώθηκαν σε μια πραγματικά ενιαία θεωρία.

 
Η ΣΧΟΛΗ ΤΗΣ ΦΡΑΓΚΦΟΥΡΤΗΣ: ΚΑΤΑΒΟΛΕΣ & ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΗΣ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΘΕΩΡΙΑΣ
            Το 1923 στη Φραγκφούρτη ιδρύθηκε το Ινστιτούτο Κοινωνικής Έρευνας ως χώρος ζυμώσεων και έρευνας ενός κύκλου Γερμανών διανοητών που επεξεργάστηκαν αυτό που ονομάστηκε Κριτική Θεωρία. Οι θέσεις των μελών του κύκλου άλλαζαν κατά περιόδους όμως ο πυρήνας της προβληματικής τους έστω και μέσα από διαφορετικές οδούς παρέμεινε κοινός και ενοποιητικός. Η πρώτη γενιά της Σχολής της Φραγκφούρτης με κύριους εκπροσώπους τους Χορκχάιμερ, Αντόρνο και Μαρκούζε διατύπωσε απόψεις που συνηγορούν υπέρ της επαναστατικής και ριζικής αλλαγής του υφιστάμενου κόσμου. Η Κριτική Θεωρία της 1ης γενιάς εννοεί την προλεταριακή επανάσταση ως απόληξη της αστικής επανάστασης και ως έξοδο του ατόμου από τη φιλελεύθερη εποχή προς την ελευθερία  (Ιακώβου, 2008, σ.1-3 και Κατσουρός, 1988).
            Οι βασικοί στόχοι της Κριτικής Θεωρίας διατυπώνονται από τον Χορκχάιμερ με την ιδιότητα του Διευθυντή του Ινστιτούτου το 1930. Αρχικά τίθεται το ζήτημα του συγκερασμού των ερευνών όλων των κοινωνικών επιστημών ώστε να παραχθεί ουσιώδης συνδυαστική γνώση που δεν θα είναι αφηρημένη ή αποσπασματικά εξειδικευμένη. Θέτει επίσης ως κριτήριο επιλογής της έρευνας την κρισιμότητα των κοινωνικών προβλημάτων και τη σημαντικότητα των αποτελεσμάτων για την κοινωνική θεωρία. Ακολούθως στοχοθετείται ο εμπλουτισμός της μαρξικής ανάλυσης μέσα από τον συνυπολογισμό της φροϋδικής θεωρίας. Τέλος σχηματοποιείται ένα ερευνητικό πρόγραμμα που διερευνά τη σχέση της οικονομικής ζωής με την ψυχική ανάπτυξη των ατόμων και τις πολιτισμικές μεταβολές. Κεντρική στον προβληματισμό της Κριτικής Θεωρίας είναι η απελευθέρωση της φύσης από την κυριαρχία της τεχνικής και του ορθού λόγου χωρίς να χαθεί ο ηθικός αυτόνομος άνθρωπος (Ιακώβου, 2008, σ.3-4 και Κατσουρός, 1988).
            Τα εργαλεία για την διατύπωση των ‘κριτικών’ απόψεων της Σχολής της Φραγκφούρτης περιλαμβάνουν μια κριτική της θετικής διαλεκτικής που συμφιλιώνεται με την κοινωνική πραγματικότητα, μια επανεξέταση του υλισμού και της έννοιας του ανθρώπινου πόνου, μια επίθεση στα φιλοσοφικά ρεύματα της εποχής που παρέχουν απαντήσεις στα θεωρητικά και πρακτικά αδιέξοδα και τέλος μια ερμηνεία της δυτικής καπιταλιστικής κοινωνίας αλλά και της Σοβιετικής Ένωσης. Για τους διανοητές της Σχολής, ο ορθολογισμός είναι συνυφασμένος με την ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας και την αλλοίωση των συνειδήσεων που προήλθε από την καπιταλιστική πραγμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων. Η απελευθέρωση της κοινωνίας από την αντικειμενοποίηση θα έρθει μόνο με τη διακοπή της μηχανιστικής προόδου και τον επαναστατικό μετασχηματισμό (Ιακώβου, 2008, σ.8-9 και Wellmer, 1989, σ.18-19).
            Κατά τον διευθυντή του Ινστιτούτου Μαξ Χορκχάιμερ, η Κριτική Θεωρία διαπιστώνει ότι η κοινωνία φτάνει να λειτουργεί ως μια εξωτερική δύναμη, ένας φυσικός αυτόματος μηχανισμός πέρα από τον άνθρωπο. Η εμπορευματική οικονομία μετά από μια πορεία ανόδου, ανάπτυξης των ανθρώπινων δυνάμεων και χειραφέτησης και κυριαρχίας του ανθρώπου πάνω στη φύση, φτάνει πλέον να αναπαράγει τις αντιθέσεις της εποχής οξυμένες, αναστέλλοντας την περεταίρω εξέλιξη και οδηγώντας τελικά στη βαρβαρότητα. Αυτό οδηγεί στην επιθυμία για ανατροπή και μετασχηματισμό της κοινωνίας στην πορεία συνένωσης των ελεύθερων ανθρώπων (Ιακώβου, 2008, σ.6-7).
 
Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΡΓΑΛΕΙΑΚΟ ΛΟΓΟ
            Οι θεωρητικοί της Φραγκφούρτης ισχυρίζονται ότι με δεδομένη την τεχνολογική εξέλιξη της βιομηχανικής κοινωνίας οι απαιτήσεις του Λόγου είναι μεν πραγματοποιήσιμες, όμως η εξέλιξη του ορθολογισμού στην κοινωνία οδηγεί τελικά στην εγκαθίδρυση της εργαλειακής λογικής ενός κλειστού συστήματος πραγμοποίησης και καταπίεσης. Η υποτιθέμενη δηλαδή αύξηση της δυνατότητας ελευθερίας (με τη χρήση του ορθού Λόγου) έχει εδραιώσει την απειλή βαρβαρότητας και ανελευθερίας. Ο εξορθολογισμός υποβιβάζει τον Λόγο σε μια εργαλειακή λογική, που διαλύει το υποκείμενο κάτω από ένα σύστημα κυριαρχίας. Στον κόσμο του Διαφωτισμού η ορθολογικότητα κάνει τον Λόγο να μοιάζει με ψευδαίσθηση που συνεχώς εξαλείφεται. Η τάση για ενότητα, σύστημα, συνέπεια, γραφειοκρατία και η καπιταλιστική αρχή της ανταλλαγής, πραγμοποιούν τις συνειδήσεις. Έτσι η καπιταλιστική κοινωνία ως προϊόν της νεωτερικότητας μοιάζει με παρεκτροπή του διαφωτισμού που εκφράζει ένα μονοδιάστατο μοντέλο κυριαρχίας (Wellmer, 1989, σ.20-23 και Φωτόπουλος, 2008, σ.328 και Κατσουρός, 1988)).
            Στο έργο Διαλεκτική του Διαφωτισμού οι Χορκχάιμερ και Αντόρνο προσπαθούν να κατανοήσουν πως η κοινωνία πέρασε σε μια κατάσταση ανελευθερίας και βαρβαρότητας. Θεωρούν ότι ο Διαφωτισμός αποτέλεσε την προοδευτική σκέψη που ξεκίνησε για να απαλλάξει τον άνθρωπο από το φόβο και δεν νοείται ως απλό κίνημα της νεωτερικότητας αλλά ως η ίδια η ορθολογικότητα. Θεμέλιο της ορθολογικότητας είναι η τάση του ανθρώπου να κυριαρχήσει πάνω στη φύση. Εξ ου και η ανάπτυξη της τεχνολογίας δηλαδή των μαθηματικοποιημένων νόμων και εργαλείων. Όμως η ‘αντικατάσταση’ της φύσης από σύμβολα, αριθμούς και έννοιες που μέσα από σκέψεις, κανόνες και διεργασίες ορθολογικές και πειθαρχημένες, παράγουν εμπορεύσιμα αντικείμενα, δημιουργούν μια κοινωνική πραγματικότητα που θεωρείται αυθύπαρκτη και προδιαγεγραμμένη. Η κοινωνική αδικία δικαιολογείται ως κάτι νομοτελειακά απαραβίαστο και θεσμοθετούμενο από μια ανώτερη δύναμη και ο άνθρωπος τυποποιείται σε προβλεπόμενες συμβατικές αντιδράσεις και συμπεριφορές. Ο σκεπτικισμός αφαίρεσε από τον Λόγο το πραγματικό του περιεχόμενο καθιστώντας τον ένα φάντασμα με γλωσσική μόνο χρήση, ένα σύμβολο αλληγορικό χωρίς λειτουργία (Ιακώβου, 2008, σ.11-17 και Χορκχαιμερ, 1984, σ.16-17).
            Οι δύο διανοητές θεωρούν ότι ο εργαλειακός  Λόγος εκφράζεται στην σύγχρονη κοινωνία κάθε φορά που ο άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με τις διαρκείς επιθυμίες απόλαυσης και ηδονής που εκφράζονται από τα ένστικτά του. Η αντίσταση σε αυτές προς χάριν της επίτευξης των κοινωνικά αποδεκτών ρόλων, σημαίνει ότι το άτομο παραιτείται από τις ενορμήσεις του, προκειμένου να πιστοποιήσει την κοινωνική του ταυτότητα μέσω της εργασίας. Έτσι όμως αποξενώνεται από την εσωτερική του φύση και καταλήγει να θυσιάζει και να προσφέρει περισσότερα από όσα η κοινωνία του ανταποδίδει. Η κυριαρχία λοιπόν πάνω στη φύση αναπαράγεται και παγιώνει την κοινωνική διαίρεση των τάξεων που σχετίζεται με την άνιση κατανομή εργασίας. Ταυτόχρονα η εμπορευματοποίηση της αστικής κοινωνίας θυσιάζει την ποιοτική διαφοροποίηση για χάρη της ποσοτικής εξισορρόπησης (Ιακώβου, 2008, σ.18-20 και Landmann, 1988, σ. 5-7).
            Ο Μαρκούζε επ’ αυτού θεωρεί ότι η κοινωνία είναι καταπιεστική γιατί η καταστολή των επιθυμιών και των ενστίκτων έχει καταστεί προϋπόθεση της ευημερίας. Η καταστολή αυτή είναι μεν θεμιτή σε ένα βαθμό προκειμένου να δομηθεί ο πολιτισμός και η αρμονική κοινωνική οργάνωση, όμως πλέον έχουμε περάσει σε ένα πλέγμα περιορισμών που μέσω της εντατικοποίησης της παραγωγής οδηγεί στην πλήρη καταπίεση. Η απρόσωπη τεχνολογική ορθολογικότητα χειραγωγεί τα ένστικτα με τρόπο αντιφατικό ως προς τις δυνατότητές της, ακυρώνοντας το νόημα του Λόγου που αποτέλεσε πρόταγμα του δυτικού πολιτισμού. Ο κόσμος γίνεται ολοκληρωτικός και το άτομο αποξενώνεται από το νόημα της ύπαρξής του, καθώς δεν του επιτρέπεται να αυτοκαθορίζεται. Ο εργαλειακός Λόγος της τεχνολογίας επιβάλλεται ως μια αδιαπραγμάτευτη φυσική αρχή που ορθολογικοποιεί την έλλειψη ελευθερίας και καθίσταται έμβλημα του ολοκληρωτισμού. Για τον Χορκχαιμερ ο εργαλειακός Λόγος καθίσταται απαραίτητος για τον πόλεμο όσο και για τις επιχειρήσεις. Η προσαρμογή στο σκοπό, ο προσανατολισμός στην ωφελιμότητα, η ψυχρή και νηφάλια επιχειρηματικότητα αποτελούν χαρακτηριστικά του Λόγου που καθιστούν την απόρριψη του έγκλημα για το κατεστημένο (Φωτόπουλος, 2009, σ.326-328 και Χορκχαιμερ, 1984, σ.17-18 και Landmann, 1988, σ.12-13).
            Ουσιαστικά ο Μαρκούζε κατηγορεί τον θετικισμό ότι ως δόγμα της τεχνοκρατικής κοινωνίας παραμορφώνει την πρόσληψη της πραγματικότητας από τα άτομα, οδηγώντας σε αναγκαστική κοινωνική συναίνεση με την αναντίρρητη αποδοχή της υφιστάμενης κατάστασης. Η παραγωγή, ο καταμερισμός εργασίας, ο καταναλωτισμός και η θεοποίηση της αγοράς, ομογενοποιούν τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων δημιουργώντας μια τυποποιημένη ζωή. Η εργαλειοποίηση του Λόγου και η συμπαράταξή του με τις απαιτήσεις της αγοράς, εξαφανίζουν τη δημιουργική αναζήτηση, νομιμοποιώντας ως φυσιολογική τη μονοδιάστατη επιδίωξη της επιβίωσης. Ο Χορκχαιμερ τονίζει ότι η εκκοσμικευμένη ηθικότητα του δυτικού πολιτισμού αποδέχεται την εγκαθίδρυση μιας εθνικής λογοκρατίας που αφαιρεί την ελευθερία του σκέπτεσθαι, μεταβάλλοντας την ατομική ύπαρξη σε κοινή μέσω του πατριωτισμού. Η υπέρβαση του ανορθολογισμού και η χειραφέτηση του ατόμου για μια μετάλλαξη του πολιτισμού είναι το τελικό ζητούμενο. Η απελευθέρωση από την αποξένωση είναι η μόνη λύση για αποτίναξη της αλλοτρίωσης του σύγχρονου κόσμου (Φωτόπουλος, 2009, σ.328 & 329 και Χορκχαιμερ, 1984, σ.18-19).

Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΗΣ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ
            Η μαζική κουλτούρα και οι συνέπειές της αποτελούν επίκεντρο του γενικότερου προβληματισμού των φιλοσόφων της 1ης γενιάς της Σχολής της Φραγκφούρτης, οι οποίοι ορμώμενοι από τις πληγές του ολοκληρωτισμού που βίωσαν στην πατρίδα τους, καταγγέλλουν τη σύγχρονη κοινωνία της τεχνολογίας και του ορθολογισμού. Ο τεχνολογικός πολιτισμός δημιουργεί κυριαρχικές σχέσεις συνδεόμενος με τη βιομηχανία κουλτούρας που μετατρέπεται σε βιομηχανία διασκέδασης. Απώτερος στόχος της η παθητική κατανάλωση πολιτισμικών υποπροϊόντων, που υπόσχονται έναν απατηλό παράδεισο ψυχικής εκτόνωσης και φυγής από την καθημερινότητα. Οι άνθρωποι νοούνται ως καταναλωτές που μπορούν δήθεν ελεύθερα να επιλέξουν τη μορφή της εκτόνωσης, από ένα κοινό ‘καλάθι’ τυποποιημένων και ομοιογενών ανταλλάξιμων προϊόντων χωρίς εγγενή αξία (Καρακιουλάφη, 2008, σ.201).
            Η αναζήτηση του Μαρκούζε για ένα ποιοτικό μετασχηματισμό της κοινωνίας αγγίζει τους τομείς της τέχνης και της αισθητικής, καθώς τους θεωρεί φορείς αμφισβήτησης και ανατροπής της υφιστάμενης κοινωνικής κυριαρχίας. Ιδιαίτερα τον ενδιαφέρει η μαζική κουλτούρα που αποτελεί κατεστημένη πραγματικότητα και εμπόδιο στην ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ισχυρίζεται ότι η αρχή της αποδοτικότητας και ο συσχετισμός κόστους-οφέλους έχει διεισδύσει στην πολιτιστική βιομηχανία. Η κουλτούρα παύει να αποτελεί φορέα αμφισβήτησης και αναζήτησης και εξασθενεί η επιθυμία των ατόμων για στοχασμό και ανάδειξη των δυνατοτήτων τους. Η διαφήμιση ως βασικό εργαλείο προώθησης των υποπροϊόντων, δημιουργεί την αυτονόητη υποχρέωση κατανάλωσης τους ακόμα και όταν δεν υφίσταται ανάγκη. Άρα δημιουργεί επίπλαστες ανάγκες που εμποδίζουν την οικονομική και πνευματική χειραφέτηση, ασκώντας έτσι κοινωνικό έλεγχο. Τα ΜΜΕ, ο καταναλωτισμός και η μαζική διασκέδαση διαμορφώνουν έτσι έναν τυποποιημένο τρόπο ζωής που αναπαράγει τις σχέσεις κυριαρχίας αφαιρώντας από την κουλτούρα την αυτονομία της.  (Φωτόπουλος, 2009, σ.329 και Καρακιουλάφη, 2008, σ.201).
            Ο Μαρκούζε με σαφή ρομαντική διάθεση, οραματίζεται τον επαναπροσδιορισμό της κουλτούρας ως μέσο μετασχηματισμού της ανθρώπινης ύπαρξης, σε μια μαρξική πορεία προς το ‘βασίλειο της ελευθερίας’. Επιθυμεί ένα πολιτισμό που να μην απωθεί, όπου η πραγματικότητα και η ηδονή δηλαδή ο αντικειμενικός και ο υποκειμενικό κόσμος θα συνυπάρχουν, ακριβώς όπως και η φύση με την κοινωνία. Για να επιτευχθεί αυτό θα πρέπει καταρχάς να επαναπροσδιοριστεί η εργασία, έτσι ώστε να εξοικονομείται χώρος και χρόνος για την ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων δεξιοτήτων. Η απελευθέρωση του πολιτισμού και η χειραφέτηση των αισθήσεων, απαιτούν ένα καθεστώς όπου οι ανάγκες θα καλύπτονται με την ελάχιστη δυνατή σωματική και πνευματική κατανάλωση (Φωτόπουλος, 2009, σ.330).
            Ο επαναπροσδιορισμός της σχέσης παραγωγικότητα-δημιουργική ευχαρίστηση με παράλληλη εξύψωση της αισθητικότητας είναι για τον Μαρκούζε νομοτελειακή επιλογή για να έλθει στο προσκήνιο η ανθρώπινη χειραφέτηση. Συγκεκριμένα προβάλει το όραμα μιας ‘νέας αισθητικότητας’ που θα εκφράζει τα ένστικτα της ζωής μετατρέποντας τον αγώνα για επιβίωση σε ελεύθερη καλλιτεχνική δημιουργία. Αποδίδει με αυτό τον τρόπο στην τέχνη μια κοινωνική αποστολή, την συνένωση της αισθητικής και της λογικής, της φαντασίας και της λογικής με στόχο την από-ιδανίκευση και αποδόμηση του εργαλειακού Λόγου. Φαντασία, μόχθος, ηδονή και Λόγος θα συμπλέκονται αμφίδρομα σε μια κοινωνία όπου η ελευθερία θα είναι θεμελιώδης και αδιαπραγμάτευτη (Φωτόπουλος, 2009, σ.331).
            Η αναζήτηση των φορέων της χειραφέτησης δεν οδηγεί τον Μαρκούζε σε αναγνώριση του ρόλου της εργατικής τάξης ως δύναμης ανατροπής. Ο Μαρκούζε θεωρεί ότι η εργατική τάξη της ανεπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας διαθέτει υλικούς και πνευματικούς όρους ύπαρξης που την κάνουν να εφησυχάζει περισσότερο από ότι στο παρελθόν, εντασσόμενη ουσιαστικά στο σύστημα εκμετάλλευσης. Κατά συνέπεια τα υποκείμενα της ανατροπής πρέπει να αναζητηθούν σε περιθωριακές ομάδες, σε γκέτο, σε έγχρωμες κοινότητες, στους μη προνομιούχους και σε όσους ζουν έξω από το σύστημα ηθικής και αξιών, συμπεριλαμβανομένης της νεολαίας και του σπουδαστικού κινήματος (Φωτόπουλος, 2009, σ.332).
            Ο Χορκχαιμερ και ο Αντόρνο αντιλαμβάνονται μια οπισθοδρόμηση της ιστορίας που επιτελείται μέσω της βιομηχανίας της κουλτούρας που συμφιλιώνει τις αντιφάσεις του συστήματος στη συνείδηση των μαζών. Η μαζική κουλτούρα που προωθείται από τα μήντια και τον καταναλωτισμό, αποτελεί μια απάτη καθώς δεν είναι αυθόρμητη κ αυτόνομη δημιουργία, αλλά ορθολογικά παραγόμενη από τα μονοπώλια και το κράτος. Η ομοιομορφία επιβάλλεται παντού και τα πολιτιστικά έργα κατευθύνονται στην αγορά ως φετιχιστικά εμπορεύματα, δηλαδή αποξενωμένα από τους δημιουργούς τους. Η επιτυχία των δημιουργιών μετριέται αντικειμενικά με την τιμή τους. Τα πολιτιστικά αγαθά γίνονται ανταλλάξιμα δημιουργώντας μια αυταπάτη αμεσότητας (Μερτικας, 1991, σ.56-57 και Χορκχαιμερ, 2005).
            Ο Αντόρνο συμφωνεί ότι στην υφιστάμενη ορθολογικότητα της κοινωνίας, οι πολιτισμικές δυνατότητες είναι εγκλωβισμένες και χρειάζεται μια υπέρβαση, ένας μετασχηματισμός. Τα έργο τέχνης μπορεί να καταστεί μέσο απραγμοποίητης γνώσης και υπόδειγμα ελεύθερης ενσωμάτωσης ετερογενών στοιχείων, υπερβαίνοντας την εργαλειακή λογική. Το αυθεντικό έργο τέχνης αποτελεί κομμάτι του αληθινού Λόγου και αντιπροσωπεύει ένα τύπο λογικής που δεν είναι καταπιεστική και δεν ασκεί βία στο μερικό και το διαφορετικό. Για τον Χορκχάιμερ όμως ακόμα και η κουλτούρα που αναδεικνύει τη μοναδικότητα και τη διαφορετικότητα, λειτουργεί προς όφελος της μαζικότητας και του μονοπωλίου. Η διάλυση του Εγώ που έχει υποστεί ο άνθρωπος στον ορθολογικό κόσμο στα πλαίσια ενός Λόγου που αναπαράγει τον τρόμο, οδηγεί στη συμμόρφωση και την αυτοκαταστροφή, αφήνοντας περιθώριο μονάχα για ταύτιση με τη βαρβαρότητα ή αποτίναξή της (Wellmer, 1989, σ.23-25 και Χορκχαιμερ, 1984, σ.46-47).

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ: ΝΕΩΤΕΡΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ
            Η κριτική διατύπωση των θεωρητικών της 1ης γενιάς της Σχολής της Φραγκφούρτης, έχει κατηγορηθεί για έντονο πεσιμισμό. Ο Μαρκούζε εκφράζοντας την απόλυτη άρνηση του στην υφιστάμενη κατάσταση, αναζητά με πάθος μια νέα διάσταση της πραγματικότητας που θα ανατρέψει την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων. Η τεχνολογία αποτελεί ιδεολογία που χειραγωγεί και αναπαράγει τον ολοκληρωτισμό και την εκμετάλλευση και ο καπιταλισμός την αλλοτριωμένη έκφραση ενός μονοδιάστατου καταπιεστικού πολιτισμού που πρέπει να ανατραπεί. Ταυτόχρονα εκφράζει μια απογοήτευση για τον δογματικό μαρξισμό (παραδοσιακή εργατική τάξη) και αναζητά νέα επαναστατικά υποκείμενα σε μια νέα αισθαντικότητα. Μέσα στην απαισιοδοξία του ο Μαρκούζε υπερασπίζεται το ανθρώπινο δικαίωμα στο όνειρο για μια μετάβαση από την αναγκαιότητα στην ελευθερία. Στρατηγικός του στόχος η απελευθέρωση, η χειραφέτηση και η αποδέσμευση από την τεχνολογική ορθολογικότητα (Φωτόπουλος, 2009, σ.340-342 και Μερτικας, 1991, σ.59).
            Το νεωτερικό άτομο είναι δέσμιο της ηγεμονίας του κεφαλαίου που το καθιστά παθητικό και άβουλο έναντι της κυριαρχίας και της επιβολής. Η ένταση της συνειδητοποίησης του αδιεξόδου στον Μαρκούζε φτάνει σε υπαρξιακά επίπεδα. Ο μετασχηματισμός της πραγματικότητας πολιτικά και αισθητικά περνά μέσα από την σύγκρουση και την εναντίωση στο σύστημα. Το προλεταριάτο όμως δεν μπορεί να ηγηθεί του επαναστατικού μετασχηματισμού, απομένουν έτσι οι ‘ομάδες προσδοκίας’ των περιθωριακών και καταπιεσμένων. Αυτή η επίγεια ουτοπία υπήρξε πολιτικά ανέφικτη και μάλιστα σε μια εποχή έντονων κοινωνικών κινημάτων και ταραχών που αμφισβήτησαν τον πόλεμο και τον ιμπεριαλισμό (Φωτόπουλος, 2009, σ.343-344).
            Οι Αντόρνο και Χορκχαιμερ έχουν δεχθεί κριτική για τη ριζοσπαστικότητα της προσέγγισής τους που στερεί από την προσπάθειά τους τη διατύπωση θετικών προοπτικών, περιορίζοντάς την σε ένα ανυπέρβλητο αρνητισμό που καθιστά κάθε διέξοδο να φαντάζει ως επιδίωξη ουτοπίας. Όμως όπως λέει ο Χόννετ, σκοπός τους είναι να αναδείξουν με οξύτητα τις στρεβλώσεις, γι’ αυτό η υπερβολή που τους διακρίνει αποτελεί αφηγηματικό εργαλείο που προσπαθεί να αναδείξει την παθογένεια των θεσμών και των πρακτικών της κοινωνικής ζωής (Ιακώβου, 2008, σ.24-26).
            Οι φιλόσοφοι της 1ης γενιάς της Κριτικής Θεωρίας κατηγορήθηκαν επίσης ότι δεν πέτυχαν να αποδείξουν το δεσμό ανάμεσα στην ανάλυση της κοινωνίας και στην ουτοπική προοπτική που περιέγραψαν. Εγκλωβίστηκαν σε έννοιες που δεν εξηγούν πλήρως τον αντιφατικό χαρακτήρα του ορθολογισμού. Οδηγούνται έτσι σε μια αναγκαστική άρνηση του εργαλειακού Λόγου καθώς η μονοδιάστατη σύλληψη της ορθολογικότητας καθιστά την αφηρημένη άρνηση μοναδικό μέσο απελευθέρωσης (Wellmer, 1989, σ.26-27).
            Πέρα από την κριτική που δέχτηκαν οι διανοητές της Σχολής, περί αδυναμίας σύνδεσης θεωρίας-πράξης, πεσιμισμού και ασάφειας-έλλειψης οράματος για το μετά, η γενική προβληματική τους θα πρέπει να τοποθετηθεί σε ένα γενικό πλαίσιο επισήμανσης και τονισμού των στρεβλώσεων του κοινωνικού συστήματος. Η Κριτική Θεωρία αντιτίθεται στον Λόγο που τάσσεται στην υπηρεσία του συνόλου και θεωρεί αυτονόητη την υποταγή προς χάριν της χρησιμότητας, μετατρέποντας τα άτομα σε ανελεύθερα αντικείμενα. Προτείνουν μια εναλλακτική μορφή Λόγου όπου ο τελευταίος αποκτά μια ιδεαλιστική πνοή και τάσσεται στην υπηρεσία της κατάργησης της κοινωνικής αδικίας.
            Η εναλλακτική τους θεώρηση αποτέλεσε έμπνευση για τις πολιτισμικές σπουδές και τους παρεμφερείς κλάδους στα δυτικά πανεπιστήμια και συνέβαλε στην ιδεολογική σύσταση των κινημάτων νεολαίας του ’60. Το πνεύμα ρομαντισμού και η αντικαπιταλιστική πνοή των διανοητών στιγμάτισε την κριτική τους στη νεωτερικότητα, ενώ η ανάλυση της μαζικής κουλτούρας ανέδειξε αντιθέσεις που διοχετεύτηκαν στα κινήματα αμφισβήτησης της εποχής ειδικά στις ΗΠΑ. Η προσφορά της Σχολής της Φραγκφούρτης στην κοινωνική θεωρία είναι η επαναλαμβανόμενη και πάντα επίκαιρη αφύπνιση των στοχασμών, γύρω από όσα αποδεχόμαστε υπό καθεστώς ηθελημένης καταπίεσης και ο επαναπροσδιορισμός των πανανθρώπινων αξιών στον πυρήνα των ανθρώπινων σχέσεων.
 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
·         HORKHEIMER, M., (1984), Το Τέλος του Λόγου, μτφρ Σ. Ροζάνης, Αθήνα, Εκδόσεις Έρασμος.
·         HORKHEIMER, M., (2005), «Η Μαζική Κουλτούρα ως Τέχνη», στο δοκίμιο Τέχνη και Μαζική Κουλτούρα, σελ. 49-57, Αθήνα Εκδόσεις Ύψιλον. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://wp.me/pyR3u-870
·         ΙΑΚΩΒΟΥ, Β., (2008), «Η Σχολή της Φραγκφούρτης και η Νεωτερικότητα», Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό ΕΑΠ (ΕΔΥ CD) για την ΕΠΟ41 - Προσεγγίσεις για τη Νεωτερικότητα κατά τον 20ο αι, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.
·         ΚΑΡΑΚΙΟΥΛΑΦΗ, Χ., (2008), «Καταναλωτικά πρότυπα και Συμπεριφορές: Κοινωνιολογικές Προσεγγίσεις και Εμπειρικά Δεδομένα – Όψεις της Κοινωνίας της Κατανάλωσης» στο Μ. Αλεξάκης, Α. Αφουξενίδης και λοιποί, Ειδικά Θέματα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού – Ανθολόγιο, Όψεις της Σύγχρονης Ελληνικής και Ευρωπαϊκής Κοινωνίας, κεφ. 7, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
·         ΚΑΤΣΟΥΡΟΣ, Κ., (1988), «Στο Δρόμο για τη Φραγκφούρτη», Λεβιάθαν: τριμηνιαία έκδοση της "εταιρείας έρευνας και μελέτης του πολιτισμού και της κουλτούρας", τεύχος 1, σελ. 25-36, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:  http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/800
·   LANDMANN, M., (1988), «Κριτικές του Λόγου από το Μαξ Βέμπερ ως τον Έρνστ Μπλοχ», Λεβιάθαν: τριμηνιαία έκδοση της "εταιρείας έρευνας και μελέτης του πολιτισμού και της κουλτούρας", τεύχος 1, σελ. 7-23. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:  http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/799
·         ΜΕΡΤΙΚΑΣ, Γ., (1991), «Βιομηχανία της Κουλτούρας - Ανασκόπηση», Λεβιάθαν: τριμηνιαία έκδοση της "εταιρείας έρευνας και μελέτης του πολιτισμού και της κουλτούρας", τεύχος 10, σελ. 51-60, Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση:  http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/1578
·         WELMER, A., (1989), Λόγος, Ουτοπία και Διαλεκτική του Διαφωτισμού, μτφρ Γ. Λυκιαρδόπουλος, Αθήνα, Εκδόσεις Έρασμος.
·         ΦΩΤΟΠΟΥΛΟΣ, Ν., (2009), «Από τον Μονοδιάστατο Άνθρωπο στην Αποικιοποίηση του Βιόκοσμου: Χ. Μαρκούζε και Γ. Χάμπερμας Απέναντι στη Νεωτερικότητα», Εναλλακτικό Διδακτικό Υλικό ΕΑΠ (ΕΔΥ CD) για την ΕΠΟ41 - Προσεγγίσεις για τη Νεωτερικότητα κατά τον 20ο αι, Πάτρα, Εκδόσεις ΕΑΠ.

  

© ΙZ 2012