Αφιερωμενο στη μνημη του Καθηγητη Ευρωπ. Δικαιου Δρ Χρηστου Κολλοκα που υπηρξε πηγη θετικης επιρροης

Από τον Σεπτέμβριο 2014 ο συντάκτης μετοικεί στη Μ. Βρετανία αρχικά ως υπότροφος ερευνητής του University of Hull και εν συνεχεία ως τακτικός καθηγητής σε Βρετανικα Πανεπιστήμια.
Το παρόν blog ΔΕΝ ανανεώνεται αλλά παραμένει ενεργό για χάρη των φίλων σπουδαστών του ΕΑΠ που μπορεί να βοηθηθούν από τις δημοσιευμένες εργασίες και τις βιβλιογραφικές πηγές στην εκπόνηση των δικών τους εργασιών.


ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ

Κυριακή 28 Οκτωβρίου 2012

ΕΠΟ 42 (Ειδικά Θέματα Ευρ. Πολιτισμού) - 1/2012


ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2012
 
ΘΕΜΑ
Να συγκρίνετε τις απόψεις του Βέμπερ με αυτές του Μαρξ για τον καπιταλισμό και στη συνέχεια να διατυπώσετε την άποψή σας αν είναι δυνατή η καπιταλιστική ανάπτυξη έξω από το Δυτικό κόσμο
 
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
◦ ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                 
◦ Συγκλίσεις & αποκλίσεις στην καπιταλιστική ανάλυση των Μαρξ και Βέμπερ                                     
◦ Η καπιταλιστική ανάπτυξη εκτός του δυτικού κόσμου   
◦ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ                             
◦ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                         
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
            Το παρόν θέμα πραγματεύεται τη διαφορετικότητα των θεωριών του Μαρξ και του Βέμπερ για τον καπιταλισμό, μέσα από μια συγκριτική ανάλυση των απόψεών τους και των μεθοδολογικών εργαλείων που χρησιμοποιούν για να φτάσουν στα συμπεράσματά τους.
            Θα γίνει αρχικά μια αναλυτικά συγκριτική παρουσίαση των σημείων σύγκλισης και απόκλισης που προκύπτουν από τη διαθέσιμη βιβλιογραφία, χωρίς να παρατεθούν αυτούσια σε αναλυτική έκταση τα επιχειρήματά των διανοητών.
            Ακολούθως και με αφορμή την δήλωση του Βέμπερ περί μοναδικότητας του δυτικού καπιταλιστικού φαινομένου θα εξεταστεί μέσα από το παράδειγμα των ασιατικών κρατών, η δυνατότητα του καπιταλισμού ως φαινομένου να εγκαθιδρύεται σε κοινωνικά και πολιτισμικά περιβάλλοντα που δεν φέρουν τα δυτικά χαρακτηριστικά.
            Στα συμπεράσματα θα διατυπωθούν γενικές εκτιμήσεις της συγκριτικής ανάλυσης από όπου θα φανεί ότι τελικά δεν πρόκειται για τους εκπροσώπους δύο ριζικά αντίθετων τάσεων, καθώς και θα διαπιστωθεί η δυναμική του καπιταλισμού να προσαρμόζεται στις ιδιότυπες συνθήκες παγκοσμίως αλλά και να ανακαλύπτει αντίστοιχα ηθικά και ιδεολογικά υπόβαθρα που διευκολύνουν την αποδοχή του.

ΣΥΓΚΛΙΣΕΙΣ & ΑΠΟΚΛΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΩΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΒΕΜΠΕΡ
            Ο Μαρξ αποδίδει πολύ συγκεκριμένη έννοια στον καπιταλισμό, οριοθετώντας τον γύρω από την παραγωγή εμπορεύσιμων προϊόντων και αποτίμησης όλων των συντελεστών της παραγωγής με χρηματικούς όρους. Αφορά δηλαδή επακριβώς τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε μια εμπορευματική οικονομία, σημεία στα οποία ο Βέμπερ δεν κάνει αναφορά. Αντίθετα η έννοια που δίνει ο Βέμπερ στον καπιταλισμό ερμηνεύει φαινόμενα που μπορούν να αναχθούν και σε άλλες εποχές. (Κονιόρδος, 2002, σ95) Ο Βέμπερ αναγνωρίζει ότι και σε άλλες θρησκείες ή δόγματα υπήρξαν ηθικές επιταγές που δημιούργησαν ψυχολογικές εντάσεις με επιπτώσεις στην οικονομική οργάνωση, όμως η καλβινιστική διδασκαλία ήταν μοναδική για τη θεμελίωση του δυτικού καπιταλισμού, σε σημείο που αν δεν υπήρχε, ο καπιταλισμός θα καθυστερούσε ή και δεν θα εμφανιζόταν όπως τον γνωρίζουμε σήμερα. Ο Μαρξ ασχολείται με τον ψυχολογικό παράγοντα μόνο όταν αναφέρεται στην αλλοτρίωση των εργατών. (Κονιόρδος, 2002, σ97-98)
            Ο Βέμπερ προβάλει την ορθολογική διάσταση, θεωρώντας ότι ο καπιταλισμός εν πολλοίς στηρίχθηκε στον εξορθολογισμό της τεχνολογίας, της επιχείρησης, της λογιστικής, της νομοθεσίας και του πνεύματος γενικά. Έτσι όμως δίνει έμφαση σε συγκεκριμένες ιδέες κοινωνικής μεταβολής πράγμα που ο Μαρξ αποφεύγει.. Από την άλλη και ο Μαρξ έχει κατηγορηθεί για μονοδιάστατη αναγωγή του κόσμου στο υλικό στοιχείο σε επίπεδο αιτιότητας. Κατά τον Φίσωφ, ο Βέμπερ αναγνωρίζει τη συνθετότητα της κοινωνίας όσο και ο Μαρξ, αντιμετωπίζοντας με μια τάση σφαιρικότητας τα κοινωνικά φαινόμενα. (Κονιόρδος, 2002, σ93-94&97)
            Επίσης και οι δυο στοχαστές συγκλίνουν στην αποδοχή του ανορθολογισμού που ενδημεί στον καπιταλισμό, όμως διαφοροποιούνται ως προς την πηγή του. Ο μεν Βέμπερ υποστηρίζει ότι οφείλεται στην ανάπτυξη δυνάμεων που πηγάζουν από τη γραφειοκρατία, την εκκοσμίκευση και την ηθική υποκίνηση, ενώ ο Μαρξ ότι αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό του καπιταλισμού που εκφράζεται με την αλλοτρίωση. Ο Βέμπερ δεν διακρίνει κάποιο τρόπο άρσης του ανορθολογισμού, αφήνοντας ανοιχτή την προοπτική περεταίρω απώλειας της ανθρώπινης αυτονομίας στο μέλλον. Επιπλέον θεωρεί ανώριμη την εργατική τάξη και επιθυμεί την ενίσχυση της φιλελεύθερης αστικής τάξης, καθώς ο καπιταλισμός μπορεί να υπάρχει απεριόριστα ως σύστημα. Ο Μαρξ αντίθετα διαβλέπει μέσα στην αντίφαση της αλλοτρίωσης τις προϋποθέσεις για την υπέρβασή της στο μέλλον. Η αλλοτρίωση αυτή, είναι εφικτή μόνο με την ανατροπή της αστικής πρωτοκαθεδρίας, ως επιστέγασμα της ταξικής πάλης. (Κονιόρδος, 2002, σ94 και Giddens, 2002, σ126&137 και Lowy, 2005, σ46-47 και Collins, 2006, σ68 και Lowy, 2002, σ155)
            Πιο σύγχρονοι σχολιαστές όπως ο Parkin διέκριναν στον Βέμπερ δύο διαφορετικές ‘τάσεις’ για τη σχέση προτεσταντισμού-καπιταλιστικού πνεύματος. Η μία η λεγόμενη ‘ισχυρή’ θεωρεί ότι η καλβινιστική ηθική και το τρίπτυχο θεϊκή κλίση-εγκόσμιος ασκητισμός-επαγγελματική αφοσίωση, αποτέλεσαν καθοριστική παράμετρο του καπιταλισμού. Από την άλλη η ‘ισχνή’ θέση δεν θεωρεί ότι ο προτεσταντισμός δημιούργησε το καπιταλιστικό πνεύμα, αλλά ότι υπάρχει εκλεκτική συγγένεια και συναρμογή ανάμεσα στην προτεσταντική ηθική και τον οικονομικό ορθολογισμό. Δηλαδή ότι δεν προκάλεσε μεν ο προτεσταντισμός τον καπιταλισμό, όμως οπωσδήποτε αποτέλεσε προϋπόθεσή του. Άλλωστε η εκλεκτική συγγένεια έτσι όπως χρησιμοποιείται στην Προτεσταντική Ηθική δεν αντιτίθεται στον ιστορικό υλισμό και μπορεί να αποτελέσει ακόμα και κομμάτι της μαρξιστικής ανάλυσης της θρησκείας. Η ισχνή θέση συγκλίνει περισσότερο με την μαρξιστική αντίληψη των ώριμων έργων του Μαρξ, όπου αναγνωρίζει τη λειτουργία των ιδεών και τη μερική αυτονομία και επενέργειά τους πάνω στους υλικούς παράγοντες. (Κονιόρδος, 2002, σ96-97 και Lowy, 2002, σ148)
            Υποκινούμενοι από διαφορετικά ελατήρια και στόχους οι δύο στοχαστές επιλέγουν διαφορετική μεθοδολογία. Ο Βέμπερ χρησιμοποιεί μια μεθοδολογία που περιλαμβάνει και την αιτιακή ερμηνεία και την κατανόηση των εσώτερων υποκινήσεων των φαινομένων. Θεωρεί ότι ο οικονομικός ντετερμινισμός δεν είναι αρκετός για να καθορίσει όλες τις κοινωνικές σχέσεις. Επιθυμεί να τονίσει τη μοναδικότητα του φαινομένου και γι’ αυτό εστιάζει σε παράγοντες που τονίζουν τη διαφοροποίηση του δυτικού καπιταλισμού με μια ιδεοτυπική ατομιστική προσέγγιση που σχηματοποιεί μια πλουραλιστική θεωρία. Δεν τον απασχολεί η αιτιακή προτεραιότητα των ιδεών έναντι της ύλης, παρόλο που από πολλούς με κάτι τέτοιο ταυτίστηκε. Ο Μαρξ πάλι ενδιαφέρεται για την υποκίνηση του καπιταλισμού, την προέλευσή του, τον τρόπο κυριαρχίας του αλλά και τη μελλοντική του πορεία, εξ ου και η προσέγγιση του θεωρείται πιο ολιστική. (Κονιόρδος, 2002, σ98-99 και Αντωνοπούλου, 2001, σ385 και Fischoff, 2008, σ48)
            Η προσέγγιση του Μαρξ είναι περισσότερο ολιστική, καθώς εξετάζει την κοινωνική μεταβολή και την ιστορική πορεία ως μία οντότητα, ενώ ο Βέμπερ ακολουθεί τη μεθοδολογία του ιδεότυπου για να τονίσει την μοναδικότητα του δυτικού καπιταλισμού, έναντι αντίστοιχων εκδηλώσεων καπιταλιστικής οργάνωσης. Με τον ιδεότυπο ο Βέμπερ προσεγγίζει την καπιταλιστική πραγματικότητα από εμπειρική σκοπιά, τη στιγμή που ο Μαρξ αντιμετωπίζει τον καπιταλισμό συστημικά. Άλλωστε ο Μαρξ ενδιαφερόταν πρωτίστως για τη δυναμική και όχι για τις προϋποθέσεις εμφάνισής του καπιταλισμού, ενώ ο Βέμπερ ξεκινά με αντίθετο ενδιαφέρον, πράγμα που υποδηλώνει ότι οι δύο αναλύσεις θα μπορούσαν να θεωρηθούν συμπληρωματικές. (Κονιόρδος, 2002, σ93 και Collins, 2006, σ62)
            Για τον Μαρξ η αλληλεπίδραση των θρησκευτικών ιδεών και της κοινωνικής εξέλιξης περνάει μέσα από την ιστορική ανάλυση. Αναγνώριζε ότι οι ιδέες έχουν μια εσωτερική αυτόνομη ανάπτυξη που πρέπει να εξετάζεται σε κάθε κοινωνία εμπειρικά. Αυτό συνάδει με την αναγνώριση της επιρροής του εγκόσμιου ασκητισμού στην Ευρώπη. Αναγνώριζε επίσης τις πρώιμες μορφές καπιταλισμού που εμφανίστηκαν πριν την ανάδυση της αστικής κοινωνίας και μάλιστα συμφωνεί με τον Βέμπερ ως προς την θνησιγένειά τους. Μοιάζει λοιπόν σε πολλά σημεία η ιστορική τους ανάλυση για την ευρωπαϊκή πορεία. Όμως ο Βέμπερ απορρίπτει την κατασκευή ντετερμινιστικών σχημάτων στην ιστορική εξέλιξη και θεωρεί ότι ο Μαρξ δεν προσδιορίζει επακριβώς τον τρόπο που η οικονομική βάση διακρίνεται από το εποικοδόμημα. (Giddens, 2002, σ128&132)
            Κατά τον Lowy παρά τις διαφορές τους οι δύο στοχαστές μοιράζονται μια κοινή θεώρηση του καπιταλισμού, ως ένα παγκόσμιο σύστημα απρόσωπων αντικειμενικοποιημένων σχέσεων όπου η συσσώρευση κεφαλαίου αποτελεί αυτοσκοπό. Αναγνωρίζουν ότι η μετάβαση στη βιομηχανική κοινωνία γίνεται μόνο μέσα από τον καπιταλισμό. Συμφωνούν επίσης ότι η αγορά και η ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής προσδιορίζει τις κοινωνικές τάξεις, ότι το γραφειοκρατικό κράτος αποτελεί αναγκαία συνθήκη του καπιταλισμού και ότι η κρατική εξουσία στηρίζεται στο μονοπώλιο της βίας. Ότι η εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνολογίας στη βιομηχανία σχηματοποιεί το σύγχρονο καπιταλισμό, με ταυτόχρονη αποστέρηση του εργαζόμενου από τα μέσα παραγωγής. Ότι η ελεύθερη εργασία καταναγκάζεται σε εμπορευματοποίηση δημιουργώντας ένα ασφυκτικό καταναγκαστικό πλαίσιο που ομοιάζει με ‘σιδερένιο κλουβί’ για τον εργάτη. Οι αναλύσεις τους σε πολλά ζητήματα είναι ιδιαιτέρως συγκλίνουσες, παρά τις βασικές μεθοδολογικές διαφοροποιήσεις τους. (Lowy, 2005, σ39 και Κονιόρδος, 2002, σ75 και Αντωνοπούλου, 2001, σ386-387 και Collins, 2006, σ46)
            Αντίστοιχα όμως ο Βέμπερ αποδίδει τις εξελίξεις αυτές στην ορθολογικοποίηση της αγοράς από ηθικά κίνητρα που δεν ξεκίνησαν με στόχο το κέρδος και τον πλουτισμό, αλλά παρήγαγαν ως μη αναμενόμενο αποτέλεσμα τη συσσώρευση κεφαλαίου. Την ίδια ώρα ο Μαρξ αποδίδει τις εξελίξεις, στην δυναμική του κεφαλαίου, που υπό τις ιστορικές συγκυρίες μετατράπηκε από εμπορικό σε βιομηχανικό με το άνοιγμα των αγορών. Ενώ λοιπόν η θέση του Βέμπερ είναι ιστορικιστική, υπό την έννοια ότι εξετάζει την αλληλουχία σχεδόν τυχαίων μοναδικών γεγονότων και καταστάσεων, για τον Μαρξ η επιδίωξη του κέρδους και της υπεραξίας είναι η εγγενής υποκίνηση του καπιταλισμού. (Αντωνοπούλου, 2001, σ386 και Collins, 2006, σ58)
            Για τον Μαρξ η αρχική συσσώρευση κεφαλαίου προήλθε από τη βίαιη απαλλοτρίωση της ιδιοκτησίας των χωρικών με τις περιφράξεις και από τη λεηλασία των αποικιών από το εμπορικό κεφάλαιο, αντίθετα με τον Βέμπερ που χωρίς να κάνει ιδιαίτερη αναφορά στην πρωτογενή συσσώρευση, θεωρεί ότι προήλθε από την αυστηρή αποταμίευση των ασκητών καπιταλιστών. Άλλη μια απεικόνιση της αντίθεσης ανάμεσα στην οικονομική και την ιδεολογική σύλληψη. Ο Μαρξ εν τούτοις αναγνωρίζει τη σύνδεση της οικονομικής διαδικασίας με τη θρησκεία, αλλά δεν της αποδίδει κεντρικό ρόλο όπως ο Βέμπερ. Συχνά μάλιστα υπονοεί μια αιτιώδη σχέση ανάμεσα στη θρησκεία και τον καπιταλισμό, αναγνωρίζοντας την πρώτη ως αιτία οικονομικών μεταβολών, που συνεισφέρουν στην καπιταλιστική εγκαθίδρυση στην Αγγλία. Από την άλλη και ο ίδιος ο Βεμπερ στα ώριμα έργα του, δεν θεωρεί τον προτεσταντισμό γενεσιουργό αιτία αλλά τον τελευταίο παράγοντα κορύφωσης, μιας πλειάδας παραγόντων που οδήγησαν στον καπιταλισμό. (Lowy, 2005, σ40-41 και Collins, 2006, σ55&64 και Fischoff, 2008, σ51)
            Το έργο του Βέμπερ θεωρήθηκε από πολλούς σχολιαστές ως συμπληρωματικό της μαρξιστικής υπόθεσης ότι οι υλικές συνθήκες διαμορφώνουν αιτιακά τις ιδέες. Ο Βέμπερ δηλώνοντας ότι ο καπιταλισμός είναι προϊόν της εργασιακής ηθικής του καλβινισμού, δεν επιτέθηκε στον ίδιο τον Μαρξ αλλά στους μαρξιστές προκειμένου να καταδικάσει τις μονόπλευρες θεωρήσεις τους. Ούτε είχε πρόθεση να ανατρέψει το μαρξικό σχήμα με την επιβολή μιας αντίπαλης ιδεαλιστικής πρότασης έναντι του υλισμού, όπως κάποιοι διευκολύνονταν να πιστέψουν. Δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να αντικαταστήσει μια μονοδιάστατη υλιστική θεωρία, με μια επίσης μονοσήμαντη ιδεαλιστική εξήγηση. Αντιθέτως, θεωρεί ότι ολοκληρωμένη εικόνα για τη γέννηση του καπιταλισμού θα δοθεί μόνο αν μελετηθεί και η μαρξιστική πλευρά. Υπό αυτό το πρίσμα, η σχέση των δύο στοχαστών γίνεται πολυσύνθετη. (Κονιόρδος, 2002, σ87-88 και Giddens, 2002, σ120 και Αντωνοπούλου, 2001, σ384-385 και Collins, 2006, σ40&58 και Fischoff, 2008, σ43).

Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΕΞΩ ΑΠΟ ΤΟ ΔΥΤΙΚΟ ΚΟΣΜΟ
            Οι επιπτώσεις της εμφάνισης του καπιταλισμού στο δυτικό κόσμο υπήρξαν τόσο έντονες που ήταν αδύνατο να μην επηρεάσουν τις κοινωνίες του υπόλοιπου κόσμου, ακόμα και στις περιοχές που κατόρθωσαν να περιχαρακωθούν είτε γεωγραφικά είτε πολιτικά για να τον αποκρούσουν. Οι ηγεσίες των κρατών έπρεπε εν τέλει να αντιμετωπίσουν το δίλλημα, είτε να μιμηθούν και να ακολουθήσουν ανάλογη καπιταλιστική πορεία, είτε να αγνοήσουν τον καπιταλισμό και να επιδιώξουν μια εναλλακτική πορεία στην οικονομική και κοινωνική σφαίρα. Οι απόπειρες εναλλακτικής πορείας είτε σοσιαλιστικής είτε αυτόνομης, με βάσει τα έως τώρα εμπειρικά δεδομένα δεν καρποφόρησαν (ΕΣΣΔ) και στην καλύτερη των περιπτώσεων οδήγησαν σε υβριδικές προσαρμογές και μεταρρυθμίσεις καπιταλιστικού τύπου (Κίνα). (Κονιόρδος, 2002, σ102)
            Τα επιτυχημένα παραδείγματα καπιταλιστικής προσαρμογής σε χώρες της Ανατολικής Ασίας (Χονγκ Κονγκ, Ν. Κορέα, Ιαπωνία, Ταϊβάν) μετά το Β’ Παγκόσμιο, απέδειξαν ότι δεν υπήρχε μια μοναδική καπιταλιστική συνταγή προς μίμηση, αλλά διαφορετικά ‘μίγματα’ και ταχύτητες εκσυγχρονισμού. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι κατ’ αντιστοιχία με το βεμπεριανό ηθικό πλαίσιο, μια μορφή εργασιακής ηθικής δείχνει να αποτελεί σύνηθες συστατικό με επιτυχή συμβολή στην καπιταλιστική ανάπτυξη. Δεν πρέπει να ξεχνούμε βέβαια ότι για τον Βεμπερ η καπιταλιστική ανάπτυξη επέχει μια μοναδικότητα ως προς τη Δύση που θέτει εύλογα ερωτήματα για το ασιατικό ανάλογο της εδραίωσης του καπιταλισμού στην Ανατολή. (Κονιόρδος, 2002, σ103)
            Οι χώρες της Άπω Ασίας που ενστερνίστηκαν τον καπιταλισμό, παρατηρήθηκε ότι είχαν μια σειρά όμοιων χαρακτηριστικών όπως το πνεύμα συλλογικότητας και αλληλοβοήθειας των ανθρώπων, καθώς και το ηθικό υπόβαθρο του Κομφουκιανισμού. Τέθηκε λοιπόν το ερώτημα για την ύπαρξη μιας ηθικής ανάλογης με την προτεσταντική, μιας κομφουκιανικής εργασιακής ηθικής που ενίσχυσε την καπιταλιστική ανάπτυξη και τη δημιουργία οικονομίας δυτικού τύπου. Ξεπερνώντας την πολιτιστική ερμηνεία του φαινομένου που αναφέρεται στη δημιουργία κατάλληλου πολιτιστικού περιβάλλοντος και τη θεσμική ερμηνεία που μιλά για δημιουργία κατάλληλων θεσμών (νομικό πλαίσιο κλπ.), για τη διευκόλυνση και προσαρμογή του καπιταλισμού στα εγχώρια δεδομένα, ο Kim Kyong-Dong τονίζει τη διαπλοκή εσωτερικών και εξωτερικών παραγόντων στη μετάλλαξη μιας κοινωνίας. (Κονιόρδος, 2002, σ104)
            Ο Kyong-Dong θεωρεί ότι δεν αρκούν οι θεσμικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις. Το κομφουκιανό υπόβαθρο είχε ήδη δείξει ότι για την επίτευξη ενός στόχου υπάρχουν εναλλακτικοί δρόμοι και ότι παρά τη διαφορετικότητα μπορούν να παραχθούν ίδια αποτελέσματα. Σημασία έχει να υπάρχουν οι κατάλληλες αναλογίες, που να επιτρέπουν την επιλογή διαφορετικών στρατηγικών για την επίτευξη κοινών σκοπών. Στη σημερινή εποχή το υπόβαθρο ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι διαφορετικό και ο καπιταλισμός επιδιώκεται συνειδητά και όχι ως παράδοξο μη αναμενόμενο αποτέλεσμα άλλων διεργασιών. (Κονιόρδος, 2002, σ105)
            Η επεκτατική τάση του δυτικού καπιταλισμού σύντομα τον οδήγησε στα υπόλοιπα μέρη του κόσμου. Οι μη δυτικές κοινωνίες αλληλεπίδρασαν με αυτόν ασύμμετρα καθώς η ισχύς (οικονομική και τεχνολογική) των καπιταλιστικών δυνάμεων άσκησε πιέσεις στις παραδοσιακές κοινωνίες να αποδεχτούν τις δυτικές αξίες και θεσμούς. Πρόκειται για μια μορφή επιθετικού εκπολιτισμού όπου ο ισχυρός κατακλύζει (όχι μόνο στρατιωτικά ή οικονομικά) τον αδύνατο. Ανάλογα με την πολιτισμική δύναμή της, η κάθε κοινωνία υποδοχής καθόριζε την αντίδραση της είτε άκαμπτα είτε ευέλικτα. Όσο πιο ευέλικτη ήταν τόσο πιο ομαλή ήταν η προσαρμογή χωρίς τριβές και εντάσεις. (Kyong-Dong, 2002, σ162)
            Σημαντικό ρόλο εδώ παίζει και η μορφή εκλεκτικής συγγένεια που μπορεί να παρατηρηθεί με ορισμένα από τα εισαγόμενα πολιτισμικά στοιχεία. Η ευελιξία της κοινωνίας να απορροφήσει αυτά τα στοιχεία ενισχύει την προσαρμοστικότητα. Η αλληλεπίδραση με το πολιτικό σύστημα καθορίζει και το βαθμό και την ένταση της αντίδρασης ή της αφομοίωσης τη στιγμή που κοινωνικές ομάδες, συμφέροντα και ελίτ εμπλέκονται σε ‘αγώνες’ κυριαρχίας και ελέγχου του εκσυγχρονισμού. (Kyong-Dong, 2002, σ163)
            Τον 19ο αι. οι βλέψεις των ευρωπαίων πήραν τη μορφή ιμπεριαλιστικής απειλής που οδήγησε σε συρράξεις και υπογραφή συνθηκών με τις δυνάμεις της δύσης. Η Ιαπωνία, πρώτη χρονικά πέρασε σε πορεία μιμητικού εκσυγχρονισμού, ενώ στο εσωτερικό των χωρών οι ισχυρές ομάδες αγωνίζονταν για επικράτηση, κατάληψη της εξουσίας και έλεγχο του έθνους. Η Ιαπωνία πρώτη υιοθέτησε επιλεκτικά δυτική τεχνογνωσία και ανέπτυξε την οικονομία της προβάλλοντας ως κυρίαρχο έθνος στην περιοχή. Οι Ιάπωνες δέχτηκαν με ζέση τη δυτική επίδραση και η κυβέρνηση ενθάρρυνε τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, σε μια εκ των άνω θεσμική επανάσταση με απώτερο στόχο τον πλούτο και την ισχύ του έθνους που θα διασφάλιζε την ανεξαρτησία του. (Kyong-Dong, 2002, σ164-166)
            Μετά το Β’ Παγκόσμιο η Ιαπωνία, εξομάλυνε τις εσωτερικές συγκρούσεις των μονοπωλίων και των εργατικών κινημάτων υπό τις επιβαλλόμενες αμερικάνικες μεταρρυθμίσεις. Η υποδοχή μεγάλων επενδύσεων τεχνολογίας και εξοπλισμού δημιούργησαν μια θαυμαστή βιομηχανική βάση με υποδομές και κατόπιν με έρευνα και πατέντες που εκτόξευσαν τα επίπεδα ανάπτυξης. Οι κυβερνήσεις φρόντιζαν να εξασφαλίζουν οικονομικές συνθήκες άνθησης της επιχειρηματικότητας κατά τα καπιταλιστικά πρότυπα. Αυτή η ανάπτυξη όμως ήταν προϊόν της ιστορικής επιβολής ενός εξωτερικού ιμπεριαλιστικού εισβολέα, που ενισχύθηκε από την επιλεκτική προσαρμογή των ίδιων των Ιαπώνων. (Kyong-Dong, 2002, σ166-167)
            Τη δεκαετία του ’60 οι χώρες που δεν ακολούθησαν το δρόμο του σοσιαλισμού προχώρησαν σε ταχύρυθμη ανάπτυξη με προγράμματα εκβιομηχάνισης και πόρους που χορηγήθηκαν από τη δύση, ενώ ένας σφιχτός δημόσιος τομέας καθοδήγησε κατάλληλα την οικονομική δραστηριότητα. Με προσήλωση προς την οικονομία της ελεύθερης αγοράς, Χονγκ-Κονγκ, Σιγκαπούρη, Ν. Κορέα και Ταϊβάν επέδειξαν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, ευνοημένοι από τη διεθνή συγκυρία και την Ιαπωνική επιρροή. Το αίσθημα ανασφάλειας λόγω του ψυχρού πολέμου, διέγειρε τα εθνικιστικά αισθήματα και το ψυχολογικό κίνητρο οικονομικής ισχυροποίησης, οδηγώντας τους σε οικονομική ώθηση. (Kyong-Dong, 2002, σ168-169)
            Στο εσωτερικό παρά τη βελτίωση των οικονομικών συνθηκών η πρόοδος δεν ήταν επαρκής καθώς οι συντηρητικές κομφουκιανιστικές ελίτ θεωρούσαν τις δυτικές ιδέες απειλητικές για την ‘ορθοδοξία’. Ο Κομφουκιανισμός αρχικά όπως δήλωσε και ο Βέμπερ δεν έδρασε υπέρ της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Όμως το Σχολείο Πρακτικής Μάθησης ως κίνημα, οδήγησε σε οικονομικοκοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις. Συνολικά ο κομφουκιανισμός είτε προ είτε μετά τη μεταρρύθμιση, δεν αποτέλεσε πηγή έμπνευσης ή ώθηση καθώς οι συνθήκες δεν ήταν ακόμα πρόσφορες για πλήρη καπιταλιστική ανάπτυξη. Η κύρια ορμή δόθηκε από τις άρχουσες τάξεις που αφομοίωσαν επιλεκτικά δυτικές πρακτικές καπιταλιστικής ανάπτυξης και τις εφάρμοσαν όταν πήραν την εξουσία. Ο κύριος ιδεολογικός παράγοντας που συνέβαλε στις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις ήταν ο ισχυρός εθνικισμός.  (Kyong-Dong, 2002, σ171)
            Ενώ θα ακουγόταν παράδοξο, η καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ασία χαρακτηρίζεται από την απόκλιση από το μοντέλο ελεύθερης αγοράς της δύσης, λόγω του ρόλου των κυβερνήσεων. Ο ισχυρός κρατικός παρεμβατισμός έπαιξε ρόλο βοηθητικό στον καπιταλισμό, καθώς οι κυβερνήσεις ώθησαν τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις. Εδώ είναι  άξια αναφοράς η κομφουκιανή αξία του σεβασμού στην εξουσία και την κυβέρνηση. Επίσης ενώ ο κομφουκιανικός συλλογικός προσανατολισμός προς την οικογένεια έναντι του δυτικού καπιταλιστικού ατομισμού ακούγεται ως παράδοξο, εν τούτοις η καπιταλιστική ανάπτυξη βοηθήθηκε από αυτόν, καθώς ενίσχυσε την εγκαθίδρυση εθνικής ταυτότητας, τις οικογενειακές επιχειρηματικές δραστηριότητες και την εθνική συναίνεση που είναι απαραίτητη για μέτρα εκσυγχρονισμού. (Kyong-Dong, 2002, σ173&175)
            Τέλος η επιβίωση κομφουκιανικών παραδόσεων όπως αυτή περί της κοινωνικής θέσης, ώθησαν τους πολίτες να αναπτύξουν καπιταλιστική συμπεριφορά όχι με σκοπό τον πλουτισμό αλλά την καταξίωση. Η ανάγκη για απόκτηση κύρους πχ. στην Κορέα έκανε πολλούς Κορεάτες να επιδιώξουν υψηλή εκπαίδευση και ακολούθως επαγγελματική καταξίωση, συσσώρευση πλούτου και κοινωνική άνοδο, προκειμένου να μετακυλήσουν μέρος αυτής στην οικογένεια τους. Αυτό είναι αντίθετο με την δυτική ανάγκη για προσωπική ευχαρίστηση μέσα από τα επιτεύγματα και τη δημιουργία επιτέλεσε όμως κατάλληλα το ρόλο του βοηθητικά προς τον καπιταλισμό. (Kyong-Dong, 2002, σ176)

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
            Από την σύγκριση των θεωρήσεων Μαρξ και Βέμπερ προκύπτει ότι προσπάθησαν και οι δύο να ερμηνεύσουν το καπιταλιστικό φαινόμενο με τα δεδομένα της εποχής τους, γι’ αυτό και τα πρώιμα έργα τους αποτέλεσαν αιτία (ή μήπως αφορμή ?) για την αναγόρευσή τους σε προπομπούς αντίπαλων ιδεολογικών και φιλοσοφικών στρατοπέδων. Η εξέταση των πιο ώριμων έργων τους αποδεικνύει ότι η μερική ανασκευή ή αναδίπλωσή τους από αρχικές θέσεις, είναι ικανή να πιστοποιήσει τη συμπληρωματικότητα των θέσεών τους. Μια συμπληρωματικότητα που ξεκινά από τη διαφορετικότητα στόχων, προσεγγίσεων, μεθοδολογικών εργαλείων και κυρίως θεματικής επικέντρωσης.
            Το ζήτημα της ιδεαλιστικής ή υλιστικής προέλευσης του καπιταλισμού (εάν ποτέ ετέθη ως τέτοιο από τους ίδιους) κατέστησε σαφή μέσα από τη σχετική ανάλυση που προηγήθηκε, μια σειρά συγκλίσεων και αποκλίσεων που δεν είναι ικανή να δηλώσει με ξεκάθαρο τρόπο είτε την επικράτηση είτε τη διάψευση κάποιας εκ των θεωριών. Άλλωστε ο μεταγενέστερος Βέμπερ έλαβε υπόψη του τη μαρξική προσέγγιση και άντλησε στοιχεία από αυτήν παρά την κριτική που της ασκεί. Ο δε προγενέστερος Μαρξ ακολουθώντας μια ολιστική προσέγγιση για τη σύνθεση του εννοιολογικού οικοδομήματος, αναιρεί εκ των προτέρων τη μοναδικότητα του δυτικού καπιταλισμού, αφήνοντας περιθώριο εναλλακτικών μορφών καπιταλιστικής ανάπτυξης που δεν συνάδει απόλυτα με τα δυτικά πρότυπα.
            Η αναζήτηση των καπιταλιστικών μορφών ανάπτυξης στην Ασία, καταδεικνύει την παγκοσμιότητα του καπιταλιστικού φαινομένου, που προσαρμοζόμενο στις ιδιαίτερες συνθήκες κάθε κοινωνίας μέσα από αμοιβαίες παραχωρήσεις και ρυθμίσεις, δύναται να λειτουργεί με παρόμοια αποτελέσματα και μάλιστα όχι ως μη αναμενόμενο παράδοξο αλλά ως προδιαγεγραμμένο συνειδητό σύστημα ρύθμισης της κοινωνικής διαπλοκής. Από την ιστορική και εννοιολογική ανάλυση του ασιατικού καπιταλισμού, διαφαίνεται η κατ’ αναλογία με τον προτεσταντισμό κομφουκιανική ηθική, ως συνεκτική ουσία του εσωτερικού κοινωνικού ιστού που καθορίζει συμπεριφορές και στόχους κυρίως σε ατομικό επίπεδο, σε συνάφεια με το καπιταλιστικό πρότυπο συμπεριφοράς.
            Η ιδιοτυπία των ασιατικών πολιτισμών απαιτεί χρήση διαφορετικών στρατηγικών (πολιτισμικών, θεσμικών ή ηθικών) για την επίτευξη των ίδιων στόχων. Μέσα από αποκλίσεις από τα συνήθη δυτικά πρότυπα απόλυτα συνυφασμένες όμως με τις ιδιαιτερότητες του ασιατικού αξιακού υπόβαθρου, των κοινωνικών παραδοχών και της κομφουκιανικής ηθικής, οι μορφές καπιταλιστικής ανάπτυξης που προσέλαβαν ιδιαίτερη ανάπτυξη μεταπολεμικά, καταδεικνύουν το βαθμό και το μέγεθος της καταλυτικής επίδρασης του εν λόγω συστήματος στις ζωές των ανθρώπων απανταχού της γης. Το ‘σιδερένιο κλουβί’ των Μαρξ και Βέμπερ ακόμα και αν για κάποιους έχει επιχρυσωθεί, θα είναι πάντα εκεί να μας θυμίζει πόσο μικρά είναι τα περιθώρια των κινήσεών μας στο κοινωνικό γίγνεσθαι.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

·                     ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ, Μ., (2008), Οι Κλασικοί της Κοινωνιολογίας: Κοινωνική Θεωρία και Νεότερη Κοινωνία, Αθήνα, Εκδόσεις Σαβάλλα. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση : http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/552 , (σ.σ. η αρίθμηση της έντυπης έκδοσης διαφέρει).
·                     COLLINS, R., (2006), «Η τελευταία θεωρία του Βέμπερ για τον καπιταλισμό – Μια συστηματοποίηση», στο Κονιόρδος, Σ., Κείμενα Οικονομικής Κοινωνιολογίας, Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα.
·                     FISCHOFF, E., (2008), «Προτεσταντική Ηθική και Πνεύμα του Καπιταλισμού: το ιστορικό μιας διαμάχης», στο Συμπληρωματικά Κείμενα στην Προτεσταντική Ηθική, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
·                     GIDDENS, A., (2002), «Ο Μαρξ, ο Βέμπερ και η εξέλιξη του καπιταλισμού», στο Κονιόρδος, Σ., Η θέση του Βεμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
·                     KYONG-DONG, K., (2002), «Κομφουκιανισμός και καπιταλιστική ανάπτυξη στην ανατολική Ασία», στο Κονιόρδος, Σ., Η θέση του Βεμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
·                     ΚΟΝΙΟΡΔΟΣ, Σ., (2002), Η θέση του Βέμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
·                     LOWY, M., (2002), «Βέμπερ εναντίον Μαρξ; Η πολεμική εναντίον του ιστορικού υλισμού στην προτεσταντική ηθική», στο Κονιόρδος, Σ., Η θέση του Βεμπερ για την προτεσταντική ηθική της εργασίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, Πάτρα.
·                     LOWY, M., (2005), «Βέμπερ και Μαρξ: Προτεσταντισμός και Καπιταλισμός», Ουτοπία, νο64 Μαρ-Απρ 2005, σ39-48. Διαθέσιμο στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://library.panteion.gr:8080/dspace/handle/123456789/2548

  

© ΙΖ 2012